“Το Τελευταίο τραγούδι”, μια αλλιώτικη απαγγελία!

Ένα αφιέρωμα στον βραβευμένο μετά θάνατον ΕΠΟΝίτη Κωνσταντίνο Γιαννόπουλο, ο οποίο το βράδυ πριν την εκτέλεσή, γνωρίζοντας πως η ζωή του θα τερματιστεί στα εικοσιτέσσερά του χρόνια, θα γράψει το τελευταίο γράμμα στους γονείς του και το ποίημα, το «Τελευταίο Τραγούδι». Μια απαγγελία ιδιαιτέρως συγκινητική από τον 14χρονο Κωνσταντίνο Κοντοθάνο, εγγονό του ΕΠΟΝίτη και μετέπειτα διμοιρίτη, του αείμνηστου καπετάν Πέρδικα (Κωνσταντίνου Φράγκου).

Την Κυριακή 17/2 ,το παράρτημα Μελισσίων της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, με αφορμή την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας πραγματοποίησε εκδήλωση αφιερωμένη στην ΕΠΟΝ και τα 76 χρονια από την ίδρυσή της.

Ιδιαίτερη μνεία έγινε και στον βραβευμένο μετά θάνατον ΕΠΟΝίτη ποιητή Γιαννόπουλο Κωνσταντίνο, οποίος εκτελέστηκε στις φυλακές της Αίγινας «όμορφος και στολισμένος», όπως ανέφερε στον Τύπο ο πατέρας του, το ξημέρωμα της 7ης Μαΐου 1948.

Το τελευταίο βράδυ, γνωρίζοντας πως η ζωή του θα τερματιστεί στα εικοσιτέσσερά του χρόνια, θα γράψει το τελευταίο γράμμα στους γονείς του, και το τελευταίο του ποίημα, το «Τελευταίο Τραγούδι». Αυτό το ποίημα πήρε το πρώτο βραβείο στο 2ο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας και Φοιτητών, που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1951 στο Βερολίνο, με κριτές τους Πάμπλο Νερούντα, Ναζίμ Χικμέτ και Πωλ Ελυάρ.

Το ποίημα απήγγειλε ο 14χρονος Κωνσταντίνος Κοντοθάνος, γιος του γραμματέα του παραρτήματος Κοντοθάνου Αγγελου και εγγονός του ΕΠΟΝίτη και μετέπειτα διμοιρίτη του αείμνηστου καπετάν Πέρδικα, Κωνσταντίνου Φράγκου.

“Το Τελευταίο τραγούδι”

Πρωί! Το πρώτο μήνυμα: τ’ορνίθι, νάτο! λάλησε.
Κι απ’ τις καρδιές ροδίνισε το φως. Η νύχτα πάει.
Σαν πέπλο αχνό το σύννεφο στους ουρανούς εκύλησε
μαύρο  και πίσω ολόχαρη η  αυγούλα  ροδοσκάει..

Του ήλιου το φως δε φαίνεται ακόμα στον ορίζοντα.
Μα θα φανεί. Αδέρφια μου, το ρόδισμα θα δούμε
μόνο της αυγής, που ξέφυγε από τα νέφη τα μουντά.
Μονάχα αυγή. Του ήλιου το φως εμείς δε θα χαρούμε.

Άκου… μακρυά αντιλάλησε το πρωϊνό εγερτήριο,
σα  σάλπισμα που απ’ την καρδιά της γης μας λες χουμάει,
και σε καλεί στο πάλαιμα σε μέγα θυσιαστήριο.
Και να η ζωή, και μέσα σου κόσμους τρανούς ξυπνάει.

Ξυπνάει ο νους, ξυπνάει η καρδιά κι όλα μαζί μου ξύπνησαν,
κι αλαφρωμένα κι άγρια μεσ’ στη φωτιά χυθήκαν,
και της ζωής το νόημα με μιας εκεί κοινώνησαν.

Τ’ ώριο κρασί, το αψύ κρασί, στερνή βολά γευτήκαν,
σαν άτια που τους χείμαρρους του αίματος μυρίσανε
κι άγρια και πολεμόχαρα ορθοπηδούν στη βια των.

Έτσι οι καρδιές φτερώθηκαν και κατά μπρος χυμήσανε
μ’ άγρια κραυγή, τραχιά κραυγή ενάντια των θανάτων.
Άγρια κραυγή σα βόγγημα του σίφουνα η κραυγή μας
έσυρε τη μακρόσυρτη φωτιά της και στη γη μας.

Αδέρφια μπρος να σύρουμε τρανό χορό πασίχαρο,
που πρώτες-πρώτες χόρεψαν οι κόρες του Ζαλόγγου,
κι αν πέρασε τόσος καιρός, ν’ ακούω το βήμα τους θαρρώ
στ’αγέρα τα στενάγματα, στο βόγγημα του λόγγου

Διάπλατα νιότη, τίναξε φτερά και σήκωσέ μας,
τέτοιοι ουρανοί, βαθιοί ουρανοί, δεν είδαμε ποτέ μας.
Ω! τώρα πια δεν είμαστε οι ανήμποροι κι αδύναμοι
κι ούτε ένα σφίξιμο κανείς δε νοιώθει στην καρδιά του.

Γυρτός κανείς, δειλός κανείς, μονάχα ψηλομέτωποι,
Αγέρωχοι ανοίγουμε τα κάστρα του θανάτου.
Κι έτσι σεμνοί κι αγέρωχοι με μια καρδιά και δύναμη
τα κάστρα του γκρεμίσαμε και σαν αητοί περνάμε.

Κι αφού στη φλόγα λυώσαμε κι όλοι μας σβύσαν οι καϋμοί,
να, με τον ίδιο θάνατο, το θάνατο πατάμε.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: