ROMA – Ο σιωπηλός σπαραγμός ενός προσωπικού δράματος στον καμβά της τραγωδίας ενός λαού
Είναι δηλαδή μια ταινία που προβληματίζει, κι αυτό είναι το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της, πέρα από τις αισθητικές αρετές και παρά την υπομονή που απαιτεί κατά διαστήματα από το θεατή.
Λίγες ώρες μένουν μέχρι την απονομή των φετινών βραβείων Όσκαρ και μετά την “εγχώριου ενδιαφέροντος” υποψηφιότητα της “Ευνοούμενης” σε 10 κατηγορίες, πάμε να δούμε και το απόλυτο φαβορί του Αλφόνσο Κουαρόν, που, αν πάρει το αγαλματίδιο καλύτερης ταινίας θα σπάσει ταυτόχρονα δύο ρεκόρ, όντως η πρώτη ξενόγλωσση ταινία που παίρνει το βραβείο, καθώς και η πρώτη που παρήχθη και προβλήθηκε κυρίως μέσω διαδικτυακής συνδρομητικής πλατφόρμας, του γνωστού σε όλους Netflix. Εδώ δε θα μιλήσουμε για τον αν έρχεται ή όχι ο θάνατος της μεγάλης οθόνης, απλά να πω ότι δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ πόσα πολλά έχανα από την αισθητική εμπειρία, βλέποντας την ταινία στις ασφυκτικές διαστάσεις μιας μικρής οθόνης.
Το “Roma” έχει παρομοιαστεί με έκθεση ή σεμινάριο φωτογραφίας και, τουλάχιστον στα αδαή μου μάτια, η σύγκριση είναι καθ’ όλα δίκαιη. Προσωπικά με ξένισε η επιλογή μια ταινία που διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’70 να γυρίζεται ασπρόμαυρη μεν, αλλά σε άψογη ψηφιακή ανάλυση, με έπεισε όμως η εξήγηση πως πρόκειται για τις παιδικές αναμνήσεις ενός ενήλικα – του σκηνοθέτη εν προκειμένω – στο παρόν κι όχι για την αφήγηση του παρελθόντος μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Πράγματι, ο Κουαρόν καταθέται εδώ την οικογενειακή του ιστορία, όχι όμως άμεσα, αλλά μέσα από την παρουσίαση ενός χρόνου από τη ζωή της ιθαγενούς οικιακής βοηθού – νταντά του, Λίμπο Ροντρίγκες. Ο ίδιος εξηγεί την επιλογή του με αυτά τα λόγια: “ήταν μάλλον η δική μου ενοχή για την κοινωνική δυναμική, την ταξική δυναμική, τη φυλετική δυναμική. Ήμουν ένα παιδί λευκή μεσοαστικής οικογένειας στο Μεξικό ζώντας σε αυτή του φούσκα. Δεν είχα συναίσθηση. Είχα αυτό που σου λένε οι γονείς σου – ότι πρέπει να είσαι ευγενικός σε ανθρώπους που είναι λιγότερο προνομιούχοι από σένα κι όλ’ αυτά – αλλά είσαι στο παιδικό σου σύμπαν”. Αυτή τη συγκαταβατική συμπεριφορά θα τη δούμε πολλές φορές στην ταινία, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αγάπη της Λίμπο (Κλέο στην ταινία) προς τις γυναίκες και τα παιδιά του σπιτιού είναι γνήσια και αμοιβαία, η σχέση όμως δεν μπορεί ποτέ να χαρακτηριστεί ισότιμη ή ελεύθερη. Οι δυο βασικοί γυναικείοι χαρακτήρες, η Κλέο και η εργοδότριά της βιώνουν παράλληλα την εγκατάλειψη, η μία από τον εραστή που την αφήνει έγκυο και η άλλη από τον άπιστο σύζυγο, οι επιλογές όμως που έχουν να για να επουλώσουν τα τραύματά τους είναι διαφορετικές.
Η ταινία γενικά είναι αργή, στην αρχή μάλιστα απελπιστικά ίσως, με κάποια σπαρακτικά ξεσπάσματα κι ένα φινάλε που υπενθυμίζει πως η ζωή συνεχίζεται ακόμα και ερήμην μας. Το ταραγμένο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό στο Μεξικό (την εποχή του λεγόμενου βρώμικου πολέμου) είναι άλλοτε διακριτικά κι άλλο δυναμικά παρόν, με αποκορύφωμα την απεικόνιση της σφαγής των φοιτητών την ημέρα της καθολικής γιορτής του Corpus Christi στις 10 Ιούνη 1971, η οποία θα έχει απροσδόκητες συνέπειες στην παντελώς απολίτική πρωταγωνίστρια.
Η πρωταγωνίστρια αποτελεί εξάλλου και την πραγματική αποκάλυψη της ταινίας, καθώς η νεαρή χωριατοπούλα Yalitza Aparicio, χωρίς καμία επαφή με την υποκριτική ως τώρα, εντοπίστηκε προσωπικά από το σκηνοθέτη και ουσιαστικά υποδύεται τον εαυτό της, πράγμα δυσκολότερο απ’ όσο ακούγεται. Είναι εκπληκτικός ο μαγνητισμός που εκπέμπει στις σιωπηρές ή ολιγόλογες σκηνές της, ή εναλλαγή των συναισθημάτων που αποτυπώνεται στα μάτια της, από την ευθυμία μέχρι την απογοήτευση, κι από το πένθος ως την ενοχή που την οδηγεί σε απονενοημένη αυτοθυσία.
Εκείνο που της λείπει είναι οργή, οργή απέναντι στο φίλο της, στην κυβέρνηση που αρπάζει τη γη από τη μάνα της, οργή – παροδική έστω -για τ’αφεντικά της που τη συμπονούν, αλλά θεωρούν και αυτονόητο πως θα καθορίζουν τη ζωή της και τον ελεύθερο χρόνο της. Αυτό δε σημαίνει πως νιώθω να ηρωοποιείται η στωικότητα και η μοιρολατρεία της ηρωίδας, αλλά να παρουσιάζεται ως ένα αντικειμενικό γεγονός ανοιχτό σε ερμηνείες. Είναι δηλαδή μια ταινία που προβληματίζει, κι αυτό είναι το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της, πέρα από τις αισθητικές αρετές της και παρά την υπομονή που απαιτεί κατά -ενίοτε μεγάλα – διαστήματα από το θεατή.
Για να επανέλθω στο ερώτημα που είχα θέσει και για την “Ευνοούμενη”: Είναι το “Roma” μια μεγάλη ταινία; Όχι, αλλά είναι μια ταινία ανθρώπινη. Και σε εποχές που ο κυνισμός κατά πάντων και οι ατομιστές “αντιήρωες”, από τρόπος αμφισβήτησης στερεοτύπων της βιομηχανίας του θεάματος έχουν γίνει μανιέρα, αυτό δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο.