Εξαρτώμενοι από τον καπιταλισμό
Το παράδοξο δεν είναι που ο καπιταλιστής διακηρύττει ότι δεν υπάρχει εκμετάλλευση, είναι επίσης που το πιστεύει και ο εργαζόμενος. Κι επειδή συμβαίνει αυτό, όταν οι εργαζόμενοι διεκδικούν και αγωνίζονται, οι αγώνες στην πλειοψηφία τους δεν γίνονται ενάντια στην εκμετάλλευση, αλλά κυρίως περιορίζονται εναντίον χαμηλών μισθών ή συνθηκών εργασίας.
Στη δεκαετία της κρίσης, στον καπιταλιστικό κόσμο οι κυβερνήσεις όλων των χωρών του, στη χώρα μας ευρωπαϊκοί μηχανισμοί και ΔΝΤ, έχουν επιβάλει μέτρα λιτότητας και εξαθλίωσης των εργαζομένων, σε μια προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας, τα οποία πυροδοτούν κοινωνικές εκρήξεις, μικρής όμως διάρκειας και περιορισμένης εμβέλειας, μέχρι τώρα. Κινητοποιήσεις που φιλοδοξούν να αναβαθμιστούν σε κινήματα, από τους αγανακτισμένους πριν μερικά χρόνια μέχρι τα κίτρινα γιλέκα τελευταία, μοιάζουν εφήμερες και χωρίς προοπτική.
Και ο προβληματισμός για τις δυνατότητες του καπιταλισμού, τη δυναμική του κι ευελιξία του γίνεται βασανιστικός. Τι είναι αυτό που στηρίζει τον καπιταλισμό, πώς αναπαράγεται σαν σύστημα αξιών και μοιάζει, παρά τα προβλήματά του, σχεδόν άτρωτος στον πυρήνα του;
Στον πυρήνα του καπιταλισμού βρίσκεται η αποξένωση των εργαζομένων από το προϊόν της εργασίας τους και από τα μέσα παραγωγής, οι κάτοχοι των οποίων οργανώνουν και την οικονομία. Για να επιβιώσουν λοιπόν οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν μια συναλλαγή, να πουλήσουν την ικανότητά τους να δουλέψουν στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, που κίνητρο και στόχο τους έχουν το κέρδος. Αποτέλεσμα αυτής της αγοραπωλησίας είναι το δικαίωμα του καπιταλιστή στην εκμετάλλευση των εργαζομένων, για να παράγουν περισσότερο από ό,τι κοστίζουν για να χρησιμοποιούνται. Ο εργαζόμενος παράγει, το απέδειξε ο Μαρξ, πρόσθετη αξία, περισσότερο κεφάλαιο για τον καπιταλιστή. Το κεφάλαιο είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Παρ’ όλα αυτά η εκμετάλλευση των εργαζομένων δεν είναι προφανής. Δεν φαίνεται ότι ο εργαζόμενος πωλεί την ικανότητά του να εργάζεται και ότι ο καπιταλιστής προχωρά στη συνέχεια να σφετεριστεί όλα τα οφέλη της εργασίας του. Αντίθετα, αυτό που η πλειοψηφία πιστεύουμε είναι πως ο εργαζόμενος πωλεί ένα ορισμένο ποσό του χρόνου εργασίας στον καπιταλιστή και ότι παίρνει το αντίστοιχο σε χρήμα. Έτσι, σχηματίζεται η ιδέα πως ο εργαζόμενος παίρνει αυτό που του αξίζει. Κι αν το εισόδημά του είναι χαμηλό, αυτό δεν σημαίνει παρά ότι δεν έχει τίποτα πολύτιμο να πουλήσει, τίποτα που να ωφελεί αρκετά την κοινωνία και, σίγουρα, ελάχιστα σε σύγκριση με τον καπιταλιστή. Επομένως θα πρέπει να είναι και ικανοποιημένος που παίρνει κάτι για να επιβιώνει. Εν ολίγοις, από την πλευρά του καπιταλιστή δεν υπάρχει εκμετάλλευση.
Αυτή η εξαφάνιση από το προσκήνιο κάθε έννοιας εκμετάλλευσης βρίσκεται στην πραγματικότητα κάτω από όλες τις έννοιες του δικαίου και των δικαιωμάτων στις οποίες πιστεύει ο εργαζόμενος στον καπιταλισμό. Γιατί το παράδοξο δεν είναι που ο καπιταλιστής διακηρύττει ότι δεν υπάρχει εκμετάλλευση, είναι επίσης που το πιστεύει και ο εργαζόμενος. Κι επειδή συμβαίνει αυτό, όταν οι εργαζόμενοι διεκδικούν και αγωνίζονται, οι αγώνες στην πλειοψηφία τους δεν γίνονται ενάντια στην εκμετάλλευση, αλλά κυρίως περιορίζονται εναντίον χαμηλών μισθών ή συνθηκών εργασίας. Οι εργαζόμενοι δεν βλέπουν τον εαυτό τους σε αντίθεση με το σύστημα, αλλά μάλλον σε μερικά από τα άδικα αποτελέσματά του που μπορεί να διορθωθούν, ενώ ενστερνίζονται το καπιταλιστικό όραμα της απεριόριστης ευημερίας και της ελπίδας για ανοδική οικονομική κινητικότητα σαν αποτέλεσμα της σκληρής εργασίας.
Κάτω απ’ αυτούς τους όρους λοιπόν, το κεφάλαιο δεν εμφανίζεται ως αποτέλεσμα εκμετάλλευσης και δεν αναγνωρίζεται ως το προϊόν των εργαζομένων. Με άμεση συνέπεια, να θεωρείται πως όλος ο πλούτος στο καπιταλιστικό σύστημα και ό,τι αυξάνει την παραγωγικότητα έχουν την πηγή τους στο κεφάλαιο και οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίζουν τις απαιτήσεις αυτού του τρόπου παραγωγής σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους.
Από την άλλη, επειδή οι εργαζόμενοι ως άτομα έχουν την εντύπωση πως εξαρτώνται πραγματικά από το κεφάλαιο για να καλύψουν τις ανάγκες τους, πιστεύουν πως χρειάζονται τον καπιταλιστή, που είναι ο μεσολαβητής ανάμεσα σ’ αυτούς και στην εκπλήρωση των αναγκών τους. Κι έτσι αποβαίνει για τους εργαζομένους πραγματική τραγωδία όχι η πώληση κι εκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης, αλλά η αδυναμία να την πουλήσουν. Καταλήγουν λοιπόν να ενδιαφέρονται για την ευημερία των καπιταλιστών, να θεωρούν συμφέρον τους να διευρύνουν τη ζήτηση, εκ μέρους των καπιταλιστών, για την εργατική τους δύναμη, να ελπίζουν στην επίτευξη οικονομικής επιτυχίας μέσα στο… γενναιόδωρο καπιταλιστικό σύστημα.
Επειδή όμως ο καπιταλισμός δεν είναι ένα σύστημα χωρίς αντιφάσεις, αλλά αντιμετωπίζει κρίσεις εγγενείς στη φύση του, οι καπιταλιστικές κρίσεις αποκαλύπτουν την πραγματική του φύση. Αυτή είναι μια περίοδος κατά την οποία οι εργαζόμενοι μπορεί να κινητοποιηθούν και να το αμφισβητήσουν. Ωστόσο, όσο οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να σκέφτονται ότι το κεφάλαιο είναι απαραίτητο, εφόσον το βλέπουν ως πηγή θέσεων εργασίας, ως πηγή πλούτου και κάθε εξέλιξης, τότε οι λύσεις που αναζητούν δεν θα είναι αυτές που αμφισβητούν τη λογική του. Γι’ αυτό και η ψευδαίσθηση για έλεγχο του αστικού κράτους, χωρίς αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων, καταλήγει να διευκολύνει τις συνθήκες για την εκτεταμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου εις βάρος των εργαζομένων. Αυτή είναι η λυπηρή ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας, στα καθ’ ημάς του ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης και του ΣΥΡΙΖΑ της οικονομικής κρίσης, η οποία τελειώνει ενισχύοντας την κυριαρχία του κεφαλαίου.
Κάπου εδώ βρίσκεται και η απάντηση για την αποδοχή του καπιταλισμού. Το κεφάλαιο τείνει να παράγει την εργατική τάξη που χρειάζεται. Παράγει εργαζόμενους που το θεωρούν αναγκαίο. Δεδομένης μάλιστα της κρυφής φύσης της εκμετάλλευσης και της μυστηριοποίησης του κεφαλαίου, -τεχνολογία, επιστήμη, μηχανήματα εμφανίζονται όλα ως κεφάλαια- έχουμε προφανώς ήδη μια ισχυρή βάση για την συνέχιση του καπιταλισμού ως ακατάλυτου συστήματος.
Επιπλέον, το κεφάλαιο με την ευελιξία του βρίσκει πολλούς τρόπους για να διαιρέσει και να αποδυναμώσει τους εργαζόμενους, όπως ρατσισμό ή εθνικές και έμφυλες διαφορές, και να κατευθύνει τους αγώνες τους μακριά από τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Εξάλλου, μπορεί να εφευρίσκει και νέους τρόπους αν αναγκαστεί να υποχωρήσει στους παλιούς δοκιμασμένους. Δεν μπορεί όμως να συνεχίζει να υπάρχει με μια εργατική τάξη που καταλαβαίνει ότι το κεφάλαιο είναι αποτέλεσμα εκμετάλλευσης και είναι επίσης διατεθειμένη να αγωνιστεί για να τερματίσει την εκμετάλλευση αυτή.
Μόνο που μια τέτοια εργατική τάξη δεν πέφτει από τον ουρανό. Γιατί οι εργαζόμενοι δεν είναι απλώς προϊόντα του κεφαλαίου, αλλά διαμορφώνονται μέσα από όλες τις σχέσεις στις οποίες υπάρχουν. Διαπλάθονται λοιπόν κι αυτοί μέσα από όλους τους αγώνες τους, παρόλο που αυτοί οι αγώνες μπορούν να πραγματοποιηθούν εντός των ορίων των καπιταλιστικών σχέσεων. Αναπτύσσουν νέες ικανότητες, νέες αντιλήψεις για τη σημασία της συλλογικής πάλης, γίνονται ανοιχτοί στην κατανόηση της φύσης του κεφαλαίου. Δεδομένου όμως ότι η εκμετάλλευση εμφανίζεται απλώς ως αδικία και ότι η ουσιώδης φύσις του καπιταλισμού είναι συγκεχυμένη, οι αγώνες αυτοί οδηγούν μόνο στο αίτημα για εφαρμογή δικαιοσύνης οριοθετημένης από τις καπιταλιστικές σχέσεις. Γι’ αυτό και όλες αυτές οι ενέργειες και οι αγώνες από μόνοι τους δεν μπορούν να υπερβούν τον καπιταλισμό.
Στο αίτημα λοιπόν για κατανόηση από τους εργαζόμενους της φύσης του κεφαλαίου με τις ρίζες του στην εκμετάλλευσή τους, υπάρχει άλλη απάντηση από ένα πρωτοποριακό κόμμα της εργατικής τάξης που οργανώνει και καθοδηγεί; Αν δεν πιστεύουν οι εργαζόμενοι στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου, αν δεν αισθάνονται πως υπάρχει μια εναλλακτική λύση για την οποία αξίζει να αγωνιστεί κανείς, πώς θα παλέψουν;
Κι είναι το ΚΚΕ που, επιμένοντας στην περιγραφή της σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης ακόμα και με την ανάλυση των ανεπαρκειών και των αποτυχιών στις προσπάθειες του 20ού αιώνα, δείχνει το δρόμο στον οποίο οι εργαζόμενοι μπορούν να πορευτούν για να αγωνιστούν ενάντια στον καπιταλισμό.