Η καθαρή Δευτέρα των φτωχών
Εμείς από μικρά παραφυλάγαμε μισοκοιμισμένα να ακούσουμε τα πρώτα τραγούδια που φανερώνανε τον ερχομό των χαρούμενων εισβολέων της Σαλονίκης. Τρέχαμε στη δημοσιά και τους ακολουθούσαμε μαγεμένοι.
Ηταν ακόμα το Πανόραμα χωριό και προορισμός σπουδαίος την καθαρή Δευτέρα για τη φτωχολογιά. Ανέβαιναν με τα πόδια απο το χάραμα φορτωμένοι με κουρελούδες, μπάλες, σχοινιά να στήσουν κούνιες αυτοσχέδιες στα Πλατανάκια λίγο έξω απο το χωριό. Εμείς από μικρά παραφυλάγαμε μισοκοιμισμένα να ακούσουμε τα πρώτα τραγούδια που φανερώνανε τον ερχομό των χαρούμενων εισβολέων της Σαλονίκης. Τρέχαμε στη δημοσιά και τους ακολουθούσαμε μαγεμένοι. Στα Πλατανάκια γύρω απ’ το ρέμα στρώνανε τις κουρελούδες κι αργότερα το φτωχικό τους γεύμα που εμάς τότε μας φαινότανε αλοιώτικο. Γίνονταν όλοι μια παρέα και χόρευαν και τραγουδούσαν με φυσαρμόνικες και κιθάρες.
“Σαμιώτισα, Σαμιώτισα” και “Ενα νερό κυρά Βαγγελιώ” και “Φουστανάκι με καρώ κι από μέσα το φουρό”. Έβγαινε αργότερα και κάνα φορητό πικ-απ να φανεί το φουρό στις φούρλες που έφερναν οι όμορφες κάτω απ΄τους ήχους του ροκ εν ρολ. Και βράχνιαζε κι η δική μας φωνή να μαθαίνουμε τα καινούρια τραγούδια -λίγο μεγαλύτεροι πιά. “Πέντε-πέντε δέκα” και “Στρώσε το στρώμα σου για δυό”. Ρωτούσα τη μάνα μου ποιός ειναι αυτός με τη “γελαστή φωνή”. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης πουλάκι μου, μου απαντούσε γεμάτη καμάρι σα να ήταν συγγενής της.
Το βράδυ στην πλατεία κάνανε ουρές να φύγουν με το ΚΤΕΛ. Κανείς δεν είχε το κουράγιο να κατεβεί τον κατήφορο για την πόλη με τα πόδια. Καμιά φορά μες στη νύχτα μας ξυπνούσε κάποια καλλίφωνη παρέα καθυστερημένων εκδρομέων. “Λόντρα Παρίσι Νιού Γιόρκ Βουδαπέστη Βιέννηηηη…” και “Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάννα”.
Καλά κούλουμα