Το διήγημα της Πέμπτης: «Η πορεία» της Νίκης Μαραγκού
Από ψηλά φαίνονταν τα δύο χωριά, το ελληνικό και το τουρκικό. Το ελληνικό ήταν πιο πλούσιο, είχε χρώματα, κεραμίδια, βαμμένους τοίχους, τσιμέντο, ενώ το τουρκικό ήταν μια συνέχεια χώματος, σπίτια από πλιθάρι, σαν τα αραβικά χωριά στην έρημο, (…) στο βάθος ο Πενταδάκτυλος.
Η ελληνοκύπρια συγγραφέας και ζωγράφος Νίκη Μαραγκού γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1948 κι έφυγε πρόωρα από τη ζωή, σε αυτοκινητικό δυστύχημα στην Αίγυπτο, τον Φλεβάρη του 2013.
Σπούδασε κoιvωvιoλoγία στο Βερoλίνo. Εργάστηκε στο Κρατικό Θέατρο της Κύπρoυ. Από το 1980-2007 διηύθυνε το βιβλιοπωλείο και εκδοτικό οίκο «Κοχλίας» στη Λευκωσία. Έχει εκδώσει βιβλία ποίησης και πεζογραφίας και βιβλία για παιδιά κι έχει βραβευτεί για το έργο της. Υπήρξε μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Συγγραφέων και της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Έχει κάνει 7 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής. Έχει λάβει μέρος με έργα της στις Μπιεvάλλε Χαρακτικής Λoυμπλιάvας τo 1993 και Καΐρoυ τo 1996.
Η παρακάτω αυτοβιογραφική αναφορά ανέβηκε στην ιστοσελίδα της έναν χρόνο πριν χάσει τη ζωή της σε τροχαίο δυστύχημα στην Αίγυπτο:
«Γεννήθηκα το 1948 στη Λεμεσό. Ο πατέρας μου ήταν από την Αμμόχωστο και η μάνα μου από την Κοζάνη. Αυτό με βοήθησε να διατηρήσω μια πλατειά εικόνα του ελληνικού ορίζοντα μεγαλώνοντας στο ανατολικότερο του σημείο.
Αισθάνομαι ότι υπήρξαμε μια τυχερή γενιά που βίωσε ακραίες καταστάσεις. Από τη γιαγιά μου στον αργαλειό, τους γύφτους με αρκούδες να χορεύουν στους σημερινούς υπολογιστές.
Σπούδασα στο Βερολίνο και χρειάστηκα τα αποχαυνωτικά μεσημέρια της Λευκωσίας για να ξαναθυμηθώ ποια είμαι.
Έκανα διάφορες δουλειές, δίδαξα κεραμεική σε τυφλούς, εργάστηκα δέκα χρόνια στο θέατρο, έκανα 6 εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής.
Το κεντρικό όμως σημείο στη ζωή μου υπήρξε πάντα η σχέση μου με τη γλώσσα, την αρχαία, τη βυζαντινή, τη νέα. Γι αυτό άνοιξα βιβλιοπωλείο στη Λευκωσία από το 1980 για να έχω όλα τα βιβλία που θέλω, γι αυτό ξαναπήγα πίσω στο πανεπιστήμιο ψάχνοντας για λέξεις για τα νέα παιγνίδια μου».
Το διήγημα «Η πορεία» αναφέρεται στην Πορεία των Γυναικών στα κατεχόμενα που οργανώθηκε τον Μάρτη του 1989, και περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Νίκης Μαραγκού, «Μια στρώση άμμου. Διηγήματα», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1990.
Η πορεία
της Νίκης Μαραγκού-Κοίταξε, είπα στην κοπέλα που καθόταν πίσω μου, είμαστε τόσοι άνθρωποι εδώ μέσα και η θερμοκρασία ανεβαίνει. Το βρίσκεις σωστό να καπνίζεις;
Ανασήκωσε τους ώμους και συνέχισε και η Κατερίνα με κοίταξε με βλέμμα που έλεγε «βάλθηκες τώρα να επιβάλεις τάξη», έξω από το παράθυρο ένας παγωτατζής διαφήμιζε τα παγωτά του.
– Κοντεύει μεσημέρι, είπε μια κοπέλα, κι ακόμα να ξεκινήσουμε, δε θα προλάβουμε να κάνουμε την πορεία.
Τελικά τα λεωφορεία κινήθηκαν, αργά στην αρχή, καθώς περνούσαν από περιοχές κατοικημένες, ο κόσμος στα μπαλκόνια, γυναίκες να φέρνουν μπουκάλες με νερό, άλλες να στέκονται ακίνητες με μάτια βουρκωμένα πλάι στο σύζυγο ή τον πατέρα τους, να σκέφτονται ίσως την άλλη φορά να ’ρθουν κι αυτές, όμως μόνο όταν η πομπή έφτασε στο μεγάλο δρόμο και τα λεωφορεία ανέπτυξαν ταχύτητα πήγε η καρδιά μου στη θέση της, τώρα προχωρούμε, φεύγαν τα χωράφια δεξιά κι αριστερά ένα βαθύ πράσινο, «θα φύγεις κι όταν ξαναγυρίσεις θα ’ναι καλοκαίρι, η άνοιξη δεν κρατά», ξανασταμάτησαν, βγήκαμε από τα λεωφορεία, εκεί που ο λόφος κόπηκε για χαραχτεί ο δρόμος η Κατερίνα είδε όστρακα.
– Έλα να δεις, μου φώναξε.
Ήταν μια σειρά από απολιθώματα, το ένα δίπλα στο άλλο, που σχημάτιζαν μια οριζόντια γραμμή στην τομή του χώματος, και μ’ ένα κλαδάκι άρχισε να σκαλίζει το χώμα γύρω και να τα βγάζει ένα ένα.
– Απολιθώματα; ρώτησε μια κοπέλα από την Ελλάδα που ήταν μαζί στο λεωφορείο. Πού βρέθηκαν εδώ;
– Η περιοχή ήταν θάλασσα.
– Ήταν ηφαιστιογενής, είπε μια άλλη.
– Πριν χιλιάδες χρόνια, συμπλήρωσε μια τρίτη.
Η σειρά των λεωφορείων είχε αρχίσει αργά να κινείται και μαζευτήκαμε στο λεωφορείο. Φάνηκαν από μακριά οι γυμνοί λόφοι και τα ασπροχώματα της Λάρνακας.
– Δε σας τα ’λεγα εγώ, στην Αμμόχωστο πάμε, είπε μια Βαρωσιώτισσα και τα μάτια της έλαμψαν, όμως το λεωφορείο έστριψε στα Λύμπια, πριν προλάβω να σκεφτώ τίποτα σταμάτησε και βρεθήκαμε να τρέχουμε προς το ύψωμα του Τιμίου Σταυρού, προπύργιο των Τούρκων, με τη μικρή άσπρη εκκλησία να δεσπόζει στην κορυφή. Πάνω στο καμπαναριό η ημισέλινος και οι στρατιώτες γύρω να μας κοιτάνε απορημένοι. Ανεβήκαμε τρέχοντας το βουνό, αφήνοντας πίσω το φυλάκιο των Ηνωμένων Εθνών. Μια ομάδα από στρατιώτες είχε αποκλείσει το εκκλησάκι. Το βουνό ήταν απόκρημνο, κοίταζα να βρω ένα δέντρο, μια πέτρα να στηριχτώ, σαν θα μας έσπρωχναν ή αν γινόταν κανένας πανικός. Οι στρατιώτες ήταν νεαρά παιδιά, ψηλοί, γεροδεμένοι, άξεστοι όμως και άσκημοι, με χοντρούς αυχένες, θα ένιωθαν σίγουρα αμήχανα και θα φοβόντουσαν μην κάνουν κανένα λάθος και βρουν τον μπελά τους. Ένας απ’ αυτούς είχε μικρά μάτια, πολύ κοντά το ένα στ’ άλλο, και μακριά μύτη, σαν σκίτσο του Κόντογλου, λες να ’ναι Αϊβαλιώτης; Ήταν όμως αλλιώς από τους Τούρκους που ήξερα, τη Χαβά που με μεγάλωσε και μ’ έπαιρνε στον τουρκομαχαλά της Λεμεσού, προπαντός στα σουνέτια, που προσπαθούσα πάντα από το παράθυρο να δω το δωμάτιο με το κρεβάτι που ξάπλωνε το παιδί κάτωχρο, στο κρεβάτι με τα γρόσια, κι έξω στην αυλή τσέστοι με αμύγδαλα ζαχαρωμένα, κουδαμέ. Μια μέρα με πήρε στο κάστρο. Είχε ένα φίλο αστυνομικό, μας έδειξε τις φυλακές και το μουσείο κι ένα στρογγυλό μοντέλο με πέτρες, έτσι ζούσαν οι άνθρωποι τον παλιό καιρό, μας είπε, στη Χάβα έκανε τόση εντύπωση η πληροφορία αυτή, που έκανε μετάνοιες ως το πάτωμα, «Αλλάχ, δοξάζω σε», επαναλάμβανε, «που ήταν να πεθάνω τζιαί να μεν τα δω». Αλλιώς ήταν όμως τα παιδιά αυτά, ή ίσως ο φόβος με έκανε να τους βλέπω έτσι, η θέση στην οποία βρισκόμουν, εκεί στην άκρη του γκρεμού.
Από ψηλά φαίνονταν τα δύο χωριά, το ελληνικό και το τουρκικό. Το ελληνικό ήταν πιο πλούσιο, είχε χρώματα, κεραμίδια, βαμμένους τοίχους, τσιμέντο, ενώ το τουρκικό ήταν μια συνέχεια χώματος, σπίτια από πλιθάρι, σαν τα αραβικά χωριά στην έρημο, ελάχιστα δέντρα, ο μιναρές στη μέση, το σχολείο, γύρω τα χωράφια, ορθογώνια σ’ όλες τις αποχρώσεις του καφέ και του πράσινου, στο βάθος ο Πενταδάκτυλος. Ομάδες ανθρώπων φαίνονταν να έρχονται από το τουρκικό χωριό, με πολύχρωμα ρούχα, σημαίες κι ένα πανό που δεν μπορούσα να διακρίνω τι έγραφε. Μια ομάδα στρατιωτών ερχόταν τροχάδην και μια συστάδα από αστυνομικούς στα μπλε. Όλα αυτά φαίνονταν από ψηλά σαν κινήσεις σκακιού, σαν παιχνίδια που παίζαμε παιδιά, σκάλες και φιδάκια, μονόπολη, κλέφτες και αστυνόμους, τότε που δοκιμάζαμε την ένταση της φωνής μας, τα όρια της δύναμής μας, το μέγεθος του φόβου μας. Γιατί αυτόν τον αισθανόμουν πια ξεκάθαρα, σαν μια παράλυση στα άκρα, ένα κράτημα της αναπνοής, καθώς πλήθυναν τα σπρωξίματα και οι βρισιές από τους Τούρκους του χωριού που μαζεύτηκαν πίσω από τους στρατιώτες.
– Μην τους κοιτάτε ούτε να ακούτε τι λεν, γιατί θα φοβηθείτε, είπε μια γυναίκα δίπλα μου κι ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη. Ήταν η θεία Αθανασία που την ήξερα στην κλινική εγχειρισμένη.
– Θεία, πού βρέθηκες εδώ, της είπα, πώς ανέβηκες;
– Ανέβηκα σιγά σιγά, μου είπε, σας έφερα νερό, αν θέλετε.
Φορούσε ένα μπουκέτο βιολέτες μαραμένες που τις πήρε από το πέτο της και τις καρφίτσωσε πάνω στην μπλούζα της Κατερίνας. Κοίταξα με κάποια ανησυχία την καρφίτσα.
– Είναι από την εκκλησία, είπε η θεία, πήγα πρωί, είναι σήμερα Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Ούτε που το θυμήθηκα.
«Θαλάσσης το ερυθραίον πέλαγος», σαν θάλασσα ήταν τα σπαρτά, φύσαγε ένας απαλός απογευματινός αέρας, τέτοια ωραία άνοιξη έχει να μας κάνει από το 1974, η Κατερίνα βρέφος, την έπαιρνα κάθε απόγευμα βόλτα μέχρι την Αγία Τριάδα, ο δρόμος θα είναι το ίδιο ωραίος, σκέφτηκα, και θα φαίνεται η θάλασσα της Γιαλούσας, ευτυχώς που η φύση δε συμμετέχει σ’ όλα αυτά, στην πεδιάδα κάτω πλήθαιναν τα χρώματα, το ελληνικό χωριό, τα Λύμπια, είχε γεμίσει με αυτοκίνητα, κόσμο, δημοσιογράφους, συγγενείς που περίμεναν, περίεργους, ενώ στο λόφο χειροτέρευαν τα πράγματα, έγιναν συλλήψεις, οι Τούρκοι είχαν αγριέψει, έσπρωχναν. Αναγκαστήκαμε να μετακινηθούμε και προχωρούσαμε προσεχτικά, γιατί γλιστρούσαμε πάνω στις πατημένες μαργαρίτες.
Μόνο οι βιολέτες αν μας σώσουν, σκέφτηκα προσπαθώντας να δω από πού να κατεβούμε, μια και δεν ξεχώριζα πού στέκονταν οι δικοί μας και πού οι Τούρκοι.
Κατρακυλώντας το βουνό απέφυγα το δρόμο κι έτσι βρεθήκαμε ασφαλισμένες στα Λύμπια. Το σπίτι ήταν σαν βάλσαμο. Ξάπλωσα στον καναπέ προσπαθώντας να βάλω τάξη στις συγχυσμένες εικόνες που περνούσαν από το κεφάλι μου. Η πεδιάδα, η Αθανασία, το πρόσωπο του στρατιώτη, μια Τουρκάλα με κίτρινη φούστα λουλουδωτή που φώναζε, ένας γέρος με μαγκούρα, μια γυναίκα που μάζευε χόρτα κατεβαίνοντας, οι πατημένες μαργαρίτες.
– Μαμά, φώναξε η Κατερίνα από το μπάνιο, όπου έπλενε τα απολιθώματά της, η Μεσαορία μπορεί να ξαναγίνει θάλασσα;
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.