Τρώει την πέτρα σαν ψωμί, ο Καίσαρας Βαλιέχο- Μεταξύ ποίησης και εξέγερσης
Πρωτοπόρος αισθητικά και πολιτικά, ο Σέζαρ Βαγέχο σημάδεψε την ποίηση της Λατινικής Αμερικής με την ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας και τις ξεχωριστές του συμβολικές αναζητήσεις.
Οι περισσότεροι μπορεί κάποια στιγμή να έχετε ακούσει αυτό το στίχο από το τραγούδι “Διάφανος” του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ίσως όμως να μη γνωρίζετε όλοι σε ποιον αναφερόταν. Πρόκειται για τον Περουβιανό ποιητή Σέζαρ Βαγέχο, ο οποίος χαρακτηριστεί ως “ο μεγαλύτερος οικουμενικός ποιητής μετά το Δάντη” ή ακόμα και “ο μεγαλύτερος ποιητής του 20ου αιώνα σε οποιαδήποτε γλώσσα”. Ακόμα κι αν δε συμμερίζεται κανείς τον ενθουσιασμό αυτής της μερίδας λογοτεχνικών κριτικών, δύσκολα μπορεί να παραγνωρίσει το αποτύπωμα του Βαγιέχο στη λογοτεχνική πρωτοπορία της χώρας του και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής.
Αν και η ημερομηνία γέννησής του αποτέλεσε αντικείμενο έριδας μεταξύ των μελετητών του, σήμερα οι περισσότεροι συμφωνούν πως γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1892 στο Σαντιάγο ντε Τσούκο, ένα χωριό των περουβιανών Άνδεων σε ύψος 3115 μέτρων. Ο ίδιος, όπως πολλά αγροτόπαιδα της εποχής του, δεν ήξερε πότε ακριβώς γεννήθηκε και δε γιόρτασε ποτέ τα γενέθλιά του. Όπως οι περισσότεροι κάτοικοι του Περού, είχε διπλή κληρονομιά: Οι γιαγιάδες του ήταν Ινδιάνες της φυλής των Κετσούα, οι παππούδες του όμως ήταν Ισπανοί ιερείς. Ήταν ο μικρότερος από 11 αδέρφια και ο πατέρας του ήταν κατώτερος διοικητικός υπάλληλος.
Η ποιητική του φλέβα φάνηκε από νωρίς, καθώς στα 13 του έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Πήγε στη Λίμα για να σπουδάσει ισπανική λογοτεχνία, και για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές, όπως κατ’ οίκον δάσκαλος, αλλά και ταμίας σε φυτεία ζάχαρης. Στη hacienda που εργαζόταν γνώρισε από πρώτο χέρι την εκμετάλλευση των εργατών γης, κάτι που τον επηρέασε έντονα στις μετέπειτα ποιητικές και πολιτικές του αναζητήσεις.
Μετά την αποφοίτησή του κατορθώνει να βρει μια θέση ως δάσκαλος, την οποία χάνει λόγω της άρνησής του να παντρευτεί την έγκυο φίλη του. Εκείνο που κηλίδωσε ακόμα περισσότερο τη φήμη του σε προσωπικό επίπεδο, ήταν πως εκείνη έχασε τη ζωή της στη διάρκεια επέμβασης έκτρωσης στην οποία ο ίδιος την είχε εξαναγκάσει.
Την ίδια εποχή περίπου, το 1918, κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή, Los heraldos negros (Οι μαύροι αγγελιαφόροι), ένα έργο που αν και πέρασε απαρατήρητο τότε, ξεχωρίζει για την ασυνήθιστη γλώσσα και τις έντονες συμβολικές εικόνες του, βγαλμένες μέσα από τις παραδόσεις του τόπου του.
Το 1920 επιστρέφει στο πατρικό του, ενώ στο μεταξύ έχει χάσει τη μητέρα του. Η λεηλασία και πυρπόληση του σπιτιού ενός τοπικού εμπόρου γίνεται απαρχή δικαστικών περιπετειών για τον ίδιο, καθώς κατηγορείται αδίκως ως υποκινητής του επεισοδίου. Κατορθώνει να διαφύγει αρχικά, αλλά τελικά συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές του Τρουχίγιο για 112 μέρες χωρίς καμία κατηγορία εναντίον του. Η δίκη ξεκινάει και σέρνεται για χρόνια, ως το 1929, όταν και τίθεται στο αρχείο χωρίς να ολοκληρωθεί ποτέ.
Παρά τις περιπέτειες αυτές, ο ίδιος εδραιώνεται ως ποιητής με τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Trilce, που αποτελεί μια πραγματική επανάσταση στη λογοτεχνία της πατρίδας του, ανατρέποντας πλήρως ητν παραδοσιακή αισθητική της περουβιανής λογοτεχνίας. Σκόπιμες ασυνταξίες, αμφισημίες και επανανοηματοδότηση τετριμμένων εκφράσεων συνθέτουν μια γλώσσα που ισορροπεί μεταξύ καθημερινού και εξεζητημένου.
Ο Βαγέχο καταφεύγει στο Παρίσι, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ζωής του. Δε γύρισε ποτέ στην πατρίδα του, από το φόβο μιας νέας σύλληψης και καταδίκης. «Συνήθισέ να τρως λίγο. Στο Παρίσι θα ζούμε με πέτρες» έλεγε σε ένα φίλο που τον συνόδευσε. Έφτασαν το 1923 και τριγυρνούσαν στα φτηνά ξενοδοχεία στην αριστερή όχθη του Σικουάνα. Για να επιβιώσει, έγραφε άρθρα σε διάφορα παρισινά έντυπα. Η γοητεία που ασκούν πάνω του οι κομμουνιστικές ιδέες αρχίζει να διαφαίνεται μέσα ακριβώς από αυτά τα δημοσιογραφικά κείμενα, καθώς ανάμεσά τους αρχίζουν να εμφανίζονται τίτλοι όπως «Για την προλεταριακή λογοτεχνία» (1928), «Τα μαθήματα του μαρξισμού» (1929) και «Στα ρωσικά σύνορα» (1929). Ένα χρόνο νωρίτερα πράγματι είχε περάσει αυτά τα σύνορα, και το 1930 ακολούθησε και δεύτερο ταξίδι. Τις εμπειρίες του από την ΕΣΣΔ τις κατέγραψε στο βιβλίο «Ρωσία 1931. Σκέψεις στους πρόποδες του Κρεμλίνου στη Μαδρίτη της νεαρής δημοκρατίας».
Πράγματι πέρασε περίπου δυο χρόνια στη Μαδρίτη, ως το 1932, ενώ στη συνέχεια ξαναταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση, συμμετέχοντας σε διεθνές συνέδριο αλληλεγγύης συγγραφέων στη χώρα. Στο μυθιστόρημά του «Wolfram» απεικονίζει τη ζωή των φτωχών και περιθωριοποιημένων στρωμάτων της πατρίδας του. Εκεί υπάρχει και ο διάλογος ενός εργάτη με έναν διανοούμενο:
Υπάρχει μόνο ένα που μπορείτε να κάνετε εσείς για τους φτωχούς εργάτες, αν θέλετε στ’αλήθεια να μας βοηθήσετε: κάντε αυτό που σας λέμε, ακούστε μας, ακολουθήστε τις συμβουλές και τα συμφέροντά μας. Αυτό είναι όλο. Είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούμε να μιλήσουμε μεταξύ μας. Αργότερα θα το ξαναδούμε. Τότε θα είμαστε σαν αδέρφια. Αλλά τώρα πρέπει να επιλέξετε. Επιλέξτε».
Ο ίδιος είχε επιλέξει δρόμο, από αίσθημα ευθύνης και αλληλεγγύης. Η επιλογή του αυτή εξάλλου είχε σημάνει και την απέλασή του από γαλλική κυβέρνηση του δεξιού πρωθυπουργού Ταρντιέ, οδηγώντας το μαζί με τη σύζυγό του στην Ισπανία, όπως είπαμε. Μάλιστα, λίγα χρόνια πριν η ισπανική κυβέρνηση τον είχε προσκαλέσει να ζήσει εκεί με υποτροφία. Ο ίδιος αρνήθηκε, επειδή δεν ήθελε να ζήσει στη δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα.
Οι πολύ θετικές του εντυπώσεις από τη Μαδρίτη, όπου γνωρίστηκε με τα σημαντικότερα ονόματα της ισπανικής ποίησης και πεζογραφίας, ανάμεσά τους και το Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα, επηρέασαν, μαζί με τα αντιφασιστικά του φρονήματα, έντονα τη διάθεσή του να πάρει θέση στο πλευρό της ισπανικής δημοκρατίας όταν ξέσπασε ο εμφύλιος το 1936. Οι πολιτικές του θέσεις του είχαν στερήσει τη δουλειά του και ζούσε για μήνες με ρύζι και καφέ. Η Ισπανία αποτελεί και αντικείμενο μίας από τις δυο τελευταίες ποιητικές του συλλογές, της España, aparta de mí este cáliz, ενώ κύκνειο άσμα του ήταν το Poemas humanos.
Έφυγε από τη ζωή από μια ασθένεια που σήμερα θεωρείται πως ήταν ελονοσία, στις 15 Απρίλη 1938. Το πτώμα του βαλσαμώθηκε, ενώ τον επικήδειο έγραψε ο Λουί Αραγκόν.