Το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ για την Επανάσταση του 1821
Η αστική τάξη υπήρξε η κοινωνική δύναμη στην οποία ανήκε η πρωτοβουλία για την προετοιμασία, την ανάπτυξη και την καθοδήγηση της Επανάστασης.
Πώς φτάσαμε στην Επανάσταση του 1821; Ποιες ήταν οι συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε; Ποιος ήταν ο χαρακτήρας της Επανάστασης; Ποιες ήταν οι προσδοκίες των στρωμάτων που συμμετείχαν; Σε αυτά και άλλα επιμέρους ερωτήματα, έρχεται να απαντήσει ο Α1 τόμος του Δοκιμίου ιστορίας του ΚΚΕ, μέσα από τη σκοπιά του ιστορικού υλισμού, μακριά από εύκολες σχηματοποιήσεις:
2.4. Παράγοντες διαμόρφωσης επαναστατικής κατάστασης
Την προεπαναστατική περίοδο εμφανίστηκαν οι μεταρρυθμιστικές απόπειρες των σουλτάνων Σελίμ Γ’ (1789-1807) και Μαχμούτ Β’ (1808-1839), που είχαν ως κεντρικό άξονα τη στρατιωτική αναδιοργάνωση με τη δημιουργία τακτικού στρατού (ευρωπαϊκού τύπου) και την αποκατάσταση του κρατικού συγκεντρωτισμού πάνω σε νέα οικονομική βάση.
Οι μεταρρυθμίσεις στηρίχτηκαν εξωτερικά από τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία, καθώς και εσωτερικά από τους νέους Οθωμανούς γαιοκτήμονες τσιφλικάδες που ενδιαφέρονταν για το ξεπέρασμα του διοικητικού κατακερματισμού, την απαλλαγή της γαιοκτησίας από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις και την εδραίωση της ατομικής κληρονομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη.
Στηρίχτηκαν ως ένα βαθμό και από Έλληνες Φαναριώτες, γιατί άνοιγαν δρόμο για μείωση της φορολογικής ανισότητας μουσουλμάνων-χριστιανών και για την ένταξη χριστιανών στον τακτικό στρατό, ενώ τροφοδοτούσαν τις φαντασιοπληξίες τους για ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Πατροπαράδοτα τμήματα της οθωμανικής στρατιωτικής οργάνωσης (πεζικό των γενίτσαρων, ιππικό των σπαχήδων) αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της διάλυσης και της απώλειας. Αγροτικοί μουσουλμανικοί πληθυσμοί επιβαρύνθηκαν με αυξημένους φόρους και αισθάνθηκαν την απειλή υποβολής σε τακτική στρατιωτική υπηρεσία.
Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ προχώρησε στην εξόντωση πολλών τοπικών τοπαρχών (ντερεμπέηδων) και στην πολιορκία του Αλή Πασά στα Γιάννενα, τον οποίο στήριζαν ήδη οι γενίτσαροι.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, αυξήθηκαν οι φόροι της Εκκλησίας και οι οικονομικές υποχρεώσεις των Φαναριωτών. Το Πατριαρχείο έβλεπε, επίσης, ως κίνδυνο την εκσυγχρονιστική πορεία των νέων σουλτάνων προς ένα πιο πολυεθνικό κράτος, που απειλούσε τη φυλογενετική συγκρότηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επομένως τα προνόμια του Πατριαρχείου.
Η αύξηση των φόρων, των διοδίων, των επιβαρύνσεων για δικαιώματα έπληξε τους Έλληνες φτωχούς γεωργούς και κτηνοτρόφους. Παράλληλα, το νέο στρατιωτικό και διοικητικό σύστημα υποβάθμιζε και εκμηδένιζε τα αρματολίκια, με αποτέλεσμα να πληθαίνουν οι κλέφτες που προέρχονταν από ορεινούς κτηνοτροφικούς πληθυσμούς.
Οι κοτζαμπάσηδες, που είχαν ισχυροποιηθεί από την ιδιοποίηση του αγροτικού υπερπροϊόντος των χωρικών, άρχισαν να εποφθαλμιούν τα απέραντα τουρκικά κτήματα.
Η κρίση της εμπορικής ναυτιλίας και η υποχώρηση του εμπορίου συνέβαλαν επίσης, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην όξυνση της αντίθεσης με τις συνθήκες της οθωμανικής κυριαρχίας.
Την ίδια περίοδο, ο τερματισμός των Ναπολεόντειων Πολέμων και των σχετικών ναυτικών αποκλεισμών και η ανάκτηση από τη γαλλική ναυτιλία των θέσεών της στην Ανατολική Μεσόγειο συρρίκνωσε τη δραστηριότητα και τα κέρδη των Ελλήνων πλοιοκτητών, ενώ εμφανίστηκαν άνεργοι ναυτικοί στα νησιά. Η κρίση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας το 1815 και η υποχώρηση του εμπορίου συνέβαλαν στην αύξηση των επαναστατικών διαθέσεων. Στην ελληνική αστική τάξη κυριαρχούσε πλέον ο στόχος για τη δημιουργία ανεξάρτητου αστικού κράτους.
Στην επιλογή του επαναστατικού δρόμο συνέβαλαν, επίσης, οι εξελίξεις στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Η συντριβή του Ναπολέοντα και η επικράτηση της Ιεράς Συμμαχίας και του Μέτερνιχ καθιστούσε έωλο κάθε σχεδιασμό ειρηνικής επίλυσης του ελληνικού εθνικού ζητήματος από τις Μεγάλες Δυνάμεις (Μ. Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία).
Στα Βαλκάνια, μετά από τη Σερβική Εξέγερση του 1804, οι Σέρβοι απαιτούσαν να αναγνωριστεί επίσημα ο Μίλος Οβρένοβιτς που είχε εκλεγεί από τη σερβική εθνοσυνέλευση και να ρυθμιστεί σε σταθερή βάση η ετήσια απόδοση φόρων στην Τουρκία, ώστε να εδραιώσουν τη σχετική αυτονομία τους.
2.5. Ο χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821
Η Επανάσταση του 1821 ήταν αστική εθνικοαπελευθερωτική. Κυριάρχησαν τα αιτήματα των αστικών στρωμάτων, που αντικειμενικά είχαν συμφέρον από την εθνική απελευθέρωση, σε συνδυασμό με τη δημιουργία αστικού κράτους, με στόχο να διαμορφωθεί εσωτερική εθνική αγορά και να διεκδικηθεί η αναβάθμιση της θέσης της ελληνικής αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή. Η αστική τάξη υπήρξε η κοινωνική δύναμη στην οποία ανήκε η πρωτοβουλία για την προετοιμασία, την ανάπτυξη και την καθοδήγηση της Επανάστασης.
Οι προϋπάρχουσες έντονες διαφοροποιήσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα μέσα στις γραμμές της αστικής τάξης συνεχίστηκαν και με το ξέσπασμα της Επανάστασης και στην εξέλιξή της, ενώ αποτυπώθηκαν με σαφήνεια στις διαφορετικές αντιλήψεις και επιδιώξεις αναφορικά με το χαρακτήρα, τους κοινωνικούς και εδαφικούς στόχους του πρώτου ελληνικού κράτους.
Γενικά, η αδύναμη και σχετικά ολιγάριθμη αστική τάξη επιθυμούσε ένα αστικό συγκεντρωτικό κράτος, με Σύνταγμα και κοινοβούλιο, με εθνική αγορά, που σήμαινε κατάρτηση των ορίων μεταξύ των τοπικών αγορών, πάνω στα οποία είχαν διαμορφωθεί οικονομικά συμφέροντα. Καθώς δέσποε το εφοπλιστικό κεφάλαιο, η αστική πλευρά επιθυμούσε μια ισχυρή κεντρική εξουσία, ικανή να συγκεντρώνει κρατικά έσοδα για να στηρίξει τη διεθνή κίνηση του εμπορικού στόλου.
Ταυτόχρονα, το εφοπλιστικό κεφάλαιο επιθυμούσε αποζημιώσεις για τη συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, με κτήματα που θα προέκυπταν από την εθνικοποίηση των τουρκικών κτημάτων.
Ωστόσο, η μεγάλη διασπορά του ελληνισμού εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -και όχι μόνο- δυσκόλευε τη συνοχή και τη συγκρότηση ελληνικής αστικής τάξης, ικανής να διεκδικήσει τη συγκρότηση κράτους με σημαντικό μέγεθος επικράτειας. Ταυτόχρονα, η διασπορά τροφοδοτούσε και απόψεις περί ανασυγκρότησης του Βυζαντίου.
Από την πλευρά τους, οι προεστοί και οι αρματολοί επιθυμούσαν τη διατήρηση και ενίσχυση των τοπικών προνομίων και εξουσιών που είχαν προηγουμένως και δεν ήταν πρόθυμοι να ανοίξουν το δρόμο σ’ ένα συγκεντρωτικό αστικό κράτος.
Οι μικροί ιδιοκτήτες και οι ακτήμονες αγρότες, προσδοκούσαν την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων και τη βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης με την αποτίναξη του καθεστώτος του ραγιά, περιορισμό των προνομίων των προεστών και του ανώτερου κλήρου και κάποια διανομή της γης, που δεν είχε, όμως, ακόμα διαμορφωθεί σε ισχυρό και σαφές πολιτικό αίτημα.
Οι προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων δεν ήταν αυθαίρετες. Με την εκδήλωση και την εξέλιξη της Επανάστασης του 21′ καταργήθηκε ο κεφαλικός φόρος και αρκετές τοπικές φορολογικές επιβαρύνσεις που συνδέονταν με την αγοραπωλησία κρατικών θέσεων, δημεύτηκαν τα κτήματα των Τούρκων και εδραιώθηκε η πλήρης ιδιοκτησία στα κτήματα που καλλιεργούσαν οι πρώην ραγιάδες.
Τέλος, ο ανώτερος κλήρος και οι Φαναριώτες δεν είχαν εγκαταλείψει την περίοδο εκδήλωσης της Επανάστασης την ουτοπική προσδοκία μιας ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία θα μπορούσε να υπηρετηθεί πιο αποτελεσματικά με το μεταρρυθμιστικό δρόμο μέσα στο οθωμανικό κράτος.
Αυτή η αντιφατική διαπλοκή συμφερόντων μεταξύ διαφορετικών τάξεων και στρωμάτων εξηγεί τη ρευστότητα των κοινωνικών συμμαχιών, τους προσωρινούς συμβιβασμούς και τις εμφύλιες συγκρούσεις.
Το κοινωνικό, ταξικό περιεχόμενο της εμφύλιας σύγκρουσης αποτυπώθηκε και στη διαπάλη για τις αποφάσεις των Εθνοσυνελεύσεων της Επιδαύρου και του Άστρους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η αστική τάξη προσανατολίστηκε σε ένα καθεστώς συνταγματικής μοναρχίας υπό την προστασία κάποιας μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης που θα την βοηθούσε να διεκδικήσει καλύτερους όρους σύνδεσης στη διεθνή αγορά και μια πιο ισχυρή θέση στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή. Στην αστική πλευρά επικράτησε ο αγγλόφιλος προσανατολισμός.