Ο ζωγράφος Θεόφιλος και η πικάντικη και τραγική ιστορία της “Ωραίας Αδριάνας των Αθηνών”
Η ζωή και οι περιπέτειες της όμορφης Αδριάνας από την Αθήνα ενέπνευσαν το Θεόφιλο σε έναν πίνακα που έγινε και τραγούδι χρόνια αργότερα.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς εξπέρ στη νεοελληνική ζωγραφική για να αναγνωρίσει έναν πίνακα του Θεόφιλου, το γνωστότερο από τους Έλληνες λαϊκούς ζωγράφους, που οι τεχνοκριτικοί των εντάσσουν στην κατηγορία των ναΐφ ομοτέχνων του. “Ναΐφ” (εκ του γαλλικού “αφελής”) θεωρείται η τέχνη που αποτυπώνει μια απλότητα κι έναν αυθορμητισμό στη σύνθεση, την τεχνοτροπία, τα χρώματα και τη θεματολογία της, ανεπηρέαστη από τα εκάστοτε καλλιτεχνικά ρεύματα και τις καινοτομίες της εποχής, με βαθιές ρίζες στην παράδοση. Τα σαφή περιγράμματα, τα έντονα χρώματα χωρίς πολλές μεταβάσεις ανάμεσά τους, η χαρακτηριστική σχηματοποιημένη έκφραση των προσώπων, η θεματολογία από την ιστορία, τη μυθολογία, τη Βίβλο, τη λαϊκή λογοτεχνία και την καθημερινότητα,η έλλειψη προοπτικής (τρίτης διάστασης), οι συχνά ανορθόγραφες επιγραφές, είναι κάποια από τα στοιχεία που καθιστούν αδύνατο να μπερδέψει κανείς το έργο του με κάποιου άλλου ομοτέχνου του.
Γεννήθηκε ως Θεόφιλος Κεφαλάς (αν και συνήθιζε να υπογράφει με το μητρώνυμό του ως Χατζημιχαήλ) γύρω στο 1870 – άγνωστο πότε ακριβώς – στη Βαρειά της Λέσβου κι ίσως κληρονόμησε τη ζωγραφική του φλέβα από τον αγιογράφο παππού του. Νιώθοντας πλήξη στο σχολείο, γέμιζε τα τετράδιά του με ζωγραφιές, ενώ ως αριστερόχειρας υφίστατο τις προκαταλήψεις της εποχής, με το δάσκαλο να του δένει το χέρι. Νέος ακόμα πήγε απέναντι στη Μικρά Ασία, όπου δούλεψε αρχικά σε τσιφλίκι και στη συνέχεια ως θυροφύλακας του Ελληνικού προξενείου Σμύρνης, μη σταματώντας παράλληλα να ζωγραφίζει. Εκεί υιοθέτησε και τη δια βίου συνήθειά του να κυκλοφορεί με φουστανέλα, εισπράττοντας συνεχή χλεύη για την επιλογή του αυτή. Παρολίγον να πολεμήσει στον “ατυχή” πόλεμο του 1897, όταν όμως γύρισε για να καταταγεί οι εχθροπραξίες είχαν λήξει. Εγκαταστάθηκε στο Βόλο και το Πήλιο, όπου έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού και τοιχογραφώντας μαγαζιά της περιοχής για λίγα χρήματα. Μετά το 1910 άρχισε να λαμβάνει και παραγγελίες προσωπογραφιών, ενώ “μαικήνας” του αναδείχθηκε ο κτηματίας Ιωάννης Κοντός, που του ανέθεσε το 1912 τη διακόσμηση του αρχοντικού του, που σήμερα αποτελεί και το μουσείο Θεόφιλου στην Ανακασιά.
Μια άσχημη φάρσα σε βάρος του από θαμώνες ενός μαγαζιού στο οποίο ζωγράφισε τον έκανε το 1927 να γυρίσει στην πατρίδα του. Εκεί ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, γυρνώντας σε ταβέρνες και καπηλειά για να της ζωγραφίσει με αντάλλαγμα λίγο φαΐ και κρασί. Θα πέθαινε με βεβαιότητα στην αφάνεια, αν δεν τον ανακάλυπτε το 1929 ο συντοπίτης του Στρατής Ελευθεριάδης (Teriade) εκδότης και τεχνοκριτικός που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι. Εντυπωσιασμένος από τη μορφή και την τέχνη του, αγόραζε τα έργα του, τον προμήθευσε με χρώματα και πινέλα (ως τότε ο Θεόφιλος ζωγράφιζε με ευτελή υλικά) και του ανέθεσε τη δημιουργία 50 ακόμα έργων. Δυστυχώς ο Θεόφιλος δεν έζησε αρκετά ώστε να χαρεί την όψιμη αναγνώριση που κέρδισε, αφού το 1934 έφυγε από ανακοπή καρδιάς ή κατ’ άλλους από τροφική δηλητηρίαση. Δυο χρόνια μετά ο Ελευθεριάδης θα οργάνωνε την πρώτη έκθεση του καλλιτέχνη στο Παρίσι, ενώ το 1961 πραγματοποιήθηκε και αναδρομική του έκθεση στο Λούβρο. Ο Teriade είναι επίσης ο εμπνευστής του Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά.
Στην εδραίωση της φήμης συνέβαλε ιδιαίτερα η ανακάλυψή του από τη “Γενιά του ’30”, με προεξάρχοντα τον Οδυσσέα Ελύτη, που του αφιέρωσε το βιβλίο “Ο ζωγράφος Θεόφιλος”. Για τη γενιά αυτή ο Θεόφιλος αποτελούσε τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της “ελληνικότητας” στη ζωγραφική, μιας έννοιας καίριας στη σκέψη των αστών λογοτεχνών της περιόδου, όχι ασύνδετη με την προσπάθεια της άρχουσας τάξης να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της μέσα από ένα νέο εθνικό αφήγημα, μετά το τραύμα που επέφεραν οι τυχοδιωκτισμοί της το 1922.
Ένα από τα δύο έργα του Θεόφιλου που εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη (ορισμένα ακόμα εκτίθενται στα παραρτήματά της σε Σπάρτη και Κέρκυρα) είναι η “Ωραία Αδριάνα των Αθηνών”, που εικονίζει μια νεαρή κοπέλα σε έναν κήπο να παίζει μαντολίνο ή κιθάρα. Χαρακτηριστικά μοτίβα της λαϊκής παράδοσης, που χάνονται στα βάθη των αιώνων είναι το δέντρο της ζωής καθώς και το παγώνι.
Η “ωραία Αδριάνα” υπήρξε υπαρκτό πρόσωπο, που έζησε στην Αθήνα κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα. Η Αντριάνα δούλευε ως παραδουλεύτρα σε κάποιο αρχοντικό της Πλάκας κι ήταν περίφημη για την ομορφιά της και τη λευκή επιδερμίδα της. Για να πλύνει τα ρούχα της οικογένειας πήγαινε στο Βατραχονήσι, παλιά συνοικία των Αθηνών γύρω από το λόφο του Αρδηττού και το Παναθηναϊκό Στάδιο, λίγο πριν το Παγκράτι. Εκείνη την εποχή ο Ιλισσός, όπως κι άλλα ποτάμια των Αθηνών ήταν ορατά και διέσχιζαν την πόλη. Το Βατραχονήσι μάλιστα λειτουργούσε μάλιστα κι ως ένα “ταξικό σύνορο” μεταξύ των πιο πλούσιων και των λαϊκότερων συνοικιών της νεαρής πρωτεύουσας. Οι νέοι της εποχής προσφέρονταν να τη βοηθήσουν στο νεροκουβάλημα και τη μπουγάδα, ενώ κάποιος από αυτούς κατά την παράδοση εμπνεύστηκε και τραγούδι, που καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1860:
“Πάρε με Ανδριάνα μου να σε βοηθώ στην πλύση
και να σου κουβαλώ νερό απ’ το Βατραχονήσι
Ανδριάνα μου γλυκιά απ’ το Βατραχονήσι
Γιατί να βασανίζεσαι ασπριδερή μου χήνα
με λίγδες και με κάρβουνα μέσα εις την κουζίνα;
Ακούω τα πιάτα που βροντούν όταν τα θερμοπλένεις
κι εγώ νομίζω πως σιγά τη σκάλα κατεβαίνεις.
Δεν είναι κρίμα κι άδικο σε νια χαριτωμένη
στο μαγερειό ξυπόλυτη το ντεντζερέ να πλένει;”
Στις αρχές του 20ου αιώνα μάλιστα, το τραγούδι ηχογραφήθηκε στην Πόλη και γνώρισε επιτυχία στα καφέ – σαντάν της εποχής. Τα κάλλη της Αδριάνας φάνηκε να είναι το εισιτήριο εξόδου από τη φτώχεια, καθώς την παντρεύτηκε κάποιος πλούσιος Αθηναίος. Εκείνη όμως ήταν ζωηρούλα και η φήμη της φαίνεται πως εξαπλώθηκε ακόμα και μεταξύ του υπουργικού συμβουλίου εκείνη την περίοδο. Ο σύζυγος προφανώς κάποια στιγμή πληροφορήθηκε τα κατορθώματά της και τη χώρισε και στη συνέχεια ο θρύλος τη θέλει να καταφεύγει στην Αίγυπτο και να γίνεται ερωμένη κάποιου πασά. Η ζήλεια του πασά για τις συνεχιζόμενες απιστίες της Αντριάνας είχε αποτέλεσμα να την εκδικηθεί με βάρβαρο τρόπο, παραμορφώνοντάς της το πρόσωπο, ώστε να πάψει να είναι πια θελκτική σε άλλους άντρες. Έκτοτε τα ίχνη της χάνονται, έμεινε όμως η ιστορία της που τροφοδότησε τη λαϊκή μούσα αλλά και την έμπνευση του Μυτιληνιού ζωγράφου.
Ο ίδιος ο πίνακας μάλιστα, αποτέλεσε και έναυσμα για το Νότη Μαυρουδή να γράψει τραγούδι σε στίχους του Άκου Δασκαλόπουλου, που κυκλοφόρησε το 1976 στο δίσκο “Ζωγραφιές απ’ το Θεόφιλο”:
Η ωραία Αντριάνα στο παγκάκι της
τραγουδάει με μαντολίνο το μεράκι της
χίλια χρώματα απλώνει μες στα λόγια της
το παγώνι που μπερδεύεται στα πόδια της…