Από τον αγκυλωτό σταυρό στον ήλιο τον πράσινο – Η αμφιλεγόμενη κληρονομιά του Καρλ Όρφ, συνθέτη του “Κάρμινα Μπουράνα”
Αν και το παρελθόν και οι φήμες για μακρινή εβραϊκή καταγωγή προδιέθεταν μια αρνητική αντιμετώπισή του από τους νέους κυρίαρχους της Γερμανίας μετά το 1933, ο ίδιος κατόρθωσε τελικά να προσαρμοστεί «ευέλικτα» στη νέα πραγματικότητα, αποσπώντας την εύνοια του καθεστώτος.
Από τους πιο αναγνωρίσιμους Γερμανούς συνθέτες του περασμένου αιώνα, ο Καρλ Όρφ απασχόλησε εξίσου το κοινό τόσο με τη μουσική του, όσο και με την πολιτική του στάση, με έμφαση τις τουλάχιστον καιροσκοπικές επιλογές του την περίοδο του ναζισμού. Αν και το παρελθόν και οι φήμες για μακρινή εβραϊκή καταγωγή προδιέθεταν μια αρνητική αντιμετώπισή του από τους νέους κυρίαρχους της Γερμανίας μετά το 1933, ο ίδιος κατόρθωσε τελικά να προσαρμοστεί «ευέλικτα» στη νέα πραγματικότητα, αποσπώντας την εύνοια του καθεστώτος. Σε μεταγενέστερα χρόνια βέβαια, ο ίδιος επιχείρησε να αυτοπαρουσιαστεί ως περίπου «αντιστασιακός» κατά των ναζί, συνεχίζοντας την επιτυχημένη του πορεία στη μεταπολεμική Γερμανία.
Γεννήθηκε το στις 10 Ιουλίου 1895 στο Μόναχο κι ήταν γιος ενός αξιωματικού και μιας πιανίστριας, που του έδωσε και τα πρώτα του ερεθίσματα στη μουσική. Ο ίδιος από πέντε ετών έμαθε να παίζει πιάνο, τσέλο και εκκλησιαστικό όργανο, ενώ στην ίδια ηλικία συνέθεσε και το πρώτο του κομμάτι. Ως μαθητής έπαιζε και τραγουδούσε στη σχολική ορχήστρα, ενώ τραγουδούσε και στην εκκλησιαστική χορωδία. Το 1911 μελοποίησε ποιήματα των σημαντικών Γερμανών λογοτεχνών Φρίντριχ Χέλντερλιν και Χάινριχ Χάινε και δύο χρόνια μετά ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Μονάχου, όπου ασχολήθηκε επίσης με τη μουσικοπαιδαγωγική, την οποία και υπηρέτησε με καινοτόμες μεθόδους ως το τέλος της ζωής του. Τις διδακτικές του ιδέες τις υλοποίησε σε σχολή που ίδρυσε μαζί με τη Δωροθέα Γκίντερ το 1924, όπου δημιούργησε ένα νέο πρότυπο διδασκαλίας, τη λεγόμενη μέθοδο Όρφ, που συνδύαζε τη μουσική με την κίνηση, το χορό και τον αυτοσχεδιασμό.
Ο Όρφ είχε τη φήμη του αριστερόστροφου και φιλοεβραίου καλλιτέχνη, λόγω μεταξύ άλλων της φιλίας και συνεργασίας του με τους Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ. Ήταν επίσης ένας από τους εκφραστές του μοντερνισμού στη μουσική, ιδρύοντας τη Λίγκα Σύγχρονης Μουσικής στο συντηρητικό και κλασικιστικό μουσικά Μόναχο. Για τους λόγους αυτούς, είχε στοχοποιηθεί ως «πολιτιστικός μπολσεβίκος» από τη «Μαχητική Ένωση για τη γερμανική κουλτούρα», υπό το θεωρητικό των ναζί Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Ο ίδιος έκανε όμως ό,τι μπορούσε για να αποδείξει πως δεν ήταν «επικίνδυνος» για τη ναζιστική δικτατορία. Προσπάθησε συνειδητά να προσαρμόσει τις μουσικοπαιδαγωγικές του ιδέες στο πρόγραμμα της Χιτλερικής νεολαίας, και υπογράμμιζε την αφοσίωσή του στην παραδοσιακή γερμανική μουσική που τόσο εκτιμούσαν οι ναζί, καταδικάζοντας παράλληλα τις «εκφυλισμένες» μορφές της, όπως η τζαζ και η ατονική μουσική.
Ένα πρώτο δείγμα έννοιας της ναζιστικής ηγεσίας στο πρόσωπό του ήταν η ανάθεση σε εκείνον να συνθέσει ένα κομμάτι για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936. Η εύνοια αυτή δεν εμπόδισε βέβαια το γνωστό ναζί μουσικολόγο Χανς Γκέρικ να καταδικάσει με τα σκληρότερα λόγια την πρεμιέρα του διασημότερου έργου του Καρλ Όρφ, του «Κάρμινα Μπουράνα» το 1937. Βασισμένη στη μελοποίηση ενός μέρος μιας συλλογής μεσαιωνικών ποιημάτων του 12ου και 13ου αιώνα, το έργο σκανδάλισε το Γκέρικ για το ερωτικό περιεχόμενο κάποιων στίχων και τις «ξενικές» επιρροές στα ρυθμικά του μοτίβα. Οι διασυνδέσεις του συνθέτη με υψηλόβαθμους ναζί αξιωματούχων τον προφύλαξαν πάντως από οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση αυτής της κριτικής στην καριέρα του, ενώ σύντομα το «Κάρμινα Μπουράνα» έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα κλασικής μουσικής στη χώρα. Η επιτυχία αυτή είχε ως αποτέλεσμα ο δήμος Φρανκφούρτης, ελεγχόμενος από τους ναζί φυσικά, να του αναθέσει να ξαναγράψει τη μουσική για το «Όνειρο θερινής νυκτός» του Σαίξπηρ το 1939, προς αντικατάσταση της αρχικής σύνθεσης του Εβραίου Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι.
Η σύμπλευσή του με τους ναζί οδήγησε μεταπολεμικά στο να μπει ο Όρφ σε μαύρη λίστα συνεργατών και να εμφανιστεί μπροστά σε αμερικανική επιτροπή «αποναζιστικοποίησης» . Μία εκδοχή, για την οποία δεν υπάρχουν στοιχεία, είναι πως ισχυρίστηκε ότι υπήρξε μέλος της αντιστασιακής ομάδας «Λευκό Ρόδο», προβάλλοντας τη φιλία του με το ιδρυτικό της στέλεχος Κουρτ Χούμπερ, έναν καθηγητή πανεπιστημίου που είχε εκτελεστεί για τη δράση του το 1943. Δεν υπάρχουν στοιχεία για κάτι τέτοιο, γεγονός είναι πάντως ο Όρφ αξιοποίησε αυτή τη φιλία για να ενισχύσει το αφήγημά του περί αντιναζιστικών φρονημάτων μετά τον πόλεμο. Τελικά, χάρη στη βοήθεια ενός Αμερικανού παλιού μαθητή του, ο οποίος είχε αναλάβει το φάκελό του, γλίτωσε από οποιεσδήποτε συνέπειες, αφού κατηγοριοποιήθηκε ως απλώς «συνοδοιπόρος». Θεωρείται πως η όπερά του “Αντιγόνη” (1949) είναι αφιερωμένη στη Σόφι Σολ, νεαρή φοιτήτρια που εκτελέστηκε περίπου την ίδια εποχή με τον Κουρτ Χούμπερ, ως μέλος του “Λευκού Ρόδου”.
Συνέχισε τη σταδιοδρομία του ως συνθέτης, αλλά και ως ηγετική μορφή μουσικών ιδρυμάτων ΟΔΓ, με αποκορύφωμα την ίδρυση του Ινστιτούτο Όρφ στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας το 1961. Στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972, ο Όρφ παρουσίασε ένα από τα τελευταία έργα του για την τελετή έναρξης. Έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου 1982, ως ένας από τους διασημότερους συνθέτες της χώρας του. Στη χώρα μας έγινε φυσικά γνωστότερο τη δεκαετία του ’80, χάρη στην επιλογή του “O Fortuna” από το Κάρμινα Μπουράνα για τη μουσική επένδυση των συγκεντρώσεων του ΠΑΣΟΚ.