Σαρλότ Μπροντέ – Η σιωπηλή εξέγερση μιας παπαδοκόρης
Η συγγραφή ήταν το μέσο διαφυγής και καταγγελίας, με ηθικούς και όχι συνειδητά πολιτικούς όρους, του «κορσέ» της ταξικής και πατριαρχικής κοινωνίας.
Η μεγαλύτερη και διασημότερη των τριών αδελφών Μπροντέ σίγουρα δεν ήταν επαναστάτρια, ούτε αυτό που αργότερα ονομάστηκε φεμινίστρια. Πέρασε μια ζωή ανταποκρινόμενη απόλυτα στον ασφυκτικό ρόλο που επέβαλε το φύλο και η τάξη της, σε μια δουλειά που μισούσε, αφοσιωμένη στις αδερφές της και κυρίως στον πατέρα και τον άσωτο αδερφό της. Η συγγραφή ήταν το μέσο διαφυγής και καταγγελίας, με ηθικούς και όχι συνειδητά πολιτικούς όρους, του «κορσέ» της ταξικής και πατριαρχικής κοινωνίας. Αν και ο τόνος της ήταν πιο συγκρατημένος από εκείνο των αδερφών της, το έργο της Σάρλοτ Μπροντέ δεν ξέφυγε κι αυτό από τα πυρά της βικτωριανής κριτικής.
Γεννήθηκε στις 21 Απρίλη 1821 και ήταν το τρίτο παιδί ενός Βορειοϊρλανδού ιερέα από φτωχή οικογένεια και της συζύγου του που πέθανε στα 38 της χρόνια, μετά από έξι συνεχόμενες εγκυμοσύνες. Ο πατέρας της αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες τις ανατροφής τόσων παιδιών κι έτσι έστειλε τις τέσσερις μεγαλύτερες κόρες του, ανάμεσά τους και τη Σαρλότ, σε οικοτροφείο για κόρες ιερέων. Εκεί η ζωή ήταν άθλια, με λίγο και κακό φαγητό , έλλειψη θέρμανσης και σαδιστικής διοίκηση. Η ίδια και η Έμιλι Μπροντέ επέζεσησαν, οι δυο αδερφές τους Μαρία και Ελίζαμπεθ όμως αρρώστησαν και πέθαναν. Το κολαστήριο αυτό πέρασε στη λογοτεχνική αιωνιότητα χάρη στις περιγραφές της Σαρλότ στο δημοφιλέστερο μυθιστόρημά της, «Τζέιν Έιρ».
Τα κορίτσια γύρισαν στο σπίτι, όπου ο πατέρας τους περνούσε το μεγαλύτερο διάστημα μέσα στο γραφείο του. Μαζί με τα αδέρφια της Έμιλι, Άνν και Μπράνγουελ, άρχισαν να γράφουν λογοτεχνικά έργα σε μικροσκοπική γραφή, ώστε να μην τα ανακαλύψει η θεία τους Ελίζαμπεθ, που βοηθούσε στο νοικοκυριό και παρέδιδε μαθήματα στα κορίτσια. Ο αδερφός τους Μπράνγουελ διδασκόταν από τον πατέρα του κατ’ οίκον και δεν είχε οικιακές υποχρεώσεις.
Το 1831 πέρασε και πάλι ένα χρόνο στο οικοτροφείο της κυρίας Γούλερ, στο οποίο επέστρεψε το 1835 ως δασκάλα πλέον μαζί με την Έμιλι ως μαθήτρια. Η ίδια απεχθανόταν τις συνθήκες στο οικοτροφείο και τη δουλειά της, που μεταξύ άλλων χρηματοδοτούσε τις σπουδές τέχνης του αδερφού της στο Λονδίνο. Εκείνος έκανε τις χειρότερες δυνατές συναναστροφές στη βρετανική πρωτεύουσα, καταλήγοντας να εξαρτηθεί από το αλκοόλ και το όπιο.
Ως το 1845, για μια δεκαετία δηλαδή, η Σαρλότ βιοποριζόταν από τη διδασκαλία, επάγγελμα που σύντομα ακολούθησαν οι αδερφές της, ως μια από τις ελάχιστες «αξιοπρεπείς» επαγγελματικές ενασχολήσεις που ήταν ανοιχτές σε γενικές. Η εργασία τους συνεπαγόταν σκληρή δουλειά από τις έξι το πρωί ως τις 11 το βράδυ και συνεχή υποτίμηση από το διευθυντικό προσωπικό, που αντιμετώπιζε τις δασκάλες ως υπηρέτριες.
Για να ξεφύγουν από τη μέγγενη αυτή, οι δυο αδελφές Σαρλότ και Έμιλι αποφάσισαν να ιδρύσουν το δικό τους σχολείο θηλέων, λόγος για τον οποίο πήγαν στις Βρυξέλλες στη σχολή της κυρίας Heger ώστε να βελτιώσουν τα γαλλικά και τα γερμανικά τους. Εκεί ερωτεύτηκε το σύζυγο της ιδιοκτήτριας κι επίσης διδάσκοντα στη σχολή, λόγος για τον οποίο παρέμεινε ένα χρόνο παραπάνω από την αδερφή της. Η ιδιοκτήτρια γρήγορα αντιλήφθηκε τι συνέβαινε και φρόντισε να κρατήσει τον άντρα της μακριά από την επίδοξη αντίζηλο. Η Σαρλότ γύρισε στην Αγγλία, γράφοντας επιστολές γεμάτες θαυμασμό και νοσταλγία στον «κύριό» της, που έμειναν δίχως απάντηση, ραγίζοντάς της την καρδιά. Αλλά και επαγγελματικά η Σαρλότ είδε τα όνειρά της να ναυαγούν, καθώς τόσο ο σχεδόν τυφλός πατέρας της, όσο και ο εξαρτημένος αδερφός της κρεμάστηκαν για άλλη μια φορά από πάνω της. Ο Μπράνγουελ πέθανε τελικά μόλις στα 30 του, αφήνοντας πίσω του ένα βουνό από χρέη.
Η πρώτη σοβαρή λογοτεχνική απόπειρα της Σαρλότ ήταν η ποιητική συλλογή που εξέδωσε μαζί με την Ανν και την Έμιλι υπό ανδρικά ψευδώνυμα «Currer, Ellis και Acton Bell», ώστε να αποφύγουν τις προκαταλήψεις που υπήρχαν ενάντια στις γυναίκες συγγραφείς. Η συλλογή έλαβε θετικές κριτικές, πούλησε όμως μόλις 2 αντίτυπα. Οι τρεις αδελφές συνέχισαν να γράφουν, μυθιστορήματα αυτή τη φορά. Σε αντίθεση με την Άνν και την Έμιλι, η Σαρλότ δε βρήκε άμεσα εκδότη για το έργο της. Ο δεύτερος εκδοτικός οίκος στον οποίο έστειλε το βιβλίο «Ο καθηγητής» της ζήτησε κι άλλα δείγματα γραφής. Το 1847 η Σαρλότ τους έστειλε τη «Τζέιν Έιρ», βασισμένο έντονα στις προσωπικές της εμπειρίες. Η φαινομενικά συμβατική ιστορία μιας γκουβερνάντας στο δρόμο προς το γάμο με τον αγαπημένο της κύριο Ρότσεστερ γνώρισε τεράστια επιτυχία, προκαλώντας όμως και οργισμένες αντιδράσεις. Ένας από τους κριτικούς ισχυριζόταν πως το βιβλίο ενσάρκωνε το ανατρεπτικό πνεύμα που στοίχειωνε την Ευρώπη (είμαστε στις παραμονές της «Άνοιξης των λαών» του 1848), ενώ ένας άλλος κατηγόρησε το βιβλίο για «ηθικό ιακωβινισμό».
Ως διασημότητα πια η Σαρλότ γνωρίστηκε με σημαντικές λογοτεχνικές προσωπικότητες της εποχής, λίγο αργότερα όμως έχασε τις δυο αγαπημένες ομότεχνες αδερφές της, Έμιλι και Άνν με διαφορά λίγων μηνών. Η Σαρλότ ήταν πια η μόνη υπεύθυνη για τη φροντίδα του πατέρα και το νοικοκυριό, κατορθώνοντας ωστόσο να συγγράψει δυο ακόμα επιτυχημένα μυθιστορήματα, με ισχυρούς γυναικείους χαρακτήρες, τη “Shirley” και το “Villete”. Αν και για χρόνια προσπαθούσε να αντισταθεί στην ιδέα ενός συμβατικού γάμου ως μέσου αποκατάστασης, τελικά αποδέχτηκε την πρόταση του βοηθού ιερέα του πατέρα της Άρθουρ Νίκολς, που την πολιορκούσε για χρόνια. Ο γάμος δε διήρκεσε πολύ, καθώς η εγκυμοσύνη της ήταν πολύ δύσκολη, ενώ πιθανότατα έπασχε και από φυματίωση. Έφυγε από τη ζωή πριν κλείσει τα 39 της χρόνια, περίπου στην ίδια ηλικία με τη μητέρα της, στις 31 Μαρτίου 1855.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
4 Trackbacks