Το διήγημα της Πέμπτης: «Για ποιους τάχα επινοήθηκαν οι Παράδεισοι;» της Πέπης Δαράκη
Ούτε νερό, ούτε φως, ούτε καν ένας χωματόδρομος χαραγμένος στη συνοικία τους. Κι είναι εργάτες. Χάνουν μεροκάματα, με τα πηγαινέλα στο Δημαρχείο. Η ευθύνη βλέπεις…Όταν είσαι Σύμβουλος του Εξωραϊστικού Συλλόγου της Άνω Νέας Κυψέλης, έχεις χρέος να νιαστείς να φτιάξει ο Δήμος, αυτά που γράφει το χαρτί…
Ένα διήγημα της Πέπης Δαράκη βγαλμένο από τη θητεία της και της εμπειρία της ως Δημοτική Σύμβουλος στο Δήμο της Αθήνας από το 1954 έως το 1959 και μετά το 1964.
Η συγγραφέας και παιδαγωγός Πέπη Δαράκη διακρινόταν για τη βαθιά αγάπη της για τον εκμεταλλευόμενο άνθρωπο, για τη γνώση και την πρόοδο.
Γεννήθηκε στις 26 του Οκτώβρη 1906, στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου. Γνωρίζεται με τον Στρατή Μυριβήλη, στην εφημερίδα του οποίου, τον «Ταχυδρόμο», δημοσίευσε – ενώ φοιτούσε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Αρσακείου – το πρώτο της δημοσιογραφικό κείμενο. Παίρνει το δίπλωμά της το 1928. Ακολουθεί η Κατοχή, η Εθνική Αντίσταση και η ΕΑΜική της δράση.
Διατέλεσε δημοτική σύμβουλος Αθήνας από το 1954 έως το 1967, οπότε παύτηκε από τη χούντα. Εργάστηκε ως συντάκτρια σε εφημερίδες και περιοδικά, δυο χρόνια στο ΕΙΡ, με μια εκπομπή για τις γυναίκες της επαρχίας. Από τη μεταπολίτευση εντάσσεται στο ΚΚΕ.
Η Πέπη Δαράκη διατέλεσε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Για το σύνολο του συγγραφικού της έργου τιμήθηκε με Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών. Εξέδωσε περισσότερα από 35 βιβλία της (μυθιστορήματα, διηγήματα, λαογραφικά δοκίμια, ταξιδιωτικά, παιδική λογοτεχνία). Τιμήθηκε με βραβεία και διακρίσεις, ενώ εκπροσώπησε την Ελλάδα σε διεθνή συνέδρια.
Ποθώντας τη μόρφωση των παιδιών, οργάνωσε κινητή έκθεση βιβλίων των μελών της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και πήγαινε στους Δήμους της Αττικής για να φέρει τα παιδιά και το λαό γενικότερα σ’ επαφή με το βιβλίο. Στο Δήμο της Αθήνας, την περίοδο που ήταν δημοτική σύμβουλος, οργάνωσε την Πνευματική και Καλλιτεχνική Δημοτική Επιτροπή, την οποία συγκροτούσαν διακεκριμένες προσωπικότητες του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου. Τότε καθιερώθηκαν τα Δημοτικά Βραβεία Γραμμάτων και Τεχνών. Επί μια δεκαετία διατέλεσε μέλος της Επιτροπής Κρίσης Βιβλίων νέων μελών της ΕΕΛ.
Σημαντική προσφορά στο λαό και κυρίως στη νεολαία ήταν η δωρεά της πλούσιας βιβλιοθήκης και του αρχείου της που στεγάζεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, στην Αγία Παρασκευή Λέσβου, η οποία εγκαινιάστηκε, το Νοέμβρη του 2005, παρουσία της και φέρει το όνομά της. Η βιβλιοθήκη διαθέτει επτά χιλιάδες εκλεκτά βιβλία και πολύτιμα αρχεία, και πάνω από τριάντα τόμους λαογραφικού υλικού για την ιδιαίτερη πατρίδα της. Έφυγε από τη ζωή στις 8 του Μάη 2006. (Βιογραφικά στοιχεία από τον Ριζοσπάστη)
Το διήγημα από το βιβλίο της Πέπης Δαράκη «Αντιδράσεις. Διηγήματα» (εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1975).
Για ποιους τάχα επινοήθηκαν οι Παράδεισοι;
της Πέπης ΔαράκηΤους είδα να τριγυρνούν στο διάδρομο του Δημαρχείου μ’ ένα χαρτί στο χέρι κι ένα βλέμμα που κυκλόφερνε τα πρόσωπα που περνούσαν.
Πάνω σε κείνο το χαρτί είταν γραμμένα όλα: Ούτε νερό, ούτε φως, ούτε καν ένας χωματόδρομος χαραγμένος στη συνοικία τους. Κι είναι εργάτες. Κι οι τρεις τους. Χάνουν μεροκάματα, με τα πηγαινέλα στο Δημαρχείο. Η ευθύνη βλέπεις…Όταν είσαι Σύμβουλος του Εξωραϊστικού Συλλόγου της Άνω Νέας Κυψέλης, έχεις χρέος να νιαστείς να φτιάξει ο Δήμος, αυτά που γράφει το χαρτί.
– Εμπιστευθήτε μου την αίτησή σας, τους λέω.
Μια λάμψη ευγνωμοσύνης στο βλέμμα κι από κοντά μια φωνή που προσπαθεί να με πείσει πως είναι ολότελα άλλο πράμα να δει κανείς την κατάσταση κει πάνω με τα ίδια του τα μάτια.
Η κατάσταση κει πάνω είταν αυτή που είταν: Σπιτοκάλυβα που σκαρφάλωναν κι αγωνίζονταν να βολευτούν σε κείνον τον ανηφορικό ξερότοπο. Αυτά.
Ύστερα να στέκουν ακίνητοι να σε κοιτάζουν στα μάτια. Ν’ ανακαλύπτουν την απόγνωσή σου και να σε παρηγορούν. Ποιοι; Οι απαρηγόρητοι!
Όχι μόνο οι κατσίκες μας αλλά και μεις συνηθίσαμε πια να σκαρφαλώνουμε για να πάμε στα σπίτια μας. Αλλά να συνηθίσουμε να ζούμε και χωρίς νερό δυσκολευόμαστε κάπως…
Ο Σύμβουλος του Εξωραϊστικού Συλλόγου που προσπαθεί ν’ αλαφρώσει, με το χιούμορ, το βραχνά της πικρής ζωής τους μου δείχνει με τεντωμένο χέρι την πλατεία της Κάτω Κυψέλης. Από κει οι γυναίκες κουβαλούν το νερό με τις στάμνες. Αυτός δείχνει κει κάτω κάποιο σημείο που είναι η βρύση κι εγώ συλλογίζομαι το «Εξωραϊστικός». Τίτλο που τον βρήκαν!…Ίσως να θέλανε να δώσουν προέκταση στο όνειρό τους: να γίνει η φτωχογειτονιά τους ένας αληθινός παράδεισος. Και, μέσα, Αυτοί! Αυτοί οι ταπεινοί, οι στερημένοι. Γιατί όχι; Για ποιους τάχα επινοήθηκαν οι Παράδεισοι;
– Ούτε την κάσα μας δεν μπορούν να κατεβάσουν από κει πάνω. Κούφια η ώρα. Μιλώ για τους πεθαμένους μας…
Το παραπονιάρικο κείνο μουρμουρητό είχε βγει από το ξεδοντιασμένο στόμα μιας γριάς. Δεν την είχα προσέξει νωρίτερα κι ας βρισκόταν τόσο κοντά μου. Αλλά, όπως όλοι στα χρόνια της, έτσι κι γριά σκεφτόταν πια περισσότερο το θάνατο, παρά τη ζωή. Νιώθω το χέρι της ν’ αγγίζει στα πλάγια το ρούχο μου. Η αφή κείνη φτάνει στην ψυχή μου σαν ικεσία. « Ω! μη λάχει και κακοπάθει το φέρετρό της, κατρακυλώντας από τα ανηφορικά κατσάβραχα της Άνω Νέας Κυψέλης!…»
Αντίκρυ μου στέκεται μια χοντρουλή γυναίκα. Η στραβοφορεμένη βυσσινιά ρόμπα της έχει πια ξεθωριάσει. Τα γαλανά της μάτια, έτσι ερευνητικά που με κοιτάζουν, σάμπως ν’ αμφιβάλλουν αν στ’ αλήθεια είμαι εγώ, αυτή, που θα μπορούσε κάτι να κάνει για τη φτωχογειτονιά τους.
– Πες, κόρη μου, στο Δήμο να σπάσει τα βράχια, να μπορώ να πηγαίνω στο σπίτι μου, σιγομουρμουρίζει ένας γέρος με μεγάλα μουστάκια.
Κάνει δυό βήματα, στέκεται μπροστά μου, κάτι περιμένει.
Ύστερα με πήγαν σε μιαν αυλή και καθίσαμε. Ήρθε το γλυκό του κουταλιού κι ο καφές. Ήρθε και μια λάμψη ελπίδας στο βλέμμα τους. Και δεν έφευγε. Κι όλα ξαφνικά έγιναν πολύ όμορφα και θαυμαστά εκεί, στην Άνω Νέα Κυψέλη.
Ωστόσο είταν κι άλλοι, είταν πολλοί αυτοί που με καλούσαν να πάω στη συνοικία τους να δω και κει, με τα ίδια μου τα μάτια, τα χάλια τους. Μα, δυό μάτια είναι αυτά και πώς να προλάβουν να δουν τις εκατό δυό φτωχογειτονιές αυτής της πόλης; Απλοί, ταπεινοί άνθρωποι είταν και κείνοι κει πέρα και δε γίνεται να τους αφήσουμε κι αυτούς έξω από τον παράδεισο, μιας και όλες οι φτωχογειτονιές τον είχαν τον Εξωραϊστικό τους Σύλλογο. Γιατί να μην τον έχουν; Το όνειρο φτιάχνει τα παλάτια του με το τίποτα. Εγώ ωστόσο όταν βρισκόμουνα μπροστά σ’ αυτούς τους απλούς, ταπεινούς ανθρώπους ντρεπόμουνα για το αξίωμά μου. Ώρες και φορές με βάραινε, μ’ έκανε να νιώθω κάπως ένοχη μπροστά τους, αφού αυτό που θάπρεπε να κάνω γι’ αυτούς ώφειλε νάναι περισσότερο απ’ αυτό που μπορούσα. Ήθελα τόσο πολύ να τους υπηρετήσω. Μα στην πολιτική δεν είναι έτσι τα πράματα. Η εξυπηρέτηση έχει γίνει ένα όπλο που το αρπάζει ο ισχυρότερος. Το μεταχειρίζεται όταν κάτι θα του φέρει. Και τη στιγμή αυτή το Κράτος είναι πιο ισχυρό από το Δήμο, συλλογίζομαι…
Καθισμένοι κάτω από την κληματαριά της αυλής, με τους Κυψελιώτες γύρω μου τους έλεγα κι εγώ με τη σειρά μου τα δικά μου παράπονα. Και στο νου μου είχα ολοένα το Μινώταυρο, που έτρωγε ανθρώπους. Δήμους ολόκληρους σήμερα τρώει, τους είπα. Γι’ αυτό είμαι δω πάνω μαζί σας, ξανάπα. Βοηθώ τους ανθρώπους, όπως και κείνοι βοηθούν τους Δήμους όταν κινδυνεύουν.
– Θα μας φέρεις, λοιπόν, δω πάνω το νερό; ρωτά η χοντρουλή γυναίκα με τη βυσσινιά ρόμπα.
Ο Σύμβουλος του Εξωραϊστικού Συλλόγου βιάστηκε να με βγάλει από τον κόπο ν’ απαντήσω.
– Μα δε θυμάσαι, καημένη, τι σας είπα πως μου είπε ο αρμόδιος του νερού; Πως είμαστε, λέει, μακριά από το δίκτυο ύδρευσης της πόλης. Και γιατί, λέει, πήγατε και χτίσατε τα σπίτια σας μακριά από την πόλη των ανθρώπων;
– Και πού ήθελε αυτός ο αρμόδιος να πάμε να χτίσουμε; Δίπλα στο Παλάτι του βασιλιά; Να τα φωτογραφίζουν οι τουρίστες; είπε ο γέρος με τα μεγάλα μουστάκια, και τους κοίταζε όλους αράδα, στα μάτια.
– Σουτ! Μην σ’ακούσει, παπού, κανένας από «κείνους» και σε δέσει χειροπόδαρα και σε πάει πεσκέσι στο Μινώταυρο!…
Αλλά, ο γέρος, συνέχισε χωρίς να δώσει καμιά σημασία:
– Πάνω σε κείνα τα κατσάβραχά σας πώς ν’ ανεβούν οι σωλήνες του νερού; μας είπε ο αρμόδιος. Και για τους υπονόμους τα ίδια μας είπανε. Κι όταν έρχεται δω πάνω κανένας επίσημος, αρμόδιος, όλο γκρινιάζει. Όλοι τους γκρινιάζουν πως δεν τους βολεύει η ανηφόρα.
– Ούτε κι η κατηφόρα τους βολεύει αυτούς, πρόσθεσα με τη σειρά μου. Το ίδιο απορούνε και για τους συνοικισμούς που βρίσκονται μέσα σε γούβες. Κάθε φορά που βρέχει οι κάτοικοι της Λαγκάδας δεν ξέρουν πόσα σπίτια θα πέσουν και πόσοι θα πνιγούνε. Γι’ αυτό όταν πιάνει δυνατή βροχή φεύγουν απ’ τα σπίτια τους.
– Την ώρα που βρέχει;
– Μα θα βραχούν!
– Προτιμούν να βραχούν παρά να πνιγούν, πρόσθεσα. Σκαρφαλώνουν στα υψώματα, ώσπου να περάσει η βροχή.
– Κι ο Δήμος;
– Και τι να σου κάνει ο Δήμος; ψιθυρίζω; Στέλνει βέβαια τα βυτιοφόρα του κι αδειάζει τα νερά από τα σπίτια, στέλνει και τη νεκροφόρα των απόρων και μαζεύει τους πνιγμένους, αλλά…
– Αν ο Δήμος είχε τα έσοδά του θάταν αλλιώς…πρόσθεσε ο Σύμβουλος του Εξωραϊστικού Συλλόγου.
– Ναι, βέβαια, αν ο Δήμος είχε τα μέσα…Αλλά ο Μινώταυρος τον θέλει ετοιμοθάνατο το Δήμο. Για να μην μπορεί να του φέρνει εμπόδια να καταβροχθίζει τους δημότες του, ψιθύρισα, αλλά δεν είμουν βέβαιη αν άκουσαν αυτό που είπα. Ψιθύριζαν μεταξύ τους ότι θα κάνουν καινούργια αίτηση στο Δήμο με περισσότερες υπογραφές.
Κι ορμούσαν κάθε τόσο οι αιτήσεις με τις πολλές υπογραφές, μέσα στην αίθουσα, που συνεδρίαζε το Δημοτικό Συμβούλιο. Και τότε οι φτωχογειτονιές της πόλης δίνανε, με την καρδιά τη δική μας και τη φωνή τη δική μας, τη μάχη της επιβίωσής τους. Ζούσα με τρόπο συγκλονιστικό κείνη τη μάχη αλλά και την άλλη που δίναμε με το Μινώταυρο, που ήθελε το Δήμο αδύναμο για να μην μπορεί να του φέρνει εμπόδια, να καταβροχθίζει τους δημότες του. Ωστόσο στίβα οι αιτήσεις στο πρωτόκολλο, και πώς να πεις σ’ όλους αυτούς το φοβερό μυστικό πως ο Δήμος είναι αδύναμος να τους βοηθήσει.
– Εκηδεύθη κι αυτή!…σιγοψιθύριζε με μοιρολατρικό τόνο, ο παρακαθήμενος συνάδελφος, όταν η αίτηση μιας φτωχογειτονιάς διαβιβαζόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες «δια τα περαιτέρω»…
Κι ύστερα από κάθε ταφή να μην ξέρεις πια για ποιον να πρωτοκλάψεις: Για το Δήμο, για το δημότη, ή για τον εαυτό σου, που βρέθηκε σφηνωμένος ανάμεσα σε ηθικές ανθρώπινες υποχρεώσεις, από τη μια μεριά, και σε εμπόδια ανυπέρβλητα τόσο, μα τόσο καλά καμουφλαρισμένα, από την άλλη.
Τις στιγμές κείνες έπεφτε το βλέμμα μου τις τοιχογραφίες του Γουναρόπουλου: «Ο Περικλής αγορεύει στην Πνύκα. Για τη Δημοκρατία και την ιδανική πολιτεία αγορεύει…» συλλογιζόμουνα. Αν η αγόρευσή του δεν μπορεί να βοηθήσει το χέρι μου, ας μπορούσε τουλάχιστον να βοηθήσει τα προδομένα όνειρά μου…
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.