Ντίνος Αγγελίδης – Ο ξιφίας του ελληνικού μπάσκετ
Με γλυκό σουτ και καλές κινήσεις στη ρακέτα, ήταν από τα καλύτερα τεσσάρια της γενιάς του, αφήνοντας ερωτηματικό αν μπορούσε να φτάσει ακόμα παραπάνω -πέρα από τη συμμετοχή του στο Δημοτικό Συμβούλιο με το Λαζαρίδη του ΠΑΣΟΚ…
Σήμερα κλείνει μισό αιώνα ζωής ο Ντίνος Αγγελίδης, ένα από τα καλύτερα τεσσάρια της δεκαετίας του 90 και του ελληνικού μπάσκετ γενικά.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 5 Απριλίου 1969, στη Βιέννη, έχοντας αυστριακές ρίζες από τη μητέρα του. Ξεκίνησε να ασχολείται με το στίβο και την ενόργανη γυμναστική, αλλά όταν οι δικοί του μετακόμισαν στην Ελλάδα, καταπιάστηκε με ομαδικά αθλήματα και λόγω ύψους, στράφηκε στο μπάσκετ.
Ο θρίαμβος του 87′ τον βρίσκει στο Σπόρτινγκ και την Α2, ως ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα στην Ελλάδα, καθώς έχει ήδη αποφασίσει τι θα κάνει στη ζωή του, μολονότι οι γονείς του προτιμούσαν να σπουδάσει. Δεν έχει ιδιαίτερα αθλητικά προσόντα και δύναμη, έχει όμως πολύ καλές κινήσεις στη ρακέτα και γλυκό σουτάκι -ιδίως για τη θέση του- από μέση και μακρινή απόσταση, χρησιμοποιώντας και το ταμπλό.
Χτυπάει από νωρίς την πόρτα της Εθνικής ομάδας και καθιερώνεται ως ένας από τους καλύτερους πάουερ φόργουορντ της εποχής, μαζί με τον Οικονόμου. Μαζί μοιράζονται τη θέση “4” στην Εθνική ομάδα, πχ στο Ευρωμπάσκετ του 95′, από όπου έρχεται πιθανότατα το χάι-λάιτ της καριέρας του, με το εντυπωσιακό κάρφωμα μπροστά στον Ντίβατς, με το ένα χέρι. Χτυπάει επίσης τατουάζ κι έναν ξιφία στο μπράτσο, που γίνεται σήμα κατατεθέν του.
Γίνεται μήλο της έριδος για τις μεγάλες ομάδες και το καλοκαίρι του 90′ ανηφορίζει στη Θεσσαλονίκη και τον Άρη, στα τελευταία χρόνια της κραταιάς αυτοκρατορία του. Κατακτά με τους κίτρινους το τελευταίο τους πρωτάθλημα, το 91′, και παίζει καθοριστικό ρόλο με ένα κλέψιμο στην τελευταία φάση του κρίσιμου 5ου αγώνα, ολοκληρώνοντας την ανατροπή, στο ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ.
Αφού πρόλαβε να πάρει γεύση από τον επίλογο της κυριαρχίας του “Αυτοκράτορα”, πέφτει στα χρόνια της παρακμής του, ωστόσο η ομάδα συχνά-πυκνά θυμίζει κάτι από τα περασμένα μεγαλεία της. Ο Αγγελίδης είναι αναπληρωματικός όταν ο Άρης του Τάρπλεϊ και του Γιαννάκη παίρνει το πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο του στο Τορίνο, στον επεισοδιακό τελικό του Κυπελλούχων με την Εφές, και αργότερα ως αρχηγός της ομάδας, κερδίζει το Κόρατς με την εμφατική νίκη μες στην Προύσα επί της Τόφας -δύο μέρες πριν τα γενέθλιά του.
Αλλά ο πιο ηρωικός τίτλος είναι μακράν το Κύπελλο του 98′, στο Φάιναλ Φορ του Αλεξανδρείου, με τον Άρη να κατεβαίνει μισός, με σύνθεση ανάγκης και απλήρωτους παίκτες απέναντι στους ισχυρούς της εποχής (ΠΑΟ, Ολυμπιακό, ΑΕΚ) και να σηκώνει την κούπα σα Σταχτοπούτα.
Ο Αγγελίδης συμπληρώνει μια δεκαετία στην ομάδα, η οποία σημαδεύεται από μια σειρά επεισόδια. Από αυτά ξεχωρίζουν:
-το γρονθοκόπημά του από το συμπαίκτη του Χάρολντ Έλις, σε μια προπόνηση, που τον άφησε εκτός δράσης για έναν αγώνα.
-το άλλο πυγμαχικό επεισόδιο με τον Γκάρι Αλεξάντερ της Μπεσίκτας (τη χρονιά που ο Άρης κατέκτησε το Κόρατς), σε έναν αγώνα που διακόπηκε κι επαναλήφθηκε (γιατί ακολουθούσε κι η ευρωπαϊκή υποχρέωση του ΠΑΟΚ στο ίδιο γήπεδο), ενώ παραλίγο να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο, με ένα πανό που έλεγε ότι η Κωνσταντινούπολη είναι η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους…
-Η υπόθεση ντόπινγκ με κάτι χάπια που του πάσαρε ο συμπαίκτης του, Μάρτιν Μιούρσεπ, αλλά είχε και κάτι άλλα χάπια μέσα και… αυτό ακριβώς τίποτα άλλο. Στη συνέχεια, η ομάδα του μηδενίστηκε γιατί χρησιμοποίησε κανονικά τους δύο παίκτες στη σειρά με τον ΠΑΟΚ, μέχρι να τελεσιδικήσει η απόφαση, αλλά το κόλπο δεν έπιασε.
-Η εκλογή του στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, με το Λαζαρίδη του ΠΑΣΟΚ, ψαρεύοντας από τη μεγάλη δεξαμενή των μπασκετικών ψήφων της πόλης.
-Και το νικητήριο καλάθι του στο ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ, όπου πανηγύριζε με πάθος, δείχνοντας τη φανέλα του στην κίτρινη πλευρά του γηπέδου.
Επειδή όμως στον επαγγελματικό αθλητισμό δε χωράνε τέτοια, πέντε χρόνια μετά, έμεινε ελεύθερος κι έκλεισε για μια χρονιά στον ΠΑΟΚ, το μισητό αντίπαλο των κιτρίνων. Η ομάδα του έφτασε ως τους τελικούς της Α1, αλλά ο ίδιος δεν έπιασε σπουδαία επίπεδα απόδοσης, για να φύγει στη Δάφνη και να κλείσει μάλλον άδοξα την καριέρα του, μόλις στα 32 του χρόνια.
Εκτός από τους τίτλους του με τον Άρη, η μεγαλύτερη διάκριση που πέτυχε ήταν με την Εθνική ομάδα, η συμμετοχή του στην αποστολή του Ευρωμπάσκετ του 89′, όπου είδε τα ιερά τέρατα του ελληνικού μπάσκετ να νικάνε τους Σοβιετικούς και να φτάνουν στο αργυρό μετάλλιο. Η επόμενη δεκαετία ήταν “δική” του, έστω και μια σκάλα κάτω από ό,τι οι μεγάλοι προκάτοχοί του…