Ν. Κρούπσκαγια – Τ’ αγαπημένα βιβλία του Ίλιτς
Η Ναντέζντα Κρούπσκαγια, στέλεχος του μπολσεβίκικου κόμματος και σύζυγος του Λένιν, θυμάται τα βιβλία και τους συγγραφείς που ξεχώριζε ο ηγέτης της μεγάλης Οχτωβριανής Επανάστασης και ιδρυτής του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο.
Στις 22 του Απρίλη 1870 γεννήθηκε ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, περισσότερο γνωστός ως Λένιν, συνεχιστής της επαναστατικής διδασκαλίας του Μαρξ και του Ένγκελς, ηγέτης της μεγάλης Οχτωβριανής Επανάστασης και ιδρυτής του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο.
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής αυτού του πραγματικού γίγαντα της επιστημονικής σκέψης, που αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση της εργατικής τάξης και όλων των καταπιεζόμενων μαζών, δεν θα μπορούσε να μην είναι αφιερωμένο στο διάβασμα. Ακόμα κι όταν ο ίδιος δεν μπορούσε να διαβάσει, προς το τέλος της ζωής του, η σύντροφός του Ναντέζντα Κρούπσκαγια του διάβαζε τα αγαπημένα του βιβλία.
Η Ναντέζντα Κονσταντίνοβα Κρούπσκαγια (1869 – 1939) ήταν σύζυγος του Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Λένιν), στέλεχος του μπολσεβίκικου κόμματος με μεγάλη συμβολή στην παιδαγωγική θεωρία και στην πρακτική. Το 1918 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Σοσιαλιστικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών. Με την άμεση καθοδήγησή της ιδρύθηκε και λειτούργησε η Ακαδημία Κομμουνιστικής Αγωγής, που αποτέλεσε τη βάση για τη μόρφωση των εκπαιδευτικών στη χώρα.
Στο κείμενο που ακολουθεί η Κρούπσκαγια θυμάται τα βιβλία και τους συγγραφείς που ο Λένιν ξεχώριζε. Από το βιβλίο “Β. Ι. Λένιν – Για τη λογοτεχνία και την τέχνη”, μετάφραση Αλεξ. Αυγερινός, εκδ. Αναγνωστίδη, χ.χ.
Τ’ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΙΛΙΤΣ
«Αναμνήσεις για τον Λένιν από τους συγγενείς του», Μόσχα 1956, σελ. 201-207.Στη Σιβηρία έφερα μαζί μου και βιβλία του Πούσκιν, του Λέρμοντοφ και του Νεκράσοφ. Ο Ίλιτς τα ταχτοποίησε κοντά στο κρεββάτι του, δίπλα στον Χέγγελ, κι όλο και τα διάβαζε τ’ απογεύματα. Ο Πούσκιν ήταν ο αγαπημένος του. Μα δεν ήταν μονάχα το ύφος που του άρεσε. Λ.χ. αγαπούσε πολύ το «Τι πρέπει να γίνει;» του Τσερνισέφσκι, παρόλο που το ύφος του ήταν κάπως απλοϊκό. Έμεινα έκπληκτη όταν είδα πόσο προσεχτικά διάβαζε το βιβλίο αυτό και πώς σημείωνε τα καλύτερα μέρη του. Εξόν απ’ αυτό, αγαπούσε πολύ τον Τσερνισέφσκι και στο άλμπουμ του από τη Σιβηρία ήταν βαλμένες δυο φωτογραφίες αυτού του συγγραφέα και στη μια μάλιστα είχε γραμμένη την ημερομηνία της γέννησής του και του θανάτου του. Αυτό το άλμπουμ είχε και φωτογραφίες του Έμιλ Ζολά και των Ρώσων συγγραφέων Χέρτσεν και Πισάρεφ.
Πάντως ο Ίλιτς αγαπούσε πολύ τον Πισάρεφ και διάβασε πολλά από τα έργα του. Στη Σιβηρία είχαμε στα γερμανικά κι ένα αντίτυπο του «Φάουστ» του Γκαίτε κι ένα τόμο ποιημάτων του Χάινε.
Μετά την επιστροφή μας στη Μόσχα από την εξορία ο Ίλιτς πήγε στο θέατρο κι είδε το «Der Kutcher Hanschel». Στο τέλος είπε πώς του άρεσε πολύ.
Από τα βιβλία που του άρεσαν, όταν μέναμε στο Μόναχο, θυμάμαι το «Bei Mama» του Γκέρχαρντ και το «Butnerbauer» του Πόλενζ.
Τον καιρό της δεύτερης μετανάστευσής μας στο Παρίσι ο Ίλιτς ευχαριστιόταν με το να διαβάζει τις «Ποινές» του Βίκτωρα Ουγκώ, που είχαν σαν θέμα τους την επανάσταση του 1848. Το έργο αυτό ο Ουγκώ το έγραψε όταν βρισκόταν στο εξωτερικό και τ’ αντίτυπά του πέρασαν παράνομα στη Γαλλία. Παρόλο που το διακρίνει ένα πομπώδικο αφελές ύφος, νοιώθει ο καθένας την επαναστατική του πνοή. Ο Ίλιτς πήγαινε συχνά στα καφέ και στα θέατρα των προαστίων του Παρισιού για ν’ ακούσει τα επαναστατικά τραγούδια, που στις εργατικές συνοικίες λέγανε για κάθε πράγμα — για την εκλογή ενός περιοδεύοντα αγκιτάτορα στη Βουλή των αντιπροσώπων από μεθυσμένους αγρότες, για το μεγάλωμα των παιδιών, για την ανεργία και τόσα άλλα. Ο Ίλιτς αγαπούσε ιδιαίτερα τον Μοντέγκους. Γιος κομμουνάρου του Παρισιού, ήταν δημοφιλής στις εργατικές συνοικίες. Πραγματικά, στ’ αυτοσχέδια τραγούδια του — ποτισμένα με το άρωμα της ζωής — δεν εκθέτονταν μια συγκεκριμένη ιδεολογία, μα την επικαλούνταν πολύ συχνά. Ο Ίλιτς πολλές φορές μουρμούριζε το Χαιρετισμό του στο 17ο σύνταγμα, που αρνήθηκε να πυροβολήσει τους απεργούς: «Γεια σας, γεια σας στρατιώτες του 17ου». Ο Ίλιτς κάποτε σ’ ένα ρώσικο απογευματινό κουβέντιαζε με τον Μοντέγκους κι ήταν παράξενο να βλέπεις αυτούς τους ολότελα διαφορετικούς ανθρώπους — όταν ξέσπασε ο πόλεμος έγινε σωβινιστής — να ονειρεύονται την παγκόσμια επανάσταση. Αυτά όμως τα πράγματα συμβαίνουν — συναντάς κάποιον στο βαγόνι του τραίνου, που δεν τον ξανάδες ποτέ πριν και στον ήχο των σιδηροτροχιών συζητάς μαζί του σοβαρά και λες πράματα που ποτέ δεν θα τάλεγες και μετά χωριζόσαστε και δεν ξαναβλέπεστε πια. Έτσι έγινε και τότε, θυμάμαι πως η συζήτηση γινότανε στα Γαλλικά κι είναι πιο εύκολο να ονειροπολείς φωναχτά σε μια ξένη γλώσσα παρά στη δική σου. Μερικές ώρες την ήμερα μάς βοηθούσε στο σπίτι μια Γαλλίδα. Κάποτε ο Ίλιτς την άκουσε να τραγουδά ένα τραγούδι για την Αλσατία. Της ζήτησε να το ξανατραγουδήσει και αφού έμαθε τα λόγια τα τραγουδούσε συχνά μόνος του. Το τραγούδι τέλειωνε με τα λόγια:
«Μας πήρατε την Αλσατία και τη Λωρραίνη,
μα εμείς παρά τη θέλησή σας θα μείνουμε Γάλλοι.
Κάνατε γερμανικά τα χώματά μας,
μα τις καρδιές μας ποτέ δεν θα τις πάρετε!»Ήταν στα 1909 όταν η αντίδραση ήταν ακράτητη και το κόμμα υποχωρούσε. Μα το επαναστατικό του πνεύμα δε διαλύονταν. Το τραγούδι ταίριαζε στη διάθεση του Ίλιτς. Έπρεπε να τον ακούσει κανείς με τι πάθος έλεγε:
«Μα τις καρδιές μας δε θα τις πάρετε ποτέ!»
Αυτά τα σκληρά χρόνια της μετανάστευσης, για τα οποία ο Ίλιτς μιλούσε πάντοτε μ’ ένα αίσθημα λύπης (όταν γυρίσαμε στή Ρωσία ξανάπε ακόμα μια φορά αυτό που συχνά έλεγε: «Γιατί ποτέ δεν αφήσαμε τη Γενεύη για το Παρίσι) — εκείνα τα φριχτά χρόνια που όλο κι ονειροπολούσε ή τη συνομιλία του με τον Μοντέγκους ή τραγουδούσε με θέρμη το τραγούδι για την Αλσατία ή τις άγρυπνες νύχτες που διάβαζε Βέρχερεν.
Αργότερα, τον καιρό του πολέμου τον Ίλιτς τον εντυπωσίασε «Η Φωτιά» του Μπαρμπύς, που θεωρούσε σαν ένα εξαιρετικά σπουδαίο βιβλίο — ένα βιβλίο που ανταποκρίνονταν στα αισθήματά του.
Στο θέατρο πηγαίναμε σπάνια. Τις λίγες φορές πού πήγαμε τα γλυκανάλατα του έργου και το κακό παίξιμο νευρίαζαν τον Ίλιτς. Συνήθως φεύγαμε από το θέατρο μετά την πρώτη πράξη του έργου. Οι άλλοι σύντροφοι γελούσαν μαζί μας και ρωτούσαν γιατί ξοδεύαμε τα λεφτά μας. Μια φορά ωστόσο ο Ίλιτς κάθησε σ’ ολόκληρο το έργο, ήταν νομίζω στη Βέρνη τα τέλη του 1915 και παίζονταν το έργο του Τολστόι «Τα ζωντανά πτώματα». Παίζονταν στα γερμανικά και ο πρωταγωνιστής, που ήταν Ρώσος, πέτυχε να αποδώσει τις ιδέες του Τολστόι. Ο Ίλιτς παρακολούθησε κάθε λεπτομέρεια του έργου με ένταση και έξαψη.
Τέλος, στή Ρωσία, στον Ίλιτς η καινούργια τέχνη φαίνονταν κάπως ξένη καί ακατανόητη. Κάποτε μας προσκάλεσαν σε μια παράσταση στο Κρεμλίνο για τον Κόκκινο Στρατό. Ο Ίλιτς τοποθετήθηκε στην πρώτη σειρά. Η ηθοποιός Γκζόφσκαγια, που απάγγελνε κάτι του Μαγιακόφσκι — «Η ταχύτητα είναι το σώμα μας και το χτύπημα της καρδιάς μας» — βρίσκονταν μπροστά ακριβώς στον Ίλιτς, που τον εξέπληξε αυτό το απρόοπτο και πρόσεχε ελάχιστα την απαγγελία. Όταν η Γκζόφσκαγια αντικαταστάθηκε από ένα ηθοποιό που θα έπαιζε τον «Κακοποιό» του Τσέχοφ, οΊλιτς ξεφύσησε μ’ ανακούφιση.
Κάποιο απόγευμα ο Ίλιτς θέλησε να δει από μόνος του πώς περνούσαν οι κομμούνες. Αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τη νεαρή μας φίλη Βάρια Αρμάντ, που ζούσε σέ μια κομμούνα για μαθητές του σχολείου τέχνης. Νομίζω πως κάναμε την επίσκεψη την ημέρα που θάφτηκε ο Κροπότκιν, το 1921. Ήταν χρόνος πείνας, μα οι νέοι ήταν ενθουσιασμένοι. Όσοι έμεναν στην κομμούνα κοιμόνταν χωρίς πολυτέλειες σε απλούς πάγκους και δεν είχαν ούτε ψωμί ούτε αλάτι. «Έχουμε όμως δημητριακά», είπε ένα μέλος της κομμούνας, που το πρόσωπό του αχτινοβολούσε. Μ’ αυτά κάναμε μια ωραία σούπα για τον Ίλιτς. Ο Ίλιτς κοίταζε τους νέους, τα χαρούμενα πρόσωπα των αγοριών και των κοριτσιών που τον περιστοίχιζαν και η χαρά τους αντανακλούσε στο πρόσωπό του. Του έδειξαν τ’ απλά τους σχέδια, του εξήγησαν τη σημασία τους και τον βομβάρδιζαν μ’ ερωτήσεις. Κι αυτός, χαμογελώντας, απόφευγε ν’ απαντήσει και απόκρουε τις ερωτήσεις λέγοντας: «Κι εσείς τι διαβάζετε; Διαβάζετε τον Πούσκιν;». «Ω, όχι», είπε κάποιος «στο κάτω-κάτω ήταν ένας αστός. Διαβάζουμε τον Μαγιακόφσκι». Ο Ίλιτς χαμογέλασε. «Νομίζω», είπε, «πως ο Πούσκιν είναι καλύτερος». Μετά απ’ αυτό ο Ίλιτς συμπάθησε περισσότερο τον Μαγιακόφσκι. Αργότερα όταν άκουγε τ’ όνομα του ποιητή θυμόταν τους νέους μαθητές της τέχνης που όντας γεμάτοι ζωντάνια και χαρά κι έτοιμοι να πεθάνουν για το σοβιετικό σύστημα δεν έβρισκαν άλλες λέξεις στή σύγχρονη γλώσσα για να εκφράσουν τούς εαυτούς τους και τις αναζητούσαν στους σκοτεινούς στίχους του Μαγιακόφσκι. Ωστόσο, ο Ίλιτς αργότερα επαίνεσε τον Μαγιακόφσκι για τούς στίχους του που γελοιοποιούσαν τη Σοβιετική γραφειοκρατία. Από τα βιβλία εκείνου του καιρού, θυμάμαι πως ο Ίλιτς ενθουσιάστηκε με το πολεμικό μυθιστόρημα του Έρενμπουργκ. «Ξέρεις», είπε θριαμβευτικά, «αυτό το βιβλίο του Ιλία του Δασύμαλλου (ψευδώνυμο του Έρενμπουργκ) είναι μια θαυμάσια δουλειά».
Στο θέατρο τέχνης πήγαμε αρκετές φορές. Μια φορά είδαμε «Τον κατακλυσμό» που του Ίλιτς του άρεσε πάρα πολύ. Την άλλη μέρα είδαμε «Το βυθό» του Γκόρκι. Ο Γκόρκι άρεσε στον Ίλιτς και σαν άνθρωπος, με τον οποίο συνδέθηκε στενά στο συνέδριο του κόμματος στο Λονδίνο και σαν καλλιτέχνης. Είπε πως ο καλλιτέχνης Γκόρκι ήταν σε θέση v’ αδράττει τα πράγματα αμέσως. Με τον Γκόρκι μιλούσε πάντοτε με μεγάλη ειλικρίνεια. Και είναι ευνόητο πως είχε μεγάλες απαιτήσεις από τις δημιουργίες του Γκόρκι. Οι υπερβολές τον ερέθιζαν. Μετά την παράσταση «Του Βυθού» απόφευγε για πολύν καιρό το θέατρο. Κάποτε οι δυο μας πήγαμε να δούμε το «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ που του άρεσε πάρα πολύ. Τέλος, για τελευταία φορά που πήγαμε στο θέατρο, το 1921, είδαμε την παράσταση «Τριζόνι στην πυροστιά» του Ντίκενς. Μετά την πρώτη πράξη ο Ίλιτς το βρήκε βαρετό. Η ζαχαρένια αισθηματολογία του τον νευρίασε και ενώ γινόταν η συνομιλία του γέρου κατασκευαστή παιχνιδιών και της τυφλής κόρης του, δε μπορούσε να το αντέξει και φύγαμε στη μέση της πράξης.
Κάποτε, όταν άκουγε ποίηση κοιτούσε έξω από το παράθυρο ατενίζοντας τον ήλιο που έδυε. Θυμάμαι το ποίημα που τέλειωνε με τις λέξεις «Ποτέ, ποτέ οι κομμουνάροι δε θα γίνουν σκλάβοι». Καθώς το διαβάζω, μου φαίνεται πως επαναλαμβάνω μια υπόσχεση στον Ίλιτς. Ποτέ, ποτέ δεν θα παραδώσουμε ούτε μια κατάχτηση της επανάστασης…
Δυο μέρες πριν πεθάνει του διάβασα μια ιστορία του Τζακ Λόντον — το βιβλίο κείτεται τώρα στο τραπέζι του δωματίου του — «Η αγάπη της ζωής». Είναι μια ρωμαλέα ιστορία. Σε μια χιονισμένη πλαγιά, που δεν ξαναπάτησε ανθρώπινη ύπαρξη, ένας άνθρωπος άρρωστος από την πείνα βαδίζει στη γέφυρα ενός ποταμού. Η δύναμή του τον εγκαταλείπει, δεν περπατά πια μα σέρνεται. Ακριβώς από πίσω του έρχεται σέρνοντας ένας πεινασμένος κι ετοιμοθάνατος λύκος. Στην πάλη που γίνεται ανάμεσα στον άνθρωπο και στο λύκο, ο άνθρωπος νικάει και μισοπεθαμένος και μισότρελος πετυχαίνει το σκοπό του. Ο Ίλιτς συναρπάστηκε απ’ αυτή την ιστορία. Ωστόσο η δύναμη στον Λόντον είναι ανακατωμένη και με υπερβολική αδυναμία. Η δεύτερη ιστορία ήταν ολότελα διαφορετική — κήρυγμα αστικής ηθικής: ο καπετάνιος του καραβιού υπόσχεται στον ιδιοκτήτη πως θα πουλήσει το φορτίο του σταριού σε καλή τιμή και θυσιάζει τη ζωή του για να κρατήσει το λόγο του. Ο Ίλιτς γέλασε και σήκωσε τα χέρια.
Ήταν η τελευταία φορά που του διάβασα.