100 χρόνια Bauhaus – Ό,τι είναι πρακτικό, είναι και όμορφο
12-04-2019
Η πιο σημαντική συμβολή του Bauhaus είναι ίσως η ενότητα θεωρίας και πρακτικής στην καλλιτεχνική (ή αρχιτεκτονική) δημιουργία, η σύνδεση της τέχνης με την τεχνική (που στα ελληνικά συνδέονται κι ετυμολογικά), η μάθηση μέσα από την πράξη-πρακτική, η σφαιρική γνώση και η ταυτόχρονη διδασκαλία από καθηγητές, αλλά και μάστορες-τεχνικούς, μες στην τάξη.
Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της σχολής του Bauhaus -που την τιμεί σήμερα και το λογότυπο της Google- οπότε μας δίνει την αφορμή για λίγα εισαγωγικά σχόλεια και στοιχεία.
.
Ετυμολογικά το Bauhaus συνδέεται με την κατασκευή κτιρίων, από το ρήμα χτίζω (bauen) και το ουσιαστικό σπίτι (Ηaus)*, και συνηθίζουμε να το ταυτίζουμε με την αρχιτεκτονική. Στην πραγματικότητα όμως είναι λάθος να περιορίζουμε τους ορίζοντές του, αφού πρόκειται για μια αρχιτεκτονική-καλλιτεχνική σχολή, που συνδέθηκε με διάφορα πεδία, όπως τη ζωγραφική και την κατασκευή αντικειμένων.
(*για την ακρίβεια είναι αντιστροφή των συνθετικών της λέξης Hausbau που σημαίνει οικοδόμηση)
Μια άλλη συνηθισμένη παρανόηση είναι να θεωρούμε το Bauhaus καλλιτεχνικό ρεύμα, ενώ πρόκειται για σχολή που ακολούθησε κάποιες βασικές αρχές, αλλά συνδέθηκε με διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα (ιμπρεσιονισμός, κυβισμός, κονστρουκτιβισμός), πολλές φορές με αντιφατικά αποτελέσματα, καθώς υπήρχαν ουσιώδεις διαφορές στη φιλοσοφία τους, τις μεθόδους και τους στόχους τους.
.
Βασική επιδίωξη του Bauhaus ήταν να αλλάξει τον κόσμο, τα πράγματα γύρω μας, γι’ αυτό συνδέεται με το μοντέρνο κίνημα, που έρχεται σε βαθιά ρήξη με το παλιό -και πιο ειδικά στην τέχνη με τον νεοκλασικισμό, που μιμούταν τα πρότυπα της κλασικής αρχαιότητας, τη νοσταλγική αντίδραση του ρομαντισμού στις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνταν, κτλ. Το Bauhaus επηρεάζεται καθοριστικά από τα επαναστατικά κινήματα που συγκλονίζουν την εποχή του, στις αρχές του 20ού αιώνα και το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, αναδιαμορφώνουν τον κόσμο και αξιώνουν να τον μετασχηματίσουν ριζικά. Μια επανάσταση δεν μπορεί να λάβει χώρα εν κενώ, να δώσει καρπούς σε καπιταλιστικό περίγυρο, χωρίς να συνδεθεί με τη νίκη μιας πολιτικής-κοινωνικής επανάστασης.
.
Αυτά μας δίνουν το ιστορικό πλαίσιο της σχολής του Bauhaus από το 1919 ως το 1933, δηλ από τα τέλη του Α’ Π.Π. (στα συντρίμια της δυναστείας των Χοεντσόλερν, αλλά και στο έδαφος της ήττας της εργατικής επανάστασης, στο Βερολίνο, τη Βαυαρία, κ.α.) μέχρι την επικράτηση του ναζισμού, που κυνήγησε κι έκλεισε τη Σχολή, θεωρώντας (σωστά εν μέρει) πως έχει μαρξιστικές, σοβιετικές καταβολές κι επιρροές. Έχει ένα σημειολογικό ενδιαφέρον πως η Σχολή ιδρύθηκε στη Βαϊμάρη, όπως κι η ομώνυμη “γερμανική δημοκρατία”, κι είχε την ίδια ακριβώς διάρκεια ζωής, αν και πολύ διαφορετική εξέλιξη (η Σχολή απέκτησε πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά κατά τη δεύτερη φάση της λειτουργίας της, στην πόλη Ντεσάου).
.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή, όπου υπάρχουν αυξημένες στεγαστικές ανάγκες, καθώς δυναμώνει η τάση συσσώρευσης πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα (το προλεταριάτο των πόλεων που προσφέρει φτηνή, εργατική δύναμη για να λειτουργήσουν τα εργοστάσια), ενώ πρέπει να αποκαταστηθούν οι εκτεταμένες ζημιές από τον καταστροφικό πόλεμο που προηγήθηκε. Παράλληλα, στη βιομηχανία έχουμε την εμφάνιση-επικράτηση της μαζικής παραγωγής, του φορντισμού-τεϊλορισμού, κλπ. Συνεπώς υπάρχει μια άμεση, πρακτική ανάγκη για μαζική κατασκευή νέων κτιρίων, που έρχεται συχνά σε αντίθεση-σύγκρουση με την ικανοποίηση των αισθητικών κριτηρίων-προδιαγραφών.
.
Είναι μια μορφή της κλασικής “πολυτεχνικής αντίθεσης” μεταξύ πολιτικών μηχανικών και αρχιτεκτόνων -τους τελευταίους οι υπόλοιποι δεν τους θεωρούν “πολυτεχνίτες” αλλά φευγάτους καλλιτέχνες, που ζούνε στο δικό τους κόσμο και σχεδιάζουν εξίσου φευγάτες, πρωτοποριακές κατασκευές, χωρίς να τους απασχολεί ιδιαίτερα αν όλα αυτά μπορούν να γίνουν, να σταθούν χωρίς να καταρρεύσουν, κι αν έχουν ρεαλιστικό κόστος κατασκευής.
.
Αυτό είναι κι ένα χαρακτηριστικό πρόβλημα που αντιμετώπισαν στις σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα: τι είδους οικοδόμηση (κτιρίων, σπιτιών, κτλ) ταιριάζει κι εξυπηρετεί τις ανάγκες της οικοδόμησης της κοινωνίας του μέλλοντος.
Η πράξη έδειξε πως η χρηστική αξία είχε προτεραιότητα έναντι της αισθητικής, κάτι που εκφράστηκε με πολλές μουντές εργατικές κατοικίες, που έμοιαζαν με πελώρια, τσιμεντένια κουτιά, χωρίς καμία φαντασία και ομορφιά. Το περιεχόμενο επικράτησε της μορφής -αντί να συνδυαστούν διαλεκτικά- και οι οξυμένες στεγαστικές ανάγκες έβαλαν -κατά κανόνα- σε δεύτερο πλάνο τα ωραία αρχιτεκτονικά σχέδια.
.
Το Bauhaus έρχεται να αντιμετωπίσει ως πρόκληση αυτήν ακριβώς την αντίθεση και να επιχειρήσει την υπέρβασή της. Η βασική θέση της σχολής είναι πως ένα αντικείμενο (πχ κτίριο) μπορεί να συνδυάζει την ομορφιά με την πρακτική χρησιμότητα. Με άλλα λόγια η αρχή πως “αν κάτι σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί το σκοπό του, η ομορφιά ακολουθεί από μόνη της”, δηλ την αρχή της λειτουργικότητας (φονξιοναλισμός). Η πράξη ωστόσο αποδεικνύεται πιο σύνθετη από τη θεωρία, καθώς η λειτουργική λιτότητα μπορεί να πέσει στην παγίδα της μονοτονίας, ενώ η τέχνη καλλιεργείται στο έδαφος του “περιττού”, πέρα από το βασίλειο της αναγκαιότητας, κι είναι δύσκολο να συνδεθεί με την απέριττη λειτουργικότητα και τις αμείλικτες απαιτήσεις της πραγματικής ζωής.
.
Το Bauhaus στράφηκε στις δυνατότητες της μηχανής κι αξιοποίησε σύγχρονα υλικά, όπως το μπετό, το χάλυβα και το γυαλί. Οι κατασκευές του διακρίνονται από απλότητα και λειτουργικότητα. Κάποιες χαρακτηρίζονται από διαφάνεια (που συνδέεται με την ειλικρίνεια και δεν έχει καμία σχέση με την “γκλάσνοστ” του Γκόρμπι) κι άλλες ξεφεύγουν από τον κανόνα-περιορισμό της συμμετρίας, βάζοντας σε προτεραιότητα τους λειτουργικούς σκοπούς (πχ ενός κτιρίου).
.
Αλλά η πιο σημαντική συμβολή του Bauhaus είναι ίσως η ενότητα θεωρίας και πρακτικής στην καλλιτεχνική (ή αρχιτεκτονική) δημιουργία, η σύνδεση της τέχνης με την τεχνική (που στα ελληνικά συνδέονται κι ετυμολογικά), η μάθηση μέσα από την πράξη-πρακτική, η σφαιρική γνώση και η ταυτόχρονη διδασκαλία από καθηγητές, αλλά και μάστορες-τεχνικούς, μες στην τάξη.
Σε δεύτερο πλάνο, θα μπορούσαν να μας απασχολήσουν μια σειρά ζητήματα: η στροφή στην πράξη, που ως ένα βαθμό ερμηνεύτηκε ως στροφή στην εμπορευματοποίηση (παραγωγή προϊόντων για εμπορική αξιοποίηση). Η περίπτωση ενός από τους διευθυντές της Σχολής, του Χάνς Μέγιερ, και οι μαρξιστικές του καταβολές. Τα όρια του Bauhaus κι οι λόγοι της μερικής του αποτυχίας (πέρα από το ιστορικό γεγονός της επικράτησης των ναζί στη Γερμανία). Η επικαιρότητα του Bauhaus κι η χρησιμότητά του στο σήμερα.
Αλλά μια αναλυτική αναφορά σχετικά με αυτά ξεφεύγει από τα πλαίσια της σημερινής, σύντομης εισαγωγής