Μονοκαλλιέργεια αρωματικών φυτών ή «μονοκαλλιέργεια» ηλεκτρικής ενέργειας;
Αρκετά ακούγονται τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το πρώτο περιφερειακό συνέδριο στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, στην Κοζάνη, για τη μεταλιγνιτική εποχή στη Δυτική Μακεδονία. Η κυβέρνηση και δια στόματος του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης αναδεικνύει τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» της περιοχής και ξεκινά την «παραγωγική ανασυγκρότηση» από εκεί. Πώς;
Αρκετά ακούγονται τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το πρώτο περιφερειακό συνέδριο στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, στην Κοζάνη, για τη μεταλιγνιτική εποχή στη Δυτική Μακεδονία. Η κυβέρνηση και δια στόματος του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, Ευ. Αποστόλου, αναδεικνύει τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» της περιοχής και ξεκινά την «παραγωγική ανασυγκρότηση» από εκεί. Πώς; Με αύξηση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, μέσω της καλλιέργειας των εκτάσεων που αποκαταστάθηκαν ή βρίσκονται σε διαδικασία αποκατάστασης από τη ΔΕΗ.
Αξίζει στο σημείο αυτό να δώσουμε κάποιους ορισμούς. Για το έδαφος π.χ. ως φυσικός σχηματισμός της επιφάνειας της γης έχουν δοθεί διάφοροι ορισμοί, επειδή χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο με ποικίλους τρόπους. Ένας εξ’ αυτών ορίζει το έδαφος ως ένα φυσικό σχηματισμό που δημιουργείται στην επιφάνεια της γης από τα προϊόντα αποσάθρωσης των πετρωμάτων, με την μακρόχρονη επίδραση του κλίματος και των ζώντων οργανισμών. Το έδαφος λοιπόν είναι ένα φυσικό, ανοικτό σύστημα που δέχεται επιδράσεις από το περιβάλλον και επιδρά σε αυτό. Το πιο γόνιμο τμήμα του βρίσκεται πιο κοντά στην επιφάνεια, εκεί όπου δραστηριοποιούνται και οι ρίζες των φυτών. Η γεωργική γη έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ιδιότητες ώστε να είναι δυνατή η εγκατάσταση γεωργικών εκμεταλλεύσεων με ικανοποιητική παραγωγή. Τέλος, το μητρικό υλικό βρίσκεται βαθύτερα, προέρχεται από την αποσάθρωση των πετρωμάτων και είναι αυτό που δημιουργεί με πολύ αργούς ρυθμούς νέο έδαφος. Για να δημιουργηθεί ένα εκατοστό έδαφος στη φύση χρειάζονται 200-400 χρόνια.
Τι γίνεται όμως όταν το έδαφος εξορύσσεται;
Διαχωρίζεται ο λιγνίτης και τα υπόλοιπα υλικά (υπερκείμενα, ενδιάμεσα και μη απολήψιμα λιγνιτικά στρώματα) μεταφέρονται σε ειδικούς χώρους αποθέσεων, όπου αναμιγνύονται με την ιπτάμενη τέφρα (υπόλειμμα της καύσης του λιγνίτη). Η τυχαία ανάμειξη των υλικών αυτών έχει συχνά ως αποτέλεσμα τον ενταφιασμό και την καταστροφή του πολύτιμου φυσικού πόρου, της γεωργικής γης.
Η ΔΕΗ έχει αρχίσει την αποκατάσταση των εδαφών των αποθέσεων. Η διαδικασία αυτή διαρκεί 2 με 4 έτη, στη διάρκεια των οποίων θεωρείται ότι η επιφάνεια του εδάφους έχει συμπιεστεί αρκετά και από την έκθεσή της στην ατμόσφαιρα έχει αποκτήσει κάποιες επιθυμητές ιδιότητες, όπως είναι οι μικροβιολογικές διεργασίες και ο σχηματισμός υποτυπώδους δομής.
Σύμφωνα με τη ΔΕΗ, κατά την αποκατάσταση, έχει γίνει έλεγχος της γονιμότητας του επιφανειακού υλικού των αποθέσεων µε δειγματοληψία και εργαστηριακές αναλύσεις. Ακολουθεί ενδεχομένως διάστρωση επιφανειακού εδάφους σε πάχος 20-50cm και, σε επιλεγμένες θέσεις, εμπλουτισμός του εδάφους µε οργανικό υλικό (υλικό από την εξόρυξη που δεν χρησιμοποιείται στα ορυχεία). Το έδαφος που προκύπτει είναι μακροσκοπικά και μικροσκοπικά κατάλληλο για το σκοπό που προορίζεται.
Τα εδάφη των αποθέσεων έχουν αναλυθεί από ερευνητές ελληνικών Πανεπιστημίων, ως προς τη συγκέντρωση ορισμένων στοιχείων. Ορισμένα από τα συμπεράσματα που διατυπώνονται, είναι: Ο σίδηρος, σε πολλές θέσεις που μετρήθηκε, υπερβαίνει κατά πολύ τις υψηλές τιμές. Ο ψευδάργυρος, ο χαλκός και το μαγγάνιο βρίσκονται σε τιμές εντός των ορίων. Τι συμβαίνει όμως με άλλα στοιχεία π.χ. το σελήνιο για το οποίο δεν έχουν προταθεί και μελετηθεί όρια στο έδαφος;
Όλα αυτά μας αφορούν και μας επηρεάζουν γιατί μέσω της τροφικής αλυσίδας, τα στοιχεία του εδάφους μεταφέρονται στα φυτά, στη συνέχεια στα ζώα και κάποια στιγμή στον άνθρωπο. Η σημαντικότερη παράμετρος είναι ότι στο «ταξίδι» αυτό για ορισμένα στοιχεία πολλαπλασιάζεται η συγκέντρωσή τους κι έτσι φτάνουν στο πιάτο μας εγκυμονώντας αυξημένο κίνδυνο για την υγεία μας. Σε έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε η είσοδος και η βιοσυσσώρευση τουλάχιστον δύο στοιχείων από αυτά που εξετάστηκαν, του σιδήρου και του σεληνίου, σε φυτά και επομένως στην τροφική αλυσίδα. Μένει να εξεταστεί αν τα ζώα, τα οποία τρέφονται με τα φυτά αυτά παρουσιάζουν αυξημένες συγκεντρώσεις των στοιχείων αυτών στους ιστούς τους.
Μέχρι το 2012 είχε υλοποιηθεί αποκατάσταση εδαφών σε 50.000 στρέμματα, εκ των οποίων τα περίπου 11.500 αφορούν εκτάσεις για γεωργική χρήση. Οι προτάσεις για καλλιέργεια αρκετές αλλά φαίνεται να προκρίνονται τα φαρμακευτικά φυτά, δια στόματος και του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης.
Η καλλιέργεια λεβάντας, με βάση οικονομοτεχνικές μελέτες, δίνει καθαρό κέρδος κάτι λιγότερο από 600 ευρώ το στρέμμα. Όμως η εμπειρία από την καλλιέργεια στην περιοχή άλλα δείχνει. Η μέση απόδοση ανά στρέμμα είναι 4-5 λίτρα έλαιο, µε τιμή 70 ευρώ ανά λίτρο για την πρώτη ποιότητα. Αφαιρώντας τα έξοδα για καλλιεργητικές φροντίδες, αμοιβές εργατικών, το κέρδος στην πράξη φτάνει στα 220 ευρώ ανά στρέμμα. Να επισημάνουμε ότι η καλλιέργεια φτάνει σε ικανοποιητική απόδοση στο τρίτο έτος και το κόστος εγκατάστασης κυμαίνεται στα 300 ευρώ το στρέμμα.
Επιπλέον, ποιο θα είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων; Οι νέοι ή οι κατ’ ανάγκη νέοι αγρότες θα πληρώνουν το συμβολικό ενοίκιο των 10 ευρώ/στρέμμα, για τις εκτάσεις που με βάση διάταξη του νόμου 1280/1982 θα έπρεπε να επαναποδοθούν στο δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα; Κάτι που όμως δεν ισχύει σήμερα, αφού με τροπολογία του 2001 καταργήθηκε η συγκεκριμένη διάταξη, με αποτέλεσμα η ΔΕΗ να μετατραπεί στον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη εκτάσεων της περιοχής, ενώ έχει απολέσει τον αποκλειστικά δημόσιο χαρακτήρα της.
Οι απαλλοτριωμένες εκτάσεις στην περιοχή αναμένεται να ανέλθουν συνολικά σε περίπου 200 χιλ. στρέμματα και από αυτά τα περίπου 90.000 θα δοθούν για γεωργική χρήση. Με ποιες καλλιέργειες; Αρωματικά φυτά για να «ολοκληρωθούμε» ως Ευρωπαίοι και να συνεισφέρουμε στην Ένωση αυτά που πάντα ήθελε από την Ελλάδα του νότου; Ή μήπως θα χρησιμοποιηθούν για την καλλιέργεια ενεργειακών φυτών για να καλύψουν τις ανάγκες της σχεδιαζόμενης μονάδας βιομάζας (25 MW) στην περιοχή, της «ΔΕΗ Ανανεώσιμες» (για την παραγωγή της πρώτης ύλης χρειάζονται περίπου 100.000 στρέμματα γης, για την καλλιέργεια των κατάλληλων ενεργειακών φυτών);
(Φωτογραφία: Κέντρο λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα – Yannis Kolesidis/epa/Newscom)