Σεμίνα Διγενή: «Είναι τιμή μου να βρίσκομαι δίπλα σε αυτούς που μ’ ενέπνεαν από μικρό παιδί»
Αισθάνομαι μια απίστευτη ενέργεια και ένα δημιουργικό πάθος, που είχα χρόνια να νιώσω.
«Νομίζω πως απώτερος σκοπός του ανθρώπου είναι να γίνει επαναστάτης», έχει πει ο Τσε Γκεβάρα, και αυτή η φράση ταιριάζει απόλυτα στη Σεμίνα Διγενή, που έφερε τη δική της επανάσταση στη δημοσιογραφία, στον τρόπο που προσεγγίζει κανείς τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Αεικίνητη και δραστήρια, δεν μοιάζει διατεθειμένη να παραιτηθεί από την αναζήτηση, την εξερεύνηση, την ανάγκη να μαθαίνει και να εξελίσσεται. Τον Νοέμβριο του 2018 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, το «Κίτρινο Υποβρύχιο», μία τοιχογραφία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ένα συναρπαστικό κολάζ από βιώματα και συναντήσεις με ανθρώπους που την σημάδεψαν. Τελευταίο της εγχείρημα η κάθοδος στις ευρωεκλογές μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ. Ας απολαύσουμε όλα όσα μας είπε για την πολιτική, το βιβλίο και τη ζωή γενικότερα…
Είσαι από το 1975 στις εφημερίδες και από το 1982 στην τηλεόραση. Ποια είναι η στιγμή που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;
Είναι χιλιάδες οι στιγμές που δεν ξεχνιούνται. Η στιγμή απέναντι στον Χατζιδάκι, τον Φελίνι, τον Χορν, τον Γκάσμαν, τον Καντάφι, οι στιγμές που κάνω συνεντεύξεις σε Γυάρο και Μακρόνησο με παλιούς εξόριστους εκεί κι ανάμεσά τους την Αλέκα Παΐζη, η στιγμή που μ’ έστειλε ξημερώματα ο Φυντανίδης να φέρω ρεπορτάζ από το νεκροτομείο που βρισκόταν ο Αλέκος Παναγούλης, τα ντοκιμαντέρ στην Κούβα και οι συναντήσεις με τα παιδιά του Τσε Γκεβάρα και τον σύντροφό του στο θρυλικό ταξίδι με τη μοτοσυκλέτα, Αλμπέρτο Γρανάδο, οι στιγμές στη δίκη της χούντας, οι συναυλίες του Μίκη.
Πρόσφατα ανακοινώθηκε πως θα είσαι υποψήφια ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ. Γιατί ΚΚΕ, Σεμίνα; Ανέφερες πως θέλεις «να είσαι με τους έντιμους». Μόνο αυτό είναι ή κάτι περισσότερο;
Πολλά περισσότερα. Το ζήτημα για εμένα δεν είναι αν θα πάω ή όχι στην Ευρωβουλή. Είμαι εδώ, όπως ήμουν πάντα, όλα αυτά τα χρόνια, με τον τρόπο που είχα επιλέξει και τις όποιες δυνάμεις μου. Είναι τιμή μου να βρίσκομαι δίπλα σε αυτούς που μ’ ενέπνεαν από μικρό παιδί, που είχαν κερδίσει τον σεβασμό μου για τους αγώνες τους, που ποτέ δεν έκαναν πίσω, δεν με παραπλάνησαν, δεν μπλέχτηκαν ποτέ σε βρωμιές, έχω ξαναπεί πως πάω με τους δυνατούς, γιατί θεωρώ πως η εντιμότητα στην πολιτική είναι αποτέλεσμα της δύναμης, ενώ η υποκρισία αποτέλεσμα της αδυναμίας.
Στην εκδήλωση της παρουσίασης του ευρωψηφοδελτίου που έγινε στο Novotel ανέφερες, μεταξύ άλλων, πως «παίρνεις τη θέση σου με απόλυτη σιγουριά δίπλα στο ΚΚΕ, γιατί θέλεις να υπάρξει ένα πραγματικό μέτωπο ενάντια στην ακροδεξιά και τον φασισμό». Τι σημαίνει φασισμός για εσένα και τι φοβάσαι περισσότερο σήμερα στην κοινωνία μας;
Αφού δεχτούμε ότι αυτό που οι φασίστες μισούν πάνω απ’ όλα είναι η ευφυΐα και ότι αυτό που τους χαρακτηρίζει είναι η βάρβαρη, αντικοινωνική και αντιανθρώπινη συμπεριφορά, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την εμμονή τους με τις συνωμοσίες, με στόχο οι οπαδοί τους να νιώθουν πολιορκημένοι, άρα να καταλήγουν αναπόφευκτα στην επίκληση στην ξενοφοβία. Το ζούμε κάθε μέρα με την απρόσκοπτη δράση των συμμοριών τους. Θυμώνω πολύ, όταν η κυβέρνηση αναφέρεται στην αναγκαιότητα οι «προοδευτικές» πολιτικές δυνάμεις να υπερασπιστούν τις «ιδρυτικές αξίες» της Ε.Ε από τα νύχια ακροδεξιών και εθνικιστικών δυνάμεων. Ποιους κοροϊδεύουν; Η Ε.Ε, της αντιδραστικής θεωρίας των «δύο άκρων», που τιμά τους ναζιστές εγκληματίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που στηρίζει πραξικοπήματα όπου πρωτοστατούν ναζιστικές και αντιδραστικές δυνάμεις, όπως π.χ. στην Ουκρανία, θα γίνει… ανάχωμα στην ακροδεξιά και στον φασισμό; Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που πιστεύουν τέτοια ψέματα; Γίνεται να είναι αντίπαλοι του εθνικισμού, αυτοί που στηρίζουν το σύστημα που τον δημιουργεί; Μπορούν να μάχονται τον φασισμό, αυτοί που ανέχονται στη χώρα μας τη δράση της ναζιστικής εγκληματικής Χρυσής Αυγής, αυτοί που κοιμούνται ήσυχοι, έχοντας αποφασίσει την καθυστέρηση της σχετικής δίκης;
Τρομάζω όταν κάποιο μέρος της κοινωνίας ανέχεται ή και επικροτεί τη βία και το μίσος απέναντι στον «άλλον», ακόμη κι όταν ο «άλλος» είναι μέρος της. Υπάρχει, ωστόσο, και προσωπική ευθύνη όλων μας και μια κοινωνία σαν τη δική μας, δεν έχει δικαίωμα να πει «δεν ήξερα».
Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους είναι η Παιδεία. Πιστεύω πως ο φασισμός θεραπεύεται διαβάζοντας και ο ρατσισμός θεραπεύεται ταξιδεύοντας κι όπως έλεγε ο Χατζιδάκις: «Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος».
Μέσα στο βιβλίο σου αναφέρεις πως μετά τη συνέντευξη που πήρες από τον Καντάφι σε διέγραψαν από την ΚΝΕ οι «καθοδηγητές» σου, Δαμανάκη και Ανδρουλάκης, επειδή δεν είχες ζητήσει τη γνώμη τους για να γράψεις πως ο «Καντάφι είχε πολιτικούς κρατούμενους, που τους βασάνιζε στις φυλακές του “Μαύρου Αλόγου”». Πως είχε αισθανθεί τότε; Σε απομάκρυνε καθόλου από το κόμμα αυτό το γεγονός;
Είχα απογοητευτεί κι είχα οργιστεί πολύ. Νόμιζα, σαν ενθουσιώδης 18χρονη ρεπόρτερ, πως θα χαίρονταν όλοι που είχα φέρει μια παγκόσμια αποκλειστικότητα, γιατί σαν τέτοια την είχε παρουσιάσει η Ελευθεροτυπία, κι αντί γι’ αυτό βρέθηκα απολογούμενη, γιατί δεν πήρα… έγκριση για να γράψω ένα τέτοιο ρεπορτάζ. Το γεγονός αυτό με απομάκρυνε -πρακτικά- για ένα διάστημα από το κόμμα, αλλά ποτέ επί της ουσίας. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ.
Από τις παρουσιάσεις του βιβλίου στον Πειραιά (αριστερά) και στη Θεσσαλονίκη (δεξιά)
Το «Κίτρινο Υποβρύχιο» των Beatles ήταν το πρώτο σου δισκάκι. Αρκούσε αυτό και μόνο για να το βάλεις ως τίτλο στο βιβλίο σου;
Επινόησα στο βιβλίο αυτό, το μαγικό, παντοδύναμο κίτρινο υποβρύχιο, για να με πηγαίνει όποτε, όπως, όπου και με όποιους θέλω… Με είχε εντυπωσιάσει μικρή, που το κατάφερναν οι Beatles και είπα να το δοκιμάσω.
Στο βιβλίο συνδιαλέγεσαι κατά κάποιον τρόπο με ανθρώπους, όπως ο Μαρξ, ο Καμύ, ο Ναπολέοντας, ο Πόε, η Τζόπλιν, ο Καζανόβα, η Νίνου και άλλοι. Γιατί νιώθεις την ανάγκη να το κάνεις αυτό;
Δεν ανεχόμουν το γεγονός ότι δεν συνέπεσαν οι αιώνες μας, ότι δεν θα τους συναντούσα ποτέ. Έτσι επινόησα το κεφάλαιο «Συνεντεύξεις που δεν θα δοθούν ποτέ», όπου συνομιλώ μαζί τους, θέτοντας τα σημερινά ερωτήματά μου και βάζοντας ως απαντήσεις, πραγματικές δικές τους κουβέντες. Είπα να γίνω για λίγο, αυτό που λέμε Θεός. Το λατρεύω αυτό το κομμάτι.
Ειδικά στη «συνέντευξη» με τον Μαρξ, ήμουν πολύ σίγουρη και διαβασμένη, «μιλώντας» μαζί του, αφού σκεφτόμουν πως αν ήταν σήμερα ζωντανός, θα ήταν βασικός διεκδικητής του βραβείου Νόµπελ για την οικονοµία. Ο Μαρξ προέβλεψε αυτό που ερχόταν, δηλαδή την ραγδαία εξαθλίωση των εργαζομένων. Οι προβλέψεις του είναι κατά πολύ ανώτερες από τα οικονοµικά µοντέλα, που σήµερα βραβεύονται µε Νόµπελ και από τις προβλέψεις των κεντρικών τραπεζιτών, των υπουργών Οικονοµικών και των νοµπελιστών οικονοµολόγων…
Είναι τόσα πολλά αυτά που περιγράφεις στο «Κίτρινο Υποβρύχιο», που δυσκολεύεται κάποιος να τα πιστέψει όλα. Όπως για παράδειγμα, εκείνη τη συνάντηση με τον Καντάφι ή τον εγγονό του Στάλιν. Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μου κάτι που σου είχε κάνει τότε εντύπωση απ’ αυτές τις συναντήσεις;
Η αλαζονεία και οι απόλυτες απόψεις και των δύο. Το ότι δεν είχαν χιούμορ και όταν απαντούσαν στις ερωτήσεις μου, δεν έβαζαν κόμμα και τελεία. Σ’ ένα χρυσοποίκιλτο σκηνικό ο ένας, στο παλάτι του στην Τρίπολη της Λιβύης, σ’ ένα φτωχικό διαμέρισμα μιας εργατικής πολυκατοικίας, στην Τυφλϊδα της Γεωργίας, ο άλλος. Με κοιτούσαν ελάχιστα κατάματα κι αισθανόμουν συνεχώς ότι… έβγαζαν λόγο.
Αριστερά με τον Αλέκο Παναγούλη – Δεξιά με τον Καντάφι
Γράφεις μέσα στο βιβλίο σου πως ήσουν «πανέτοιμη να ερωτευτείς από πέντε χρονών», ενώ αναφέρεσαι και σε «ερείπια ερώτων» και «αποφάγια ερώτων». Τι ρόλο έπαιξε τελικά στη ζωή σου ο έρωτας;
Δεν ξέρω να σου πω. Ίσως αυτό που έλεγε ο Καμύ: «Πρέπει να έχει κανείς έναν μεγάλο έρωτα, για να του εξασφαλίζει άλλοθι στις αδικαιολόγητες απελπισίες που τον κυριεύουν».
Περιγράφεις μέσα στο βιβλίο με μεγάλη γλαφυρότητα, τη μεγάλη εντύπωση που σου είχε κάνει η τηλεόραση, μόλις πρωτοεμφανίστηκε. Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή;
Το σοκ που ένιωσα όταν την είδα για πρώτη φορά. Πρέπει να πήγαινα στην τρίτη δημοτικού. Την έλεγα «το μικρό σινεμά» και την παρακολουθούσα αποσβολωμένη. Δεν μπορούσα όμως να την ευχαριστηθώ όσο θα ήθελα στα ξένα σπίτια και υπέφερα πραγματικά. Εμείς πήραμε τηλεόραση, όταν πήγα στη δευτέρα γυμνασίου. Μια μεγάλη αγάπη, που κράτησε μέχρι το 2009.
Γράφεις μέσα στο βιβλίο πως σου «είναι όλο και πιο εύκολο να συγχωρείς όποιον σου έκανε κακό». Υπήρξαν αρκετοί που προσπάθησαν να σε βλάψουν, Σεμίνα, όλα αυτά τα χρόνια; Πώς τους αντιμετώπιζες και πως τους αντιμετωπίζεις σήμερα;
Όλοι μας κουβαλάμε τραύματα από κακά συναπαντήματα στη ζωή μας. Είναι καιρός τώρα που ψιλοκαταφέρνω να τους αγνοώ. Πιστεύω πως το κακό που εκπέμπουν, βασανίζει τους ίδιους περισσότερο, αφού το έχουν μέσα τους. Άρα;
«Όλες οι σπουδαίες πράξεις και όλες οι σπουδαίες σκέψεις έχουν γελοίο ξεκίνημα», είχε πει ο Καμύ και το αναφέρεις κι εσύ μέσα στο βιβλίο σου. Ποιο είναι το πιο σπουδαίο και ποιο το πιο γελοίο πράγμα που θεωρείς πως έχεις κάνει στη ζωή σου;
Αναμφισβήτητα το πιο σπουδαίο, είναι τα παιδιά μου! Το πιο γελοίο είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιώ για να τους δημιουργήσω ενοχές, για τον λίγο χρόνο που μου διαθέτουν.
Κάνοντας σήμερα μία αναδρομή σε όλη σου τη ζωή, θα έλεγες πως έγινες αυτό που ονειρευόσουν να γίνεις μικρή;
Δεν μου φτάνει αυτή η ζωή, για να κάνω αυτά που θέλω. Δεν ξέρω πως τα κατάφερα έτσι και τα πιο όμορφα σχέδια και οι προοπτικές, μου προέκυψαν τώρα. Αισθάνομαι μια απίστευτη ενέργεια και ένα δημιουργικό πάθος, που είχα χρόνια να νιώσω.
Υπάρχει κάποιος άνθρωπος αυτή τη στιγμή που θα ήθελες να γνωρίσεις και να του πάρεις συνέντευξη;
Κανέναν διάσημο πάντως… Με νοιάζει πολύ το τι σκέφτονται τα παιδιά και οι νέοι άνθρωποι. Επιζητώ την κουβέντα μαζί τους και καταλήγω να μαθαίνω πολλά και χρήσιμα.
Μετανιώνεις για πράγματα που άφησες πίσω, προκειμένου να καταφέρεις όλα αυτά που πέτυχες; Αν γυρνούσες πίσω τον χρόνο, θα αφιέρωνες για παράδειγμα περισσότερο χρόνο στην κόρη σου, την Κίρκη, ή στο γιο σου, τον Νικόλα, και λιγότερο στη δημοσιογραφία; «Άξιζε τον κόπο;», όπως αναρωτιέσαι κι εσύ μέσα στο βιβλίο σου;
Ναι, θ’ άλλαζα. Αλλά τι νόημα έχει πια να το συζητάμε; Είναι μια πληγή που δεν κλείνει και μια ενοχή που δεν τελειώνει. Ήθελα τόσο πολύ να κάνω ό,τι μπορώ, για να μην τους λείψει τίποτε (όπως έλειψαν σε εμένα) και τελικά έλειψα εγώ. Ευτυχώς όμως, δεν παραπονιούνται πια, μπορεί και να μ’ έχουν συγχωρήσει…
Θα ήθελες να δώσεις μία συμβουλή στους νέους ανθρώπους που θέλουν να γίνουν δημοσιογράφοι ή δεν σου αρέσουν οι συμβουλές;
Να μην παραιτούνται ποτέ από το στόχο τους.
Θα ήθελα να τελειώσω τη συνέντευξη με την ερώτηση που είχες κάνει κι εσύ στον Γενοβέζο ηθοποιό, Βιτόριο Γκάσμαν, όταν του είχες πάρει συνέντευξη: «τι θα ήθελες να γράψουν στον τάφο σου, όταν πεθάνεις;»
Παρότι ο θάνατος είναι έλλειψη καλών τρόπων και αποφεύγω να ασχολούμαι μαζί του, πριν σου απαντήσω, να υπενθυμίσω τι μου είπε εκείνος: «Εδώ κείτεται αυτός που νόμιζε ότι ήταν το κέντρο του κόσμου».
Εγώ θα ήθελα να γράψουν σε μια ετικέτα στην τεφροδόχο μου: «Πέθανα. Όμως, κατά τ’ άλλα, είμαι πολύ καλά!» Θα είχα όμως και μια τελευταία επιθυμία. Τη Μέριλ Στριπ να κλαίει μπροστά στη στάχτη μου, με πέντε διαφορετικές προφορές.