Όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιογραφία του Γκόγια
Αντισυμβατικός στην τέχνη του, ο Γκόγια κράτησε περισσότερο για τον εαυτό του τις πολιτικές του απόψεις, κατορθώνοντας να βρίσκεται πέριξ της εξουσίας σε μια πολυτάραχη για την Ισπανία περίοδο, πάντα όμως σε μια εσωτερική αποστασιοποίηση, που αντανακλάται σε κάποιους από τους διασημότερους πίνακές του.
Πρόδρομος του ρομαντισμού, πατέρας της σύγχρονης τέχνης, πρωθιερέας της σύγχρονης ισπανικής ζωγραφικής, πολλοί είναι οι χαρακτηρισμοί που μπορεί να αποδώσει κανείς στο Φρανθίσκο ντε Γκόγια υ Λουθιέντες, που η φήμη του τον έκανε στίχο του Καββαδία. Αντισυμβατικός στην τέχνη του, ο Γκόγια κράτησε περισσότερο για τον εαυτό του τις πολιτικές του απόψεις, κατορθώνοντας να βρίσκεται πέριξ της εξουσίας σε μια πολυτάραχη για την Ισπανία περίοδο, πάντα όμως σε μια εσωτερική αποστασιοποίηση, που αντανακλάται σε κάποιους από τους διασημότερους πίνακές του.
Γεννήθηκε στις 30 Μάρτη 1746 στο Φουεντετόδος της Ισπανίας, σε μικροαστική οικογένεια. Στα 14 του άρχισε να θητεύει στο εργαστήρι του ζωγράφου Χοσέ Λουθάν Μαρτίνεθ, αντιγράφοντας έργα μεγάλων καλλιτεχνών όπως ο Βελάσκεθ και ο Ρέμπραντ. Μετακόμισε στη Μαδρίη και αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία για να διευρύνει τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες. Επηρεάστηκε από την ελληνορωμαϊκή τέχνη και συμμετείχε σε διαγωνισμό της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πάρμας.
Με τη μεσολάβηση του Γερμανού καλλιτέχνη Άντον Ράφαελ Μενγκς, ο Γκόγια άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό της ισπανικής βασιλικής οικογένειας. Έφτιαχνε προσχέδια που θα χρησιμοποιούνταν αργότερα στα Βασιλικά Ταπητουργία. Γνωστός πίνακας αυτής της κατηγορίας είναι «Το παρασόλι» (1771). Τα έργα της περιόδου δεν απομακρύνονται πολύ από τις συμβάσεις της εποχής, ωστόσο καινοτόμα είναι η επιλογή χαρούμενων σκηνών της καθημερινότητας έναντι μυθολογικών σκηνών. Η πολύχρωμη ζωγραφική του Γκόγια γοητεύει τους Μαδριλένους ευγενείς, που μαζικά παραγγέλνουν πορτρέτα τους στο καλλιτέχνη.
Το 1779 διορίζεται αυλικός ζωγράφος και μπαίνει τον επόμενο χρόνο στη Βασιλική Ακαδημία του Αγίου Φερνάνδου. Το 1792 τον χτυπά μια άγνωστη ασθένεια, που τον αφήνει εντελώς κουφό. Στη διάρκεια της ανάρρωσής του άρχισε να εργάζεται και σε έργα που δεν ήταν παραγγελίες, αλλάζοντας κάπως την τεχνοτροπία του.
Παρά την υψηλή του θέση, ο Γκόγια σχολίαζε έμμεσα τα κακώς κείμενα της χώρας, ιδιαίτερα με μια σειρά λιθογραφιών με τίτλο «Los Caprichos», το 1799, όπου απεικονίζει τη διάχυτη διαφθορά, καταπίεση και απληστία της άρχουσας τάξης και ιδιαίτερα της εκκλησίας σε βάρος του λαού. Ακόμα και στα επίσημα έργα άφηνε να διαφανεί η ειρωνική του ματιά απέναντι στην εξουσία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ποτρέτου της οικογένειας του βασιλιά Καρόλου Δ’, που προσιδιάζει περισσότερο σε καρικατούρα, παρά σε βασιλική προσωπογραφία.
Στις αρχές του 1800 βρίσκεται στο επίκεντρο διώξεων από την Ιερά Εξέταση, εξαιτίας του περίφημου πίνακά του “Γυμνή Μάχα”, που ζωγραφίστηκε για την ιδιωτική συλλογή του τότε πρωθυπουργού της Ισπανίας Μανουέλ ντε Γκοδόι. Απεικονίζει μια γυναίκα για την ταυτότητα της οποίας έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, καμία από τις οποίες δεν έχει αποδειχθεί. Φαίνεται πως λίγα χρόνια μετά ο Γκοδόι παρήγγειλε και την ντυμένη εκδοχή του πίνακα, τη “Ντυμένη Μάχα”, για να τη δείχνει στους πιο σεμνότυφους επισκέπτες του. Η απεικόνιση μιας πραγματικής γυναίκας (μάχα ήταν όνομα γυναικών από λαϊκά στρώματα, με παραδοσιακή φορεσιά και εξωστρεφή συμπεριφορά), κι όχι μιας θεάς της μυθολογίας, που κοιτά κατάματα το θεατή και επιδεικνύει το ηβικό της τρίχωμα, αποτέλεσε σκάνδαλο όταν αποκαλύφθηκε από την Ιερά Εξέταση η ύπαρξη της το 1808. Ο Γκοδόι αναγκάστηκε να καταδώσει το Γκόγια, ο οποίος ωστόσο γλίτωσε την τιμωρία, πείθοντας τους ιεροεξεταστές ότι η έμπνευσή του βασίστηκε σε δυο μυθολογικά γυμνά του Τιτσιάνο και του Βελάσκεθ, για τα οποία δεν είχε εγείρει ένσταση στην εποχή τους η Καθολική Εκκλησία.
Την ίδια χρονιά το κύμα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη φθάνει και στην Ισπανία, που εισβάλει στη χώρα και εγκαθιστά ως κυβερνήτη τον αδερφό του. Ευπροσάρμοστος ο Γκόγια, αλλά και με συμπάθεια για τις φιλελεύθερες ιδέες που εισήγαγαν θεωρητικά τουλάχιστον, οι Γάλλοι, διατηρεί τη θέση του ως βασιλικού ζωγράφου.
Μετά την παλινόρθωση των Βουρβώνων και συγκεκριμένα του Φερινδάνδου Ζ’ στην εξουσία, ο Γκόγια κατορθώνει, παρά την καχυποψία εναντίον του, να επιβιώσει και πάλι των διώξεων που είχαν εξαπολυθεί κατά των υποστηρικτών του Ναπολέοντα στη χώρα. Η βασιλική εύνοια στο πρόσωπό του αποκαταστάθηκε χάρη σε δύο πίνακες που εξυμνούν την αντίσταση των Ισπανών στην εισβολή του Ναπολέοντα. Διασημότερος έγινε ο δεύτερος, “Η 3η Μαΐου 1808” που απεικονίζει εκτελέσεις που έκαναν οι Γάλλοι κατά εξεγερμένων ντόπιων. Παρότι θεωρητικά εξυπηρετούσε τα σχέδια της μοναρχικής αντίδρασης, το έργο σύντομα ξέφυγε από τα αρχικά ιδεολογικά του πλαίσια και μετατράπηκε σε ένα διαχρονικό πίνακα καταγγελίας του πολέμου, αποτελώντας και βασικό πρότυπο για τη θρυλική Γκουέρνικα (Γκερνίκα) του Πικάσο, πάνω από 100 χρόνια αργότερα.
Το 1824, το πολιτικό κλίμα βάρυνε εκ νέου, αναγκάζοντας το Γκόγια να ζητήσει άδεια μετεγκατάστασης στο Μπορντώ της Γαλλίας, όπου και πέρασε σχεδόν αδιάλειπτα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Συνέχισε να δημιουργεί πίνακες, κάποιους από τους οποίους πορτρέτα συνεξόριστων φίλων του, ως το θάνατό του, στις 16 Απρίλη 1828.
35 χρόνια μετά, το 1863 κυκλοφόρησε μια σειρά ανέκδοτων σχεδίων του με τίτλο “Τα δεινά του πολέμου”, που είχε δημιουργήσει μεταξύ 1810 και 1820. Ο λόγος της καθυστέρησης αυτής ήταν πιθανότατα πολιτικός, καθώς στα έργα αυτά ο Γκόγια ασκεί κριτική τόσο στη γαλλική καταπίεση, όσο και στην απολυταρχία των Βουρβόνων μετά την Παλινόρθωση.