Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο θείος από την επαρχία» του Κώστα Καρυωτάκη

Όλα τα μέλη επλησίασαν το φέρετρο, που βρισκότανε στη μέση της σάλας, για να ιδούνε καλύτερα, όταν άξαφνα το φέρετρο άνοιξε μόνο του και μια νέα γυναίκα, σχεδόν γυμνή, που δεν ήταν βέβαια η Αγία Δανάη, επήδηξε από μέσα.Αδύνατον να περιγραφεί τι έγινε τότε. Οι τρεις καλόγεροι, οι τρεις παπάδες και οι τρεις δεσποτάδες, σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα ράσα τους, έβγαζαν φωνές απεγνωσμένες…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο θείος από την επαρχία» του Κώστα Καρυωτάκη

Ένα εκπληκτικό πεζό του Κώστα Καρυωτάκη παρουσιάζει σήμερα η στήλη. Ο Καρυωτάκης είναι βέβαια σε όλους γνωστός για την ποίησή του, κι όχι για τα – λίγα – πεζά κείμενά του, τα οποία παρουσιάζει σε μια αυτοτελή έκδοση με τη φιλολογική του επιμέλεια ο Γ. Π. Σαββίδης (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1989).

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 του Οκτώβρη 1896. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στα τέλη του 1917. Διορίστηκε ως υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, μετατέθηκε σε διάφορες Νομαρχίες και άσκησε τα καθήκοντά του σε διάφορες υπηρεσίες. Αισθανόμενος απέχθεια για την κρατική γραφειοκρατία, την καυτηριάζει συχνά.

Το 1919 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων». Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του, τα «Νηπενθή». Την εποχή αυτή, συνδέεται στενά με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αθηνών. Τον Δεκέμβρη του 1927, εκδίδει την τελευταία του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», ενώ το Φλεβάρη της επόμενης χρονιάς αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνη στην Πρέβεζα. Στις 20 του Ιούλη 1928, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του και αυτοπυροβολείται με ένα περίστροφο.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο θείος από την επαρχία» του Κώστα Καρυωτάκη

Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

Ο θείος από την επαρχία
του Κώστα Καρυωτάκη

Η Φιφή επήδηξε από το κρεβάτι και, χωρίς να κάνει τον κόπο να φορέσει τη ρόμπα της, με κίνδυνο να δείξει στους διαβάτες όλη την αφθονία του στήθους της, άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Ένα κύμα από ανοιξιάτικον ήλιο εσκορπίστηκε μέσα στο δωμάτιο. Ύστερα, επειδή ο Τοτός εκοιμότανε ακόμη, ξαπλώθηκε χάμου στο πάτωμα κ’ επερίμενε να ξυπνήσει.

– Άκου, Τοτό, του λέει, όταν επιτέλους τον είδε να σαλεύει. Ο καιρός είναι θαυμάσιος. Σήμερα είναι για να κάνουμε την εκδρομή που ελέγαμε προχθές.

Ο ρηθείς Τοτός εγύρισε από το άλλο πλευρό και ηρκέσθη ν’ απαντήσει με υποκώφους γογγυσμούς. Χθες είχεν εορτάσει την άφιξιν κάποιου σπουδαίου ποσού, και το μεθύσι του ακόμη δεν είχε περάσει.

Η Φιφή τότε επλησίασε στο κρεβάτι και με το τρυφερό της χεράκι τραβώντας τα σκεπάσματα εξεσκέπασε το φτωχό Τοτό και τραχεία όπως πάντοτε:

– Ε, Τοτό, δεν ακούς; του λέει.

Ο Τοτός άνοιξε τα μάτια του ξαφνισμένος.

– Για όνομα του Θεού! Δεν εννοείς πια να μ’ αφήσεις ήσυχο; Δεν έχει τελειωμούς η… αδηφαγία σου!

(Ο Βίκτωρ Πλανσύ, ό επιλεγόμενος Τοτός, φοιτητής της Νομικής και μέλλων δικαστής, όπως όλοι οι δικοί του, είχεν αυστηρά ανατραφεί σ’ ένα σχολείο καλογέρων. Η συναναστροφή του όμως με τη δεσποινίδα Ιωσηφίνα Ποτιρόν, την επιλεγομένην Φιφήν, έφερε ριζικάς μεταρρυθμίσεις στο διαπλαστικό έργο των ευσεβών φρέρηδων.)

Ο Τοτός επιτέλους εξύπνησε εντελώς και η πρότασις της Φιφής να πάνε στην έξοχή άρχισε να του αρέσει. Από το χθεσινό γλέντι του είχαν μείνει ακόμα κάνα δυο εικοσιπεντάρικα ώστε να μπορεί να την πραγματοποιήσει. Άρχισαν να ντύνονται και σε διάστημα μικρότερο από όσο χρειάζεται για να χρεωκοπήσει μια επιχείρηση που ανέλαβε να την διαφημίσει η Εταιρεία Geo, ήτανε και οι δυο έτοιμοι και τραβούσανε προς το σταθμό.

 

Μόλις είχαν στρίψει τη γωνία, κ’ ένα αμάξι σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Ένας καθ’ όλα αξιοσέβαστος κύριος κατέβηκε κ’ ερώτησε τη θυρωρό:

– Ο κ. Βίκτωρ Πλανσύ, παρακαλώ;

– Έβγήκε.

– Διάβολε! Έπρεπε να του γράψω και να τον προειδοποιήσω. Είμαι ο μητρικός του θείος, Ζερόμ Λαμπουγκάρ, μέλος-ανταποκριτής της Αγιολογικής Εταιρείας της Γαλλίας… Και ξέρετε πότε θα γυρίσει; Η θυρωρός έκαμε μια κίνηση που εσήμαινε: «πολλά ρωτάς».

– Καταλαβαίνω, λέει ο θείος. Μπορώ, τουλάχιστο, ν’ αφήσω εδώ τας αποσκευάς μου;

Κ’ έδειξε, στ’ αμάξι, μια πελώρια κάσα.

Η θυρωρός του επέτρεψε να την αφήσει στο σπίτι. Τι την ένοιαζε; Αν της εγύρευαν να βγάλει τίποτε από το σπίτι, βέβαια δε θα το επέτρεπε ποτέ. Τη στιγμή όμως που της εζητούσαν την άδειαν για να μπάσουν, δεν υπήρχε λόγος ν’ αρνηθεί. Εξάλλου, ο θείος ήταν ένας κύριος πολύ καθωσπρέπει. Ανταποκριτής, καθώς είπε, της Αγιολογικής Εταιρείας της Γαλλίας, ήταν επιπροσθέτως ένας αρχαιολόγος πολύ ικανός, και σ’ όλη την επαρχία δεν είχε τον όμοιό του στην αγιογραφία [ =αγιολογία].

Αυτή ίσια ίσια η επίδοσίς του στην αγιογραφία τον οδηγούσε τώρα στο Παρίσι. Κάνοντας ανασκαφάς στην πατρίδα του, είχεν ανακαλύψει ένα υπέροχο φέρετρο, που συνεπέρανε ότι ήταν της Αγίας Δανάης, μιας επαρχιώτισσας αγίας που εμαρτύρησεν από πρόσωπα πολύ αόριστα σε μια εποχή υπερβολικά ακαθόριστη. Μερικοί, μάλιστα, σοφοί ετόλμησαν να υποστηρίξουν ότι Αγία Δανάη δεν υπήρξε ποτέ. Να, επιτέλους, κάτι που θα τους απεστόμωνε. Δεν υπήρξε Αγία Δανάη; Κι αυτό το φέρετρο, κύριε;

Έτσι, αυτός ο θαυμάσιος Ζερόμ Λαμπουγκάρ, αμέσως μετά την ανακάλυψίν του, είχε αμπαλάρει το πολύτιμο εύρημά του και χωρίς κανένα θόρυβο έφτασε στο Παρίσι με το σκοπό να το αποκαλύψει στην Αγιολογική Εταιρεία, που είχε την έδρα της πίσω από τον Άγιο Σουλπίκιο και που την διοικούσαν τρεις καλόγεροι, τρεις παπάδες και τρεις δεσποτάδες.

Ήταν η πρώτη φορά, εννοείται, που ο καημένος ο Ζερόμ ερχότανε στη Νέα αυτή Βαβυλώνα, όπως συνηθίζουν να λένε το Παρίσι οι αγιολόγοι που σέβονται τον εαυτό τους. Η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν να καταλύσει στο σπίτι του ανιψιού του, Βίκτωρα Πλανσύ, μοναχογιού της αγαπημένης του αδελφής.

Είχε την ατυχία να μη βρει μέσα τον ανιψιό του. Αλλά, μπα! ένας καλός αγιολόγος ξέρει πάντοτε και οικονομεί τας περιστάσεις. Θ’ άφηνε το φέρετρο στο σπίτι του ανιψιού του κ’ ύστερα θα πήγαινε ίσια στο μέγαρο της Αγιολογικής Εταιρείας για να μιλήσει λίγο για την ανακάλυψή του. Θα κοιμότανε σ’ ένα ήσυχο ξενοδοχείο που θα του εσύσταιναν οι κύριοι αυτοί της Εταιρείας, και την άλλη μέρα θα ερχότανε να πάρει πίσω το φέρετρο για να πείσει τους δύσπιστούς συναδέλφους του.

– Θα ειδοποιήσετε τον ανιψιό μου για τον ερχομό μου, δεν ειν’ έτσι; ερώτησε τη θυρωρό.

– Μείνετε ήσυχος.

– Και θα του ειπείτε να προσέχει το κασόνι αυτό;

– Μάλιστα, κύριε! απεκρίθηκε αυτό το αξιαγάπητο και ευσυνείδητο πρόσωπο.

 

Στην εξοχή, οι δύο ερωτευμένοι επέρασαν θαυμάσια. Γυρίζοντας στο σπίτι τους, ήβραν τη θυρωρό να κοιμάται. Είδαν ακόμη με μεγάλη τους έκπληξη ένα κασόνι που δεν εθυμόντουσαν να ’ναι μέσα όταν έφυγαν, και συνεπέραναν ότι θα κατέφθασε στην απουσία τους. Η Φιφή υπέθεσεν ότι θα ήταν κάποιο δώρο.

– Δε μπορώ να καταλάβω τι έχει μέσα!

Και για να λύσουν την απορία τους, άρχισαν να το ξεκαρφώνουν.

– Στάσου! είναι το κάτω μέρος κάποιου μπουφέ! εφώναξε η Φιφή, της οποίας οι αρχαιολογικές γνώσεις ήταν παραπάνω από πρωτόγονες.

– Αστειεύεσαι;

– Δεν αστειεύομαι καθόλου! Εντούτοις θα μπορούσαν να σου στείλουν μαζί και το επάνω μέρος.

– Θα ιδούμε αύριο τι είναι αυτό το δέμα. Εν τω μεταξύ, ας κοιμηθούμε, είπε ο Τοτός, που ήταν πολύ κουρασμένος.

Και οι δυο νεαρές υπάρξεις εκοιμήθηκαν τον ύπνο της αθωότητος.

 

Θα ήταν η ώρα επτά το πρωί, όταν δυνατά κτυπήματα στην πόρτα τους εξύπνησαν και συγχρόνως μια φωνή ακούστηκε:

– Άνοιξε λοιπόν, Τοτό! Είμαι εγώ, ο θείος σου Ζερόμ Λαμπουγκάρ!

– Ωχ! αναστέναξε ο φτωχός Τοτός.

Να προσποιηθεί πως δεν άκουσε, ήταν αδύνατο. Η θυρωρός θα είχε ειπεί πως ήταν μέσα.

Αν ο μητρικός του θείος τον έβρισκε με μια γυναίκα, όχι μόνο θα τον απεκλήρωνε, αλλά θα ειδοποιούσε και την οικογένειά του, και τότε…

– Κρύψου! είπε στη Φιφή.

– Πού;

Ο Τοτός εκοίταξε γύρω του, ύστερα:

– Στο μπουφέ που έφεραν χθες, διάβολε!

Η Φιφή, υπάκουη πάντα, εμάζεψε τα τσόλια της και ξαπλώθηκε όσο μπορούσε πιο άνετα στο φέρετρο της Αγίας Δανάης.

Ύστερα, ο Τοτός άνοιξε.

– Καλέ μου θείε! Τι ευχάριστη έκπληξη! Α, αν το ήξερα! Ποιος καλός άνεμος…

Αλλά ο καλός θείος ήταν βιαστικός.

– Θα σου εξηγήσω αργότερα· τώρα δεν έχω ένα λεπτό για χάσιμο. Εξύπνησα λίγο αργά και πρέπει σε μισή ώρα να είμαι στην Εταιρεία. Αλλά θα τα μάθεις όλα το μεσημέρι, γιατί το μεσημέρι θα ’ρθω να φάω μαζί σου!

Και γυρίζοντας προς τους λούστρους:

– Εμπρός, πάρτε αυτό το κασόνι και πηγαίνετέ το εκεί που σας είπα!

Και πριν προφτάσει να ειπεί μια λέξη ο καημένος ο Τοτός, τέσσεροι βαστάζοι εσήκωναν την κάσα στους δυνατούς τους ώμους και χανόντουσαν στα βάθη της σκάλας, ακολουθούμενοι από το μητρικό θείο που έφώναζε:

– Προσοχή! Είναι πολύτιμο! Αν ηξέρατε τι έχει μέσα!…

 

Πληροφορημένοι για τη σπουδαία ανακάλυψη που είχε κάνει ο συνάδελφός τους Ζερόμ Λαμπουγκάρ, οι τρεις καλόγεροι, οι τρεις παπάδες και οι τρεις δεσποτάδες τον επερίμεναν εν μεγάλη στολή στην αίθουσα της Εταιρείας.

Ο καλός αγιολόγος ήταν υπερήφανος που θα μιλούσεν ενώπιον ενός τόσον εκλεκτού ακροατηρίου.

Αφού διηγήθηκε πώς έκανε τη μοναδική αυτή ανακάλυψη που έριχνε φως στο σκοτεινό μέχρι τώρα ζήτημα τής Αγίας Δανάης,

– Δέν υπάρχει αμφιβολία, εφώναξε σ’ ένα θαυμάσιο επίλογο. Όχι μόνο σας φέρνω το φέρετρο της αειμνήστου αγίας, αλλά θα μπορούσατε ακόμη να βρείτε και τη σκόνη της σορού της, αν εκάνατε τον κόπο να ψάξετε το έργον αυτό της χριστιανικής τέχνης!

Όλα τα μέλη επλησίασαν το φέρετρο, που βρισκότανε στη μέση της σάλας, για να ιδούνε καλύτερα, όταν άξαφνα το φέρετρο άνοιξε μόνο του και μια νέα γυναίκα, σχεδόν γυμνή, που δεν ήταν βέβαια η Αγία Δανάη, επήδηξε από μέσα.

Αδύνατον να περιγραφεί τι έγινε τότε. Οι τρεις καλόγεροι, οι τρεις παπάδες και οι τρεις δεσποτάδες, σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα ράσα τους, έβγαζαν φωνές απεγνωσμένες…

Και ο θείος από την επαρχία; Όπου φύγει φύγει! Ακόμα ίσως να τρέχει… Πίσω του νομίζει πως τον κυνηγάνε χίλιοι διάβολοι, με επικεφαλής τη ζωντανεμένη Δανάη.

Οι άγιοι πατέρες, αφού συνήλθαν και έμαθαν παρά της ζωντανής Δανάης τα καθέκαστα, εγέλασαν με το φτωχό Ζερόμ Λαμπουγκάρ, και διά να καταπραϋνθούν τα νεύρα των υπεχρέωσαν τη Φιφή να παραμείνει εις το μέγαρον της Αγιολογικής Εταιρείας επί εννέα ημέρας και να υπηρετήσει από ένα εικοσιτετράωρον ένα έκαστον των αγίων πατέρων. Και ο δυστυχής Τοτός; Διήλθε τας εννέα ταύτας ημέρας εν προσευχή και νηστεία, διαρκώς κλαίων και οδυρόμενος!…

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: