Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ – Σκάνδαλα και αντισοβιετισμός
Η απήχησή του δεν οφειλόταν μόνο στη σκανδαλώδη θεματολογία του και τις αφηγηματικές του αρετές, αλλά και στο ότι είχε μια συνεπή αντισοβιετική κι αντικομμουνιστική στάση, που εξηγείται απόλυτα με βάση τη βιογραφία του.
Ακόμα και σε μια εποχή σαν τη σημερινή, που δεν σκανδαλίζεται τόσο εύκολα, ένα μυθιστόρημα για το πάθος ενός μεσήλικα για ένα 12χρονο κορίτσι θα προκαλούσε σεισμό αντιδράσεων. Μπορεί λοιπόν εύκολα να φανταστεί κανείς τι συνέβει όταν πρωτοκυκλοφόρησε η «Λολίτα» του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ το 1955. Ο άσημος ως τότε Ρώσος εμιγκρές, που ήδη είχε δημοσιεύσει άλλα έντεκα μυθιστορήματα, εκτοξεύτηκε στο λογοτεχνικό στερέωμα κι έκτοτε κατέκτησε μια θέση μεταξύ των δημοφιλέστερων ομοεθνών συγγραφέων. Η απήχησή του δεν οφειλόταν μόνο στη σκανδαλώδη θεματολογία του και τις αφηγηματικές του αρετές, αλλά και στο ότι είχε μια συνεπή αντισοβιετική κι αντικομμουνιστική στάση, που εξηγείται απόλυτα με βάση τη βιογραφία του.
Ήρθε στον κόσμο στην τότε Αγία Πετρούπολη στις 22 Απρίλη 1899, σε παλιά αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν ηγετικό στέλεχος του αντεπαναστατικού κόμματος των Καντέτων και είχε υπάρξει υπουργός δικαιοσύνης της Προσωρινής κυβέρνησης Κερένσκι μετά την επανάσταση του Φλεβάρη το 1917 και την πτώση του τσάρου. Η μητέρα του ήταν κόρη πλούσιου γαιοκτήμονα, κι ο μικρός κι ασθενικός Βλαντίμιρ μεγάλωσε με όλες τις ανέσεις, μιλώντας γαλλικά και αγγλικά από μικρή ηλικία. Είχε Αγγλίδες γκουβερνάντες και λάμβανε κατ’ οίκον μαθήματα. Από μικρός τον γοήτευαν οι λογοτεχνία και οι πεταλούδες, με τη συλλογή των οποίων ασχολούνταν σε όλη του τη ζωή. Στα 17 του χρόνια δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ποιήματα», την οποία ακολούθησε και μια δεύτερη το 1918, λίγο πριν ο ίδιος με τον πατέρα του, που προσωρινά είχε συλληφθεί από τους μπολσεβίκους, καταφύγουν στο Λονδίνο και στη συνέχεια στο Βερολίνο, που διέθετε μεγάλη κοινότητα Ρώσων εμιγκρέδων.
Ο Ναμπόκοφο σπούδασε στο Κέμπριτζ ως το 1922, χωρίς να ασχολείται ιδιαίτερα με τις πουδές του. Οι γονείς του στο Βερολίνο είχαν ιδρύσει λογοτεχνικό σαλόνι στο οποίο σύχναζαν εμιγκρέδες αλλά και Γερμανοί καλλιτέχνες και πολιτικοί, ενώ ο πατέρας του ίδρυσε έναν από τους πρώτους εκδοτικούς οίκους Ρώσων εμιγκρέδων. Το 1922 δολοφονήθηκε στη διάρκεια επίθεσης στον πρώην Ρώσο υπουργό εξωτερικών Μιλιούκοφ, από μοναρχικό εξόριστο που θεωρούσε «προδοτική» τη στάση της κυβέρνησης Κερένσκι.
Ο Ναμπόκοφ επιστρέφοντας από τις σπουδές του έκανε διάφορες περιστασιακές εργασίες, όπως δάσκαλος, μεταφραστής και ηθοποιός, ενώ άρχισε να δημοσιεύει μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Β. Σιρίν.
Παρότι έμεινε πολλά χρόνια στο Βερολίνο, ο Ναμπόκοφ, αν και καλός γνώστης της γερμανικής λογοτεχνίας, ποτέ δεν έμαθε καλά Γερμανικά. Το 1925 παντρεύτηκε τη σύντροφό του Βέρα Σλόνιμ, που έγινε γραμματέας και σταθερή του σύντροφος. Παρά την πολύτιμη συμβολή της στη ζωή του, ο Ναμπόκοφ είχε κατά καιρούς εκφράσεις υποτιμητικές απόψεις για τις γυναίκες, όσες για την ακρίβεια τολμούσαν να καταπιαστούν με τη συγγραφή. Αν και αργότερα μετρίασε τις αρνητικές του κρίσεις, παρέμενε προκατειλημμένος, όπως δείχνει δήλωσή του πως δεν ήθελε τα έργα του να μεταφράζονται από «θηλυκά γεννημένα στη Ρωσία».
Έφυγε από την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία το 1936 κι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου γνώρισε διάφορους διανοούμενους, ανάμεσά τους και τον Τζέιμς Τζόις. Το 1940, χρονιά που κυκλοφόρησε το πρώτο του αγγλόφωνο μυθιστόρημα «Η πραγματική ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ», εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, βρίσκοντας θέση στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της πόλης ως ειδικός επί των πεταλούδων. Αργότερα έλαβε διδακτικά πόστα σε κορυφαία πανεπιστήμια των ΗΠΑ, καταλήγοντας το 1948 στο Κορνέλ, στην έδρα της ευρωπαϊκής και ρωσικής λογοτεχνίας. Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε λάβει και την αμερικανική υπηκοότητα.
Ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στη Λολίτα από το 1949, την οποία όταν ολοκλήρωσε αδυνατούσε να βρει εκδότη λόγω του περιεχομένου της. Τελικά το έργο εμφανίστηκε σε έναν εκδοτικό οίκο ειδικευμένο σε «αισθησιακά μυθιστορήματα». Στη Γαλλία το έργο απαγορεύτηκε τελείως, όπως και η πώληση όλων των έργων του εκδοτικού οίκου. Οι κριτικοί λογοτεχνίας εμφανίστηκαν διχασμένοι ως προς τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου, το οποίο έγινε μπεστ σέλερ από τις πρώτες μέρες κυκλοφορίας, καθιστώντας το συγγραφέα διάσημο διεθνώς.
Οι εισπράξεις του έργου του επέτρεψαν στο Ναμπόκοφο να αποσυρθεί από τη διδασκαλία και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη συγγραφή. Το 1961 μετακόμισε στη γαλλόφωνη Ελβετία, όπου και αποβίωσε στις 2 Ιούλη 1977.
Ο Ναμπόκοφ δήλωνε φιλελεύθερος οπαδός της αστικής δημοκρατίας και «Λευκός». Η απέχθειά του προς την Οχτωβριανή Επανάσταση, που διέλυσε τον ασφαλή κόσμο του εκφράστηκε και σε ποίημα που έγραψε το 1917, όπου περιέγραφε τους μπολσεβίκους ως «γκρίζα αχτένιστα ανθρωπάκια».
Όταν το 1969 ρωτήθηκε αν ποτέ θα ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του, απάντησε γεμάτος περιφρόνηση: «Τίποτε δεν έχει να δεις. Νέες πολυκατοικίες και παλιές εκκλησίες δε με αφορούν. Τα ξενοδοχεία εκεί είναι φριχτά. Απεχθάνομαι το σοβιετικό καιρό. Κάθε παλάτι στην Ιταλία είναι ανώτερο από τα ξαναβαμμένα ενδιαιτήματα των τσάρων. Οι καλύβες των χωρικών στην απαγορευμένη ενδοχώρα είναι φτωχές όπως πάντα και ο εξαθλιωμένος χωρικός μαστιγώνει την άμαξά του με τον ίδιο άθλιο ζήλο. Όσο για το ξεχωριστό βόρειο τοπίο των παιδικών μου χρόνων, λοιπόν, δε θέλω να μολύνω τις εικόνες που διατήρησα στο μυαλό μου». Στην ΕΣΣΔ τα έργα του κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1986, καθόλου τυχαία στη διάρκεια της Περεστρόικας δηλαδή.
Ο συντηρητισμός του εκτεινόταν και στις απόψεις του για την πολιτική της υιοθετημένης πατρίδας του. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του πολέμου του Βιετνάμ, επαινώντας τόσο τον Λύντον Τζόνσον, όσο και το Ρίτσαρντ Νίξον για την εμπλοκή τους στη χώρα. Παράλληλα, διαμαρτυρόταν κατά του φοιτητικού κινήματος και γενικότερα κατά της λεγόμενης «Νέας Αριστεράς», αποκαλώντας τους διαδηλωτές «κονφορμιστές» και «ανόητους τραμπούκους».