Όταν η Γαλάτεια Καζαντζάκη «συνάντησε» τον Καβάφη

Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από το άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπορεί να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε…

Όταν η Γαλάτεια Καζαντζάκη «συνάντησε» τον Καβάφη

Με αφορμή τη σημερινή διπλή επέτειο, της γέννησης (29 του Απρίλη 1863) και του  θανάτου (29 του Απρίλη 1933) του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, αντιγράφουμε από το εξαιρετικό ιστολόγιο ofisofi κείμενο της Γαλάτειας Καζαντζάκη για τον μεγάλο ποιητή. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, κορυφαία μορφή ανάμεσα στις προδρομικές μορφές της ελληνικής γυναικείας λογοτεχνίας, υπήρξε η πρώτη κομμουνίστρια Ελληνίδα πεζογράφος και ποιήτρια.

Το δειλινό μιας μέρας χλωμής, μέσα στη μυστηριακή μελαγχολία της μισοφωτισμένης σάλας, άκουσα για πρώτη φορά τους στίχους του κ. Καβάφη – με τη θλίψη τη συγκρατημένη που απλώνει η χειμωνιάτικη δύση, όμορφης μέρας, στα κουρασμένα δέντρα, απλωθήκανε κ’ οι στίχοι του στην ψυχή μου και σκεπάσαν μ’ ένα ανατριχιαστικό πέπλο μυστηρίου την Πραγματικότητα.

Ποτέ μου ως τότε δεν είχα ακούσει τ’ όνομα του κ. Καβάφη. Κ’ είτανε φυσικό, σε μια τόσο ταιριασμένη ώρα δειλινή, βαθύτατα κ’ εξαιρετικά να με συγκινήσουν, τα ωραία σιγοπρόφερτα λόγια.

Την ποίηση του κ. Καβάφη δυο μού φάνηκαν από τότε πως την ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ’ η αισθαντικότητα του Ποιητή. Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από το άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπορεί να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε. Κι ανάμεσα στα γόνατά της τώρα, με κλειστά τα μάτια, κρύβει το κεφάλι της, θυμάται τα όσα είδε  και θρηνεί. Πολλά μελέτησε φαίνεται ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν μέσα και σιγοσταλάζουν και πετρώνονται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη. Έτσι τα ποιήματα του κ. Καβάφη, αργά και σταλαχτά μάς έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τραντάγματα, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος, σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης.

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του.

Βαθύτερη, δραματικότερη σκέψη, αδύνατο πιο λιγόλογα και πιο αριστοκρατικά να μας δοθεί.

Τι είναι λοιπόν εκείνο το που το φιλοσοφικό αυτό κομμάτι το αλλάζει σε ποίημα αισταντικό και βαθύ; Είναι ο βουβός σπαραγμός της καρδιάς που θέλει να ξεσπάει και δεν την αφήνει ο νους, γιατί τη φοβάται. Ρυτιδώνεται λες η ηρεμία η φαινομενική της επιφάνειας από το σιγαληνό, το αιώνιο θαρρείς πέρασμα του πόνου του φριχτού, του διπλά φριχτού γιατ’ είναι αθώρητος. Έτσι λένε πως ρυτιδώνεται κ΄η επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας, σαν κάτω από τα νερά περνά καρχαρίας. Πάντα τέτοιο αθώρητο θεριό περνά κάτω απ’ όλους τους στίχους του κ. Καβάφη. Ένας ρυθμός περιώδυνος. Μιλεί σα να παραμιλεί. Δεν προσπαθεί, φαίνεται πως δεν προσπαθεί, αρμονικά να πλέξει τις λέξεις κι ομοιόμορφα τη γλώσσα. Κ’ έχει τι το βαθειά αισταντικό αυτή του η τεχνοτροπία. Θαρρείς κι ο πόνος ο κρυφός τον έχει τόσο κουράσει που δεν του είναι δυνατό να στολίζεται με φράσεις. Κάποτε οι ρίμες του τελειώνουν με την ίδια λέξη. Και δείχνει αυτό σαν idee fixe, που έρχεται και ξανάρχεται το ίδιο και απαράλλαχτο επίμονα και δεν έχει διωγμό. Ο ρυθμός του κ. Καβάφη, μας δείχνει τέλεια την ψυχή του την τόσο υποταγμένη, μα και τόσο περίλυπη. Καμιά θερμή έκφραση επαναστατημένου λυρισμού, καμιά απότομη, αποφασιστική χειρονομία. Η Αγάπη, ο Πόνος, τα Πάθη, η Φύση, συναιστήματα πολύ βαριά, θα σπούσαν το στίχο του ποιητή. Συναιστήματα τόσο υποκειμενικά, θα τον οδηγούσαν άθελα σε καμιά διαμαρτυρία, σε κανένα ανατίναγμα, σε καμιά πρόκληση στη Μοίρα. Τα πάθη αυτά τα φοβάται ο κ. Καβάφης. Τα κυτάζει να περνούν και να τον σκανιάζουν και συμαζώνεται σε μια γωνιά και ανησυχεί μήπως τον δουν και τον προκαλέσουν και τον αναγκάσουν να πει μες σ’ αυτά τη σκέψη του. Αν έπαιρνε την αγάπη – την αγάπη που ή μας σπα ή μας κάνει θεούς, το ξέρει, θάπεφτε από τη συγκρατημένη αριστοκρατοσύνη και θα μιλούσε με το θόρυβο λυρικής χαράς ή αγωνίας. Ακούσετε:

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για  νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
Είναι το πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα του τα τραγούδια…

Κι έτσι οι στίχοι του κ. Καβάφη έρχονται τόσο τρομαχτικά ήρεμοι που νιώθεις πριν νάρθουν να μας βρουν – μέσα σε μια μεγάλη κάμαρα έρημη, αγρύπνησαν και κλάψανε πολύ – και μας ήρθαν μόνο, σαν είδαν πως μπορούν να μας πουν τον πόνο τους, δίχως με κανένα μελοδραματικό κίνημα, να τον θεαματοποιήσουν ή με καμιά πομπώδικη έκφραση να εγγίσουν την ιερότατη θλίψη του. Προσπαθεί να μας παρηγορήσει για τη ζωή, να μας χαμογελάσει, είναι ήρεμος και κρύβει όσο μπορεί και πιο σπαρτιάτικα, το μυστικό πόνο που του ξεσκίζει τα στήθια ο κ. Καβάφης.

Όταν η Γαλάτεια Καζαντζάκη «συνάντησε» τον Καβάφη

Michelangelo,”Pieta”

Ένα από τα ωραιότερα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου είναι μέσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το άγαλμα της Παρθένου Μαρίας όταν σηκώνει τον πεθαμένο γιο της απάνω από τον τάφο. Είχε τόσο κλάψει τις φριχτές μέρες των Παθών, που τώρα πια την ημέρα τη στερνή του Ενταφιασμού κουράστηκε, καταβλήθηκε, έλυωσε. Κρατεί πεθαμένο τη Ζωή της απάνω στα χέρια της κ’ είναι τόσο ήρεμη από την πολλή κούραση που θαρρείς και χαμογελά. Αριστοκρατικότερη έκφραση πόνου δεν υπάρχει, μου φαίνεται. Και τραγικώτερη. Και μου φαίνεται ακόμα τίποτα άλλο στον κόσμο στον κόσμο δεν ξέρω να μοιάζει τόσο πολύ με την ψυχή του κ. Καβάφη. Έτσι θλιμμένη, έτσι σεμνά απαλπισμένη μάς παρουσιάζεται ύστερα από ανάκουστο μοιρολόι η ψυχή του κ. Καβάφη, κρατώντας στα χέρια της σεμνά και υπομονετικά τη χαρά της ζωής του. Όλη η ποίηση του κ. Καβάφη μας διηγάται για κάποια μερόνυχτα, πολύ μακρυνά, πολύ μακρυνά, που ο ποιητής πολλή χαρά και πολλή θλίψη θα αιστάνθηκε. Ως ότου που μια μέρα:

 Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Γαλάτεια Καζαντζάκη

“Νέα Ζωή” 1910

Δημοσιευμένο στη Νέα Τέχνη του Ιούλη – Οκτώβρη 1924

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: