Πικρές Μαργαρίτες – Ένας ύφαλος ξαφνιάσματος σε έναν ωκεανό κοινοτοπίας

Μια μικρή επαρχιακή πόλη στη μέση του πουθενά, μια νεαρή ιδιόρρυθμη rookie cop από τη μεγαλούπολη που καταφτάνει για να ερευνήσει την εξαφάνιση μιας έφηβης, ξετυλίγοντας ένα κουβάρι που φέρνει στο φως τα σκοτεινά μυστικά ενός τόπου όπου όλοι ξέρουν τους πάντες και οι αστυνομικοί «τρώνε ντόνατς και μοιράζουν κλήσεις».

Αν το σενάριο σας ακούγεται γνωστό και χιλιοπαιγμένο, είναι γιατί πραγματικά είναι τέτοιο. Βρισκόμαστε στη Γαλικία, μια περιοχή της Ισπανίας ακριβώς πάνω από την Πορτογαλία, με την οποία μοιράζεται ένα κομμάτι κοινής μεσαιωνικής ιστορίας και μια επίσημα αναγνωρισμένη δική της γλώσσα, τα gallego, που ακούγονται σαν πορτογαλικά με ισπανική προφορά. Ο τίτλος στα γαλικιανά είναι «O sabor das margaridas», δηλαδή «Γεύση από μαργαρίτες» , που για το διεθνές κοινό του Netflix αποδόθηκε ως «Πικρές μαργαρίτες» (Bitter daisies), που ίσως και να ανταποκρίνεται πιστότερα στην υπόθεση. Κρατήστε τις μαργαρίτες, γιατί στο τέλος θα αποκαλυφθεί με έναν έξυπνο τρόπο πως η επιλογή τους στον τίτλο μόνο τυχαία δεν ήταν.

 

 

Η Ρόσα Βάργκας καταφτάνει από την πολιτοφυλακή της Α Κορούνια, γνωστότερη με την καστιλιάνικη ονομασία που φέρει και η ομάδα της πόλης, στο κοιμισμένο Μουριάς την περίοδο που η πρωτεύουσα της επαρχίας και διάσημο προσκύνημα των καθολικών όπου γης, Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, ετοιμάζεται να υποδεχτεί τον πάπα κι όλα τα φώτα κι η προσοχή των αρχών είναι στραμμένα πάνω της. Κανείς λοιπόν στο Μουριάς δεν έχει ιδιαίτερο χρόνο και όρεξη να ασχοληθεί με την εξαφάνιση της Μάρτα Λαμπράδα, μιας έφηβης γνωστής για την άστατη ζωή και τις κακές τις συνήθειες. Λιγότερο απ’ όλους οι τοπικοί αστυνομικοί, ιδιαίτερα ο Μάουρο που δεν εμπιστεύεται την «πρωτευουσιάνα» η οποία δε μιλά πολύ για τον εαυτό της και πίνει ηρεμιστικά με τις χούφτες. Αλλά κι ο «σερίφης» (ας τον πούμε έτσι καταχρηστικά για να καταλαβαινόμαστε) Αλμπέρτε, δυσκολεύεται αρχικά να πειστεί ότι δε μιλάμε απλά για μια κοπάνα ενός κοριτσιού μαθημένου να μπλέκεται σε μπελάδες.

Η Βάργκας όμως επιμένει, ξέροντας πως κάτι πολύ πιο μακάβριο κρύβεται πίσω από την υπόθεση. Στην πορεία αποκαλύπτεται πως το Μουριάς – μόνιμα συννεφιασμένο σαν σε ταινία του Αγγελόπουλου – είναι ένας τόπος όπου πολλά νεαρά ή και ανήλικα κορίτσια εξαφανίζονται χωρίς κανένα ίχνος εδώ και χρόνια, σχετιζόμενες με ένα κύκλωμα που οργανώνει πάρτι με ούζα σε βίλα της περιοχής. Βασική συμπαραστάτρια στην έρευνα της Βάργκας, που θα μεταχειριστεί κάθε ορθόδοξο και μη μέσο για να φτάσει στην αλήθεια, είναι η Παμέλα κατά κόσμον Άνα, πόρνη στο τοπικό «κλαμπ» βγαλμένη από τις καλύτερες παραδόσεις των αγιοποιημένων ιερόδουλων σε μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Σε μια παράλληλη, αρχικά μόνο έμμεσα συνδεόμενη με το θέμα μας ιστορία, παρακολουθούμε τα εφηβικά πάθη της Ρεμπέκα, κόρης του Μάουρο και φίλης της Λαμπράδα, που αποτελεί σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μεταξύ του γόη της γειτονιάς Μπράις και του καληνυχτάκια Νταβίντ. Στο μεγαλύτερο διάστημα της σειράς νομίζεις ότι το συγκεκριμένο arc έχει μπει μόνο για να γίνει ένα κήρυγμα πάνω στους κινδύνους του ίντερνετ και της κατάχρησης εμπιστοσύνης, τελικά όμως όλα δένουν γλυκά, ίσως πιο βολικά απ’ό,τι θα έπρεπε στο φινάλε.

Όπως συμβαίνει συνήθως στις αστυνομικές σειρές μια σειρά πιθανών και μη υπόπτων παρελαύνουν από την οθόνη, και τα ένοχα μυστικά των κατοίκων της φιλήσυχης πόλης αποκαλύπτονται μπροστά στα – όχι και τόσο έκπληκτα – μάτια μας. Εκεί λοιπόν που λες ότι έχεις προβλέψει τα πάντα από τα μισά περίπου των συνολικά έξι επεισοδίων, έρχεται το τελευταίο και κάνει την ανατροπή, τουλάχιστον σε κάποια σημεία. Τα plot twists βέβαια είναι αγαπημένο συστατικό των ισπανικών θρίλερ σε μικρή και μεγάλη οθόνη, ενώ και ο ενίοτε τραβηγμένος από τα μαλλιά χαρακτήρας τους, βασισμένος σε μαζικές συμπτώσεις που αψηφούν όλους τους νόμους των πιθανοτήτων δεν απουσιάζει ούτε από αυτό το ιβηρικό whodunnit. Αν δεν υπήρχαν αυτά όμως, η σειρά δε θα άξιζε καμίας ιδιαίτερης μνείας, γιατί πέρα από σχετικά συμπαθητικές ερμηνείες και ατμοσφαιρική σκηνοθεσία θα έπαιρνε τη θέση της πλάι σε κυριολεκτικά χιλιάδες του είδους της. Όχι πως τώρα πρόκειται να κατακτήσει έστω και τοπ – 500 της κατηγορίας της, αλλά τουλάχιστον μπορώ να πω χωρίς τύψεις συνειδήσεως πως αξίζει το στρήμινγκ σας, ιδιαίτερα αν είστε aficionados των μυστηρίων μετά φόνου γενικώς και της σπανιόλικης εκδοχής τους ειδικώς.

Επιπλέον, στα θετικά της σειράς οφείλω να προσμετρήσω και την αποφασιστική καταδίκη της πορνείας (όχι των εκδιδόμενων γυναικών) και μάλιστα με μια ντεμέκ απόπειρα να αναδειχθεί και η ταξική της διάσταση. Απόπειρα που πνίγεται όμως μέσα σε έναν ωκεανό κλισέ ηθικολογιών και χριστιανίζουσας ρητορικής (έχει εξάλλου και παπά το μενού εκτός από τον πάπα στο Σαντιάγο), που είναι γενικά διάσπαρτη στη σειρά, παραπέμποντας ενίοτε περισσότερο στο “Καλημέρα Ζωή” παρά σε παραγωγή που θα συναντούσε κανείς στη δημοφιλέστερη τηλεοπτική πλατφόρμα του πλανήτη.

Αλλά είπαμε, αν περιμένετε να πέσετε από τον καναπέ, καλύτερα να ψάξετε για κάτι άλλο. Αν πάλι αναζητάτε κάτι για να γεμίσετε σχετικά ευχάριστα έαν γεμάτο εφταωράκι, δε χρειάζεται να μαδάτε άλλο τη μαργαρίτα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: