Γιασάρ Κεμάλ – Ένας Ανατολίτης ανθρωπιστής παραμυθάς
Αν μπορεί να παρομοιαστεί με κάτι γνώριμο σ’ εμάς, αυτό θα ήταν με τους αυθεντικότερους λαϊκούς τραγουδιστές μας: Τον Καζαντζίδη, άλλους παλιότερους, ή σε μικρότερο βαθμό τον Μητροπάνο. Ένας αυτοδίδακτος, ένα ταλέντο που αναβλύζει πηγαία, που κάθε αράδα του φανερώνει την ταξική του καταγωγή, τα βάσανα και της δικής του καθημερινότητας, τις παραδόσεις και τις συνήθειες του περίγυρού του.
Με τι μπορεί άραγε να συγκριθεί ο Γιασάρ Κεμάλ και η γραφή του; Σκεφτόμουν αρκετά με ποιον Έλληνα συγγραφέα μπορεί να παρομοιαστεί. Με τον Καζαντζάκη ίσως; Σε κάποια σημεία, μπορεί. Ίσως σ’ ένα βαθμό, όταν περιγράφουνε τη γη τους. Ίσως, όταν περιγράφουνε διάφορους χαρακτήρες στα χωριά, ή τις σχέσεις των χωρικών μεταξύ τους. Αλλά ως εκεί μάλλον. Εν τέλει, ο Καζαντζάκης πάντα φιλοσοφεί. Ενώ ο Κεμάλ; Όχι. Και σε κάθε περίπτωση, όχι με αυτό τον τρόπο.
Ίσως, αν μπορεί να παρομοιαστεί με κάτι γνώριμο σ’ εμάς, αυτό θα ήταν με τους αυθεντικότερους λαϊκούς τραγουδιστές μας: Τον Καζαντζίδη, άλλους παλιότερους, ή σε μικρότερο βαθμό τον Μητροπάνο. Ένας αυτοδίδακτος, ένα ταλέντο που αναβλύζει πηγαία, που κάθε αράδα του φανερώνει την ταξική του καταγωγή, τα βάσανα και της δικής του καθημερινότητας, τις παραδόσεις και τις συνήθειες του περίγυρού του.
Ο Γιασάρ Κεμάλ, κουρδικής καταγωγής, γεννημένος στις αρχές της δεκαετίας του 1920 κοντά στα Άδανα και την οροσειρά του Ταύρου, μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν ακόμη η προφορική αφήγηση, τα παραμύθια και οι θρύλοι. Αυτή η αφηγηματική παράδοση κυριαρχεί και καθορίζει και το συγγραφικό του έργο.
Σε κοινωνικό επίπεδο, μεγαλώνει μαζί με την κεμαλική Τουρκία και ειδικότερα την επαρχία της. Σε χωριά που παραμένουν ανέγγιχτες ακόμη οι σχέσεις παραγωγής του οθωμανικού παρελθόντος, σε μια κοινωνία που οι βεντέτες, οι φόνοι λόγω προσωπικών διαφορών είναι καθημερινότητα, όπως τέτοια είναι και οι αρματολοί και κλέφτες στα βουνά της περιοχής. Μαζί με τη μεταφορά στα αστικά κέντρα της περιοχής και την εργασία του εκεί, έρχεται και η επαφή του με το εργατικό κίνημα και τον μαρξισμό, όπως και οι πρώτες συλλήψεις και φυλακίσεις.
Έτσι, «δένει» την παράδοση των παραμυθιών, των θρύλων και αφηγήσεων που γνωρίζει καλά από μικρός, με την πάλη ενάντια στη κοινωνική εκμετάλλευση. Το πρώτο και κατά πολλούς σημαντικότερό του μυθιστόρημα (Ince Memed/Ο ψιλόλιγνος Μεμέτ) είναι χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Ένας νέος, άκληρος, ορφανός, σκληρά εκμεταλλευόμενος από τον Αγά (τσιφλικά) της περιοχής, παίρνει τα βουνά, όταν καταλήγει να συγκρουστεί με τον Αγά λόγω του έρωτά του με ένα κορίτσι, το οποίο είναι «ταμένο» σε συγγενή του τελευταίου.
Σμίγει με τους ληστές τις περιοχής, για να διαπιστώσει σύντομα πως και η δική τους ζωή δεν του αρκεί. Δεν αντέχει να κλέβει και να ζει σε βάρος των φτωχών, σε βάρος ανθρώπων σαν τον ίδιο. Καταλήγει πως πρέπει να χρησιμοποιήσει τη βία, το τουφέκι που του ‘λαχε να κρατά στο χέρι, για να πάρει τη γη από τους καταπιεστές και να τη μοιράσει σε αυτούς που την δουλεύουν. Αυτοί θα την δουλεύουν κι εκείνος θα τη φυλάει απέναντι σε όσους πάνε να τους την ξανακλέψουν, με το όπλο στο χέρι.
Αυτό που συναρπάζει βέβαια δεν είναι τόσο η πλοκή. Είναι ο τρόπος αφήγησης. Τα κεφάλαια ξεκινάνε σα σκηνές σε θεατρικό έργο, που μετά από μια φαινομενικά άσχετη εισαγωγή σμίγουν με τη προηγούμενη πλοκή και δίνουν τη δική τους συνέχεια. Ενδιαφέρον έχει κι ο τρόπος που παρουσιάζει τις αντιδράσεις των χωριατών σε κεντρικά και διφορούμενα γεγονότα, μέσω ενός συνεχιζόμενου «διαλόγου» όλων με όλους, που καταλήγει να εμπεδώνει ανάμεσα στους κολίγους μια κυρίαρχη άποψη. Κατά κανόνα αυτή θα είναι η δουλική άποψη που συμφέρει τον κάθε εφέντη. Αλλά με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια ταχύτητα, σα φωτιά σε ξερόχορτα, διαδίδεται όταν φτάσει η ώρα και η αποδοχή της εξέγερσης εναντίον του.
Πάνω από όλα βέβαια είναι οι εικόνες που πλάθει: Για τη γη, για τ’ αγριόχορτα και τα σπαρτά, γι αυτούς που τη δουλεύουν. Για τα πρόχειρα σπιτικά τους, τις μυρωδιές τους, τις γυναίκες με τα μοιρολόγια τους, τους άντρες με τους καημούς τους. Κοντολογίς, για τον σεβντά μιας κοινωνίας, που σε κάθε της βήμα βαριαναστενάζει υπό τον ζυγό των εκμεταλλευτών της.
Περιγραφές ιδιαίτερα οικείες και στους Έλληνες, πολύ δε περισσότερο σε όσους έχει τύχει να ζήσουν εκτός των αστικών κέντρων. Τα τοπία άλλωστε είναι παρόμοια και η ιστορία κοινή. Όποιος έχει τύχει στη ζωή του, έστω και λίγο, να δουλέψει με τη γη, συγκινείται. Όποιος έχει τύχει ν’ ακούσει βραδινές ιστορίες καθισμένος γύρω από μια σόμπα που αργοσβήνει, αναπολεί.
Ένας διαλεκτικός, ανθρωπιστής ανατολίτης παραμυθάς. Τέτοιος ήταν ο Γιασάρ Κεμάλ, τέτοιο είναι και το έργο του. Και όποιος κάνει τον κόπο να το αναζητήσει, μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει.