Το υπό διαμόρφωση νέο ιδεολογικό τοπίο
Μες στο διαμορφούμενο ιδεολογικό δίπολο, καλείται να ξεχωρίσει η κομμουνιστική ιδεολογία, να αντιμετωπίσει παλιό και νέο αντικομμουνισμό, να επηρεάσει ως ξεχωριστός πόλος την ιδεολογία, να πείσει τους χειμαζόμενους λαούς σε διεθνές επίπεδο, να τους ενοποιήσει ταξικά, να τους μετατρέψει τελικά σε κίνημα υπολογίσιμο με υλική δύναμη ανατροπής των πραγμάτων με σοσιαλιστική προοπτική.
Σαφές δείγμα μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε υποχώρηση είναι η διαρκής αναμονή των χειρότερων. Πότε θα παρθούν τα νέα μέτρα, πόσο θα κοπεί η αγοραστική δύναμη, πόσο ακόμα θα χαμηλώσει το βιοτικό επίπεδο, πότε θα αρχίσει ο τρίτος παγκόσμιος, σε τελική ανάλυση πότε θα κληθούμε να ζήσουμε χειρότερα από ό,τι ήδη ζούμε ή πότε δε θα ζούμε καν.
Δεύτερο δείγμα είναι η επιλογή ανάμεσα στα χειρότερα που θα οδηγήσουν τη διαρκή βασανιστική αναμονή των «μοιραίων» χειρότερων στην τελική τους πραγματοποίηση. Το δημοψήφισμα στην Βρετανία, την Ιταλία, οι εκλογές στις ΗΠΑ, στην Γαλλία, στη Γερμανία και αλλού. Τρίτο είναι η μη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου των δύο παραπάνω, το γεγονός δηλαδή της επιλογής ανάμεσα στα χειρότερα για να υλοποιήσουν τα χειρότερα. Αντ’ αυτού, όλο αυτό παρουσιάζεται και εκλαμβάνεται ενδυόμενο την ιδεολογία ως κάθε είδους μικρή ή μεγαλύτερη ελπίδα, ως κάθε είδους κοινή λογική ή καινοτόμα έξυπνο διάβασμα πίσω από τις γραμμές και τις καταστάσεις.
Το παραπάνω πλαίσιο δεν έχει προκύψει ούτε τυχαία, ούτε αυθόρμητα. Έχει επαρκώς μεθοδευτεί μέσα από την ιστορικότητα της κοινωνίας και μεθοδεύεται κάθε μέρα μέσα από τους φορείς της ιδεολογίας, οι οποίοι διαμορφώνουν και συμμετέχουν σ’ αυτό το παιχνίδι της αστικής δημοκρατίας με τους λίγο-πολύ δυο-τρεις παίκτες (πολιτικές δυνάμεις η συμμαχίες αυτών), με τον ένα διαχρονικό διαιτητή και «άρχοντα του αγώνα» (οικονομική εξουσία) και με κοινό το λαό. Και ο στόχος του παιχνιδιού αυτού είναι ακριβώς αυτός: να παραμείνει ο λαός στη θέση του φιλοθεάμονος κοινού δια της κατ’ όνομα συμμετοχής με την εκατέρωθεν υποστήριξη των αντίπαλων ομάδων.
Σ’ αυτόν το βασικό σκοπό που επιτελεί η ιδεολογία περιπλέκονται η ιστορική και πολιτική παιδεία, η κυρίαρχη και εναλλακτική κουλτούρα, η κυρίαρχη και εναλλακτική ενημέρωση, η κυρίαρχη και εναλλακτική πολιτική απάντηση· το σύνολο δηλαδή των πιθανών πολιτικών διαδρομών που παρουσιάζονται από την εκάστοτε κοινωνία και απαντούν στα βασικά της ερωτήματα: πώς ήμασταν, πώς είμαστε, πώς πρέπει να είμαστε. Και που μεταφράζονται ακαριαία στα: τι κάναμε, τι κάνουμε, τι πρέπει να κάνουμε.
Στα παραπάνω, διακρίνεται μία μετάβαση, πολλαπλή μετάβαση μάλιστα από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης και έπειτα. Δεν είναι συγχρονική σε όλους τους τομείς που αφορούν την επεξεργασία και διάχυση της ιδεολογίας, ούτε προφανώς σε όλες τις χώρες (με την Ελλάδα ειδικότερα να ακολουθεί με διαφορά φάσης τα νέα κελεύσματα), ωστόσο συμβατικά προσπαθώ εδώ να εκθέσω σημεία αυτής. Η πρώτη μετάβαση: το απότομο ανέβασμα του – κατ’ όνομα βέβαια – απολίτικου ως κυρίαρχη άποψη και προσφιλής πρακτική και η δεύτερη: η απορρόφηση του απολίτικου σε σαφώς πολιτικές κατευθύνσεις – εν πολλοίς παραδοσιακά αντιμαχόμενες – όταν η πολιτική ένταση της περιόδου είχε ανάγκη την κεφαλαιοποίησή του σε εκλογικές μάχες. Η τρίτη μετάβαση συντελείται ως μία προσπάθεια εξισορρόπησης του πολιτικού συστήματος, δηλαδή ολίγην από απάθεια – απολιτικισμό και περισσότερη από δίπολο αριστεράς – δεξιάς, νέου – παλιού, προοδευτικού – συντηρητικού, δηλαδή προσπάθεια με πολλαπλές δυσκολίες επιστροφής στο προ κρίσης σχετικά σταθερό ιδεολογικό τοπίο με αλλαγμένους απλώς τους διαβρωμένους από την κρίση πρωταγωνιστές του, τους πολιτικούς φορείς.
Στην τρίτη αυτή μετάβαση χρησιμοποιούνται εργαλειακά παλιά και νέα υλικά της ιδεολογίας, ιδεολογίας που αφήνει τον οικονομικό παράγοντα ως κάτι κοινό, ως κάτι παγειωμένο πλέον και άρα αδιάφορο, για να καταπιαστεί εντατικά κι εξ ολοκλήρου με προβλήματα ταυτότητας: εθνικής, θρησκευτικής, φυλετικής, σεξουαλικής. Αυτό συντελείται στο κοινό έδαφος του υποκειμενισμού, του ανανήψαντος υπαρξισμού, του μεταμοντέρνου, του γενικώς μετά- με τα θολά σύνορα να στήνουν το απαραίτητο δίπολο συντήρηση – πρόοδος, όπου οι συμβατικές έννοιες της συντήρησης και της προόδου πλέον έχουν να κάνουν με προβλήματα ταυτότητας και διαχείρισής τους. Χρησιμοποιώ ενεστώτα, αφού θεωρώ πως αυτή η μετάβαση αλλού έχει ολοκληρωθεί, όμως αλλού συντελείται ακόμα με τα περιθώρια αυτής ολοένα να εξαντλούνται.
Ωστόσο, στις μέρες μας ήδη αρχίζουμε και διακρίνουμε την τέταρτη μετάβαση αυτής της πυκνής ιδεολογικά και πολιτικά επταετίας. Τη σταδιακή λόγω οικονομικής εξαθλίωσης απαξίωση αυτού του δίπολου και την αντιστροφή του ως φυγή προς το μέλλον, αλλά δια του «ασφαλούς» παρελθόντος: τις αναμνήσεις και την προβολή τους στην παρούσα κατάσταση. Αφού στις σοσιαλδημοκρατικές (ή και «φιλελεύθερα» νεοδεξιές) δυνάμεις έχει μείνει σχεδόν μόνο η πολιτική ταυτοτήτων ως πεδίο άσκησης και επίδειξης προοδευτικότητας, αφού αυτό γίνεται παράλληλα με την οικονομική κρίση και εξαθλίωση, οι αντίπαλες αστικές δυνάμεις της συμβατικής δεξιάς και νέας ακροδεξιάς έρχονται να άρουν το δίπολο στη βάση της προσφάτως δημιουργηθείσας απαξίωσης· απαξίωσης που συμμερίζεται ολοένα και περισσότερος κόσμος. Ο καθρέφτης της ιδεολογίας έσπασε, τα θρύψαλα που πετάχτηκαν ανέθρεψαν τον απόλυτο υποκειμενισμό και τώρα στο βάθεμα της κρίσης διερευνούνται τρόποι όπως όπως να επέλθει έστω και αποσπασματική εργαλειακή συγκόλληση που να δίνει έστω ψήγματα, μικρά σημάδια ελπίδας.
Ως οι πρώτες προσπάθειες της συγκόλλησης προβάλλουν απ’ τη μεριά που διαμορφώνει τον έναν πόλο ξανά τα μεγάλα ιδεώδη, οι παλιές καλές γνώριμες αξίες: οι μεγάλες Αμερικές, οι ευσεβείς και πολιτισμένες μας θρησκείες, τα τραβώντας για τη δόξα μεγάλα έθνη, η πάση θυσία οικονομική ανάπτυξη και ο τεχνοκρατικός νεοθετικισμός απ’ τα πάνω, παράλληλα με την καλλιέργεια του ανορθολογισμού που προορίζεται για τα κάτω. Προφανής στόχος αυτού του οξύμωρου να μην υπάρχει πολιτική αμφισβήτηση των κοινωνικοοικονομικών συνταγών. Να μην υπάρχουν εμπόδια στην περαιτέρω ισχυροποίηση των εθνικών μονοπωλίων για να καρπωθεί κάτι από την ανάπτυξη και ο «προστατευόμενος» και «προστάτης» τους λαός ως διαταξικό εθνικό σύνολο.
Μπορούμε να συνοψίσουμε το νέο αυτό σκηνικό στο πρόταγμα πως «ο κόσμος βαρέθηκε από ζητήματα κουλτούρας, πολιτισμικούς καλλωπισμούς ευγένειας κι αφηρημένες ελευθερίες, θέλει ανάπτυξη να επιβιώσει έστω και με ανελευθερίες», όπου στις ανελευθερίες διακρίνει κανείς το μείγμα: λιγότερα εργασιακά δικαιώματα, ισχυρότερη εθνική αστική τάξη σε βάρος των άλλων αστικών τάξεων και φυσικά των λαών και ολίγον ή περισσότερο ρατσισμό και μισαλλοδοξία.
Αυτό το πρόταγμα χρησιμοποιούν σε γενικές γραμμές οι νέες ακροδεξιές (που στην παρούσα φάση της ατζέντας προβάλλουν ως απλά δεξιές) επωφελούμενες από το γεγονός πως το βαίνοντα απαξιούμενο σοσιαλδημοκρατικό ιδεολογικό τοπίο τους προσφέρει απλόχερα τα απογοητευμένα ακροατήρια και τους καθιστά λίγο πολύ ως το νέο, το αφουγκράζοντα τον κόσμο, το ορθολογικό και ενοποιητικό στη βάση όμως λίγο πολύ πάλι της ταυτότητας, αλλά από την ανάποδη· όχι της αποσπασμένης, κατακερματισμένης, που ζητά αναγνώριση, δικαιώματα, κοινωνική νομιμοποίηση, αλλά της ενοποιητικής, της συλλογικής εθνικά, θρησκευτικά που ζητά οικονομικά αποτελέσματα στο πρότυπο των παλιών καλών εποχών. Με λίγα λόγια, όχι της ταυτότητας για την ταυτότητα, αλλά της ταυτότητας με στόχο. Με στόχο την υπερίσχυση του ενός εθνικού ή θρησκευτικού συνόλου απέναντι στα άλλα, η οποία μεταφράζεται σε οικονομική ανάπτυξη και ευημερία του νικητή εν ανάγκη και με χρήση ρατσισμού. Ειδικά, νικητής θα αναδειχθεί αυτός που θα χρησιμοποιήσει καλύτερα τα παραπάνω εργαλεία, που θα είναι στην αστική ορολογία πιο «ανταγωνιστικός».
Το δυστύχημα είναι πως το νέο αυτό σε γενικές γραμμές ιδεολογικό δίπολο (χρησιμοποιώ τη λέξη δίπολο συμβατικά: στην ουσία διαμορφώνεται ακόμα και είναι σε διαδικασία επιλεκτικής συγκόλλησης, συρραφής νέων ιδεολογικών υλικών πάνω σε παλιά) είναι εν πολλοίς απόλυτο με την έννοια της ευρείας κάλυψης θεμάτων και διάδοσης και διαχέεται με ευκολία λόγω της κρίσης και του συρρικνωμένου κομμουνιστικού κινήματος. Παράλληλα, η κομμουνιστική ιδεολογία από όποιον λιγότερο ή περισσότερο αριστερό φορέα κι αν εκπορεύεται, μπορεί εύκολα να απαξιωθεί με τον κυρίαρχο κι εναλλακτικό αντικομμουνισμό.
Από τη μία, δηλαδή, να απαξιώνεται ως λεγόμενος «πολιτισμικός μαρξισμός», «ανεδαφικός» σε περίοδο κρίσης και ο οποίος σε τελική ανάλυση «δεν οδήγησε πουθενά» παρά μόνο στο political correct και σε «φαντασιακές ταυτότητες». Από την άλλη να απαξιώνεται ως συντηρητική ιδεολογία που αφήνει σε δεύτερη μοίρα τις κατακτημένες η σε διαδικασία κατάκτησης ελευθερίες και δικαιώματα των ταυτοτήτων, αφού δίνει πρώτιστη σημασία στον οικονομικό – κοινωνικό παράγοντα. Να ταυτίζεται, δηλαδή, ευκαιριακά και a la carte με τον εκάστοτε αντίθετο ιδεολογικό πόλο προκειμένου να αποτελέσει στόχο επίθεσης, να χάσει την αυτοτέλειά της, να συντριβεί ανάμεσά τους σκορπώντας και τα στοιχεία της ανάμεσά τους. Δηλαδή, την ίδια αυτή κίνηση απαξίωσης και εχθροποίησης την συμπληρώνει η παράλληλη κίνηση ενσωμάτωσης και εκμετάλλευσής της, στον βαθμό που στο βασικό δίπολο δανείζονται εκατέρωθεν αντιθετικά στοιχεία. Από τη μία η χρυσόσκονη του νεομαρξισμού, από την άλλη η κατ’ επίφαση στροφή στην οικονομία και το κάλπικο ενδιαφέρον για τον λαό που υποφέρει.
Μέσα σε αυτές τις δύο κινήσεις, στο διαμορφούμενο ιδεολογικό δίπολο με τις όποιες φασιστικές ή αριστερίστικες αποκλίσεις του, καλείται εκ των πραγμάτων να ξεχωρίσει η κομμουνιστική ιδεολογία, να αντιμετωπίσει παλιό και νέο, κυρίαρχο και εναλλακτικό αντικομμουνισμό, να επηρεάσει ως ξεχωριστός πόλος την ιδεολογία σε τέχνη, επιστήμη, τρέχοντα πολιτικό λόγο και κοινωνική ζωή, να πείσει τους χειμαζόμενους λαούς σε διεθνές επίπεδο, να τους ενοποιήσει ταξικά, να τους δώσει αυτογνωσία, να τους μετατρέψει τελικά σε κίνημα υπολογίσιμο με υλική δύναμη επιρροής των δικών του ιδεών, με υλική δύναμη ανατροπής των πραγμάτων με σοσιαλιστική προοπτική. Οπωσδήποτε ζητήματα που ξεφεύγουν ως μέγεθος προβλήματος από το παρόν κείμενο, στο οποίο προσπάθησα απλώς περιγραφικά και σε γενικές γραμμές να αναδείξω ακριβώς αυτό το πρόβλημα και ορισμένες πλευρές του.
Πέτρος Σκυθιώτης