Όταν η ΕΔΑ έπαιρνε 50% στη Β’ Αθήνας, Β’ Πειραιώς και Θεσσαλονίκη – Η εκλογική επιρροή της στις κάλπες του 1958
Διαγράφτηκε ανάγλυφα ο έντονα ταξικός προσδιορισμός της αριστερής ψήφου, με κύριο χαρακτηριστικό της την απόλυτη υπεροχή στα εργατικά και γενικότερα στα λαϊκά στρώματα και μια διόλου ευκαταφρόνητη παρουσία στα μεσαία στρώματα.
Σαν σήμερα, στις 11 Μάη 1958, η ΕΔΑ έκανε την έκπληξη και αναδεικνυόταν αξιωματική αντιπολίτευσης στις εθνικές εκλογές. Η πλειοψηφία της ΕΡΕ ψαλιδιζόταν σημαντικά, ενώ τα κεντρώα κόμματα έπεφταν τα ίδια μέσα στην παγίδα που ετοίμαζαν με τον εκλογικό νόμο για την ΕΔΑ. Εστιάζοντας σε κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά της εκλογικής επιρροής της ΕΔΑ σε εκείνες τις εκλογές, αντιγράφουμε από το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του εκλογολόγου Ηλία Νικολακόπουλου “Η καχετική δημοκρατία – κόμματα και εκλογές, 1946-1967).
Η μεγάλη έκπληξη των εκλογών δεν ήταν η αναμενόμενη άλλωστε νίκη της ΕΡΕ αλλά η εντυπωσιακή άνοδος της ΕΔΑ, η οποία αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, παρ’ όλο που είχε αποτραπεί η σύμπραξή της με τα μικρά κόμματα του Κέντρου. Η άνοδος της ΕΔΑ δεν υπήρξε βέβαια όσο εντυπωσιακή θα μπορούσε από πρώτη άποψη να θεωρηθεί, δηλαδή ως άλμα από κάποια ποσοστά της τάξης του 10% (εκλογές 1951 και 1952) κατευθείαν στο 25%. Πράγματι, η σύγκριση με τα αποτελέσματα των προηγούμενων εκλογών -στις περιφέρειες εκείνες όπου η ΕΔΑ είχε παρουσιάσει το 1956 δικούς της υποψήφιους- δείχνει ότι η άνοδος της Αριστεράς, αν και σημαντική, βρισκόταν οπωσδήποτε μέσα σε εντελώς φυσιολογικά πλαίσια. (…) Η αύξηση αυτή μπορεί εύκολα να ερμηνευτεί από την κρίση, τη διάσπαση και τη χαμένη υπόληψη του Κέντρου και, φυσικά, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την εντύπωση του υπερδιπλασιασμού που δημιουργείται από μιαν απλή ανάγνωση των συνολικών εκλογικών ποσοστών.
Η ΕΔΑ ξεπέρασε το 30% στις τέσσερις εκλογικές περιφέρειες της πρωτεύουσας (με κορυφαίο ποσοστό της το 60,8% στη Β’ Πειραιώς), στις δύο εκλογικές περιφέρειες της Θεσσαλονίκης, στη Λάρισα, στη Μαγνησία, στη Λευκάδα και στη Λέσβο, ενώ ποσοστά μεγαλύτερα από το μέσο όρο συγκέντρωσε επίσης στη Ζάκυνθο, στην Ημαθία, στο Κιλκίς, στην Καβάλα, στη Σάμο και στα Χανιά. Στις περιοχές αυτές εντοπίζονται άλλωστε όλες σχεδόν οι βασικές εστίες δύναμής της, τόσο στον αστικό πληθυσμό όσο και στις αγροτικές περιοχές.
Ιδιαίτερη βαρύτητα, από ποσοτική άποψη αλλά και στο επίπεδο των πολιτικών εντυπώσεων, είχε η εξαιρετικά μεγάλη δύναμη που παρουσίασε η ΕΔΑ στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, την περιφέρεια της πρωτεύουσας και τη Θεσσαλονίκη. Και στις δύο περιπτώσεις ξεπέρασε το 40% των ψήφων και αναδείχτηκε πρώτο κόμμα, με σημαντική μάλιστα διαφορά (10% περίπου) από την ΕΡΕ. Αντίθετα, στο σύνολο της υπόλοιπης χώρας, η ΕΔΑ έπεσε κάτω από 20% (για την ακρίβεια 19,7%) και ήρθε τρίτο σε δύναμη κόμμα, με λιγότερες ψήφους από το Κόμμα Φιλελευθέρων.
Στην περιφέρεια της πρωτεύουσας η ΕΔΑ διέθετε ισχυρή παρουσία και στους δύο κεντρικούς δήμους -ήρθε πρώτο κόμμα στον Πειραιά (με 39,8%) και δεύτερο στην Αθήνα (με 33,6% έναντι 36,9% της ΕΡΕ)- αλλά ο κύριος όγκος της δύναμής της βρισκόταν στην περιφερειακή ζώνη των δύο κεντρικών δήμων, όπου συγκέντρωσε αθροιστικά (στις Β’ Αθηνών και Β’ Πειραιώς) το 49,8% των ψήφων. Την ίδια δομή παρουσίασε η επιρροή της και στη Θεσσαλονίκη, όπου αναδείχτηκε μεν πρώτο κόμμα στο δήμο της Θεσσαλονίκης (με 40,4%), αλλά το προπύργιό της ήταν η περιφερειακή ζώνη, όπου συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία (52,9%).
Στην περιφέρεια της πρωτεύουσας η ΕΔΑ παρουσίασε τρεις ζώνες μεγάλης εκλογικής δύναμης. Την κυριότερη και συμπαγέστερη αποτελούσαν τα δυτικά και νοτιοδυτικά προάστια (Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Νίκαια, Κορυδαλλός, Αγία Βαρβάρα, Αιγάλεω, Ταύρος, Περιστέρι, Πετρούπολη), όπου ξεπέρασε παντού το 50%, για να φτάσει στη Νίκαια το 65,8%, κορυφαίο ποσοστό της στην περιφέρεια της πρωτεύουσας. Η ζώνη αυτή προεκτεινόταν επίσης και στο εσωτερικό των δύο μεγάλων δήμων, της Αθήνας (στο δυτικό τμήμα του) και του Πειραιά (στο βόρειο τμήμα του).
Μια δεύτερη ζώνη, μικρότερης έκτασης αλλά επίσης συμπαγής, αποτελούσαν τα νοτιανατολικά προάστια, από την Καισαριανή έως την Αργυρούπολη, όπου η ΕΔΑ προσέγγισε παντού την απόλυτη πλειοψηφία (τα ποσοστά της κυμάνθηκαν από 48,7% έως 50%, εκτός από την Καισαριανή όπου έφτασε το 61,2%). Μια τρίτη, τέλος, ζώνη αποτελούσε, στο Βορρά, η περιοχή Νέας Ιωνίας-Γαλατσίου, όπου η ΕΔΑ διέθετε επίσης την απόλυτη πλειοψηφία.
Η μεγαλύτερη υπεροχή της ΕΔΑ στις ζώνες που προαναφέρθηκαν συμβάδιζε και με ισχυρή παρουσία της σ’ όλη σχεδόν την περιοχή της πρωτεύουσας. Έτσι, συγκέντρωσε σχετικά υψηλά ποσοστά (περί το 30%) στα περισσότερα βόρεια προάστια, όπως και στις κατεξοχήν μικροαστικές συνοικίες της Αθήνας (πχ Εξάρχεια 29,2%, Παγκράτι 29,9%, Κυψέλη 27,6%). Και μόνο στις καθαυτό αστικές συνοικίες (κέντρο, Κολωνάκι, Φωκίωνος Νέγρη, Ψυχικό, Φιλοθέη και Εκάλη) το ποσοστό της έπεσε κάτω από 20%. Διαγράφεται έτσι ανάγλυφα ο έντονα ταξικός προσδιορισμός της αριστερής ψήφου, με κύριο χαρακτηριστικό της την απόλυτη υπεροχή στα εργατικά και γενικότερα στα λαϊκά στρώματα και μια διόλου ευκαταφρόνητη παρουσία στα μεσαία στρώματα.
Στο πλαίσιο αυτό, μια άλλη σημαντική διάσταση -η προσφυγική προέλευση- έπαιξε, συμπληρωματικά, βασικό ρόλο στις διαφοροποιήσεις της εκλογικής επιρροής της ΕΔΑ. Στις αμιγώς προσφυγικές περιοχές η δύναμη της ΕΔΑ ήταν κατά κανόνα περίπου 5 έως 10% μεγαλύτερη απ’ ό,τι στις μη προσφυγικές περιοχές με αντίστοιχη κοινωνική διαστρωμάτωση. Έτσι, τα λαϊκά προάστια (πχ Καισαριανή, Νέα Ιωνία, Νίκαια, Κερατσίνι, Δραπετσώνα) ήταν τα μόνα όπου ξεπέρασε το 60%, ενώ στις αντίστοιχες περιοχές εσωτερικής μετανάστευσης το ποσοστό της κυμάνθηκε περί το 50%. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στα μεσοαστικά προσφυγικά προάστια (Νέα Σμύρνη, Νέα Φιλαδέλφεια), όπου η δύναμή της κυμάνθηκε περί το 40%, ήταν δηλαδή μεγαλύτερη απ’ ό,τι στα αντίστοιχα μη προσφυγικά μεσοαστικά προάστια. Από τη σύγκριση αυτή φαίνεται και η σημαντική διαφοροποίηση που υποδηλώνει ότι, ενώ προπολεμικά η εκλογική ταύτιση των προσφύγων με το Κ.Φ. ήταν ανεξάρτητη από ταξική θέση, η μεταπολεμική μαζική ένταξή τους στην Αριστερά υπήρξε άμεσα συναρτημένη με την κοινωνική τους θέση. (…)
Από τις επαρχιακές περιφέρειες, η ΕΔΑ συγκέντρωσε το υψηλότερο ποσοστό της στο νομό Λέσβου (42,1%), χωρίς όμως και να εμφανίσει σημαντική άνοδο σε σχέση με τη δύναμη που είχε ήδη επιδείξει στις προηγούμενες εκλογές (1952, 1956). Η ΕΔΑ κατέκτησε την απόλυτη πλειοψηφία στην πόλη της Μυτιλήνης (όπως άλλωστε είχε συμβεί και το 1952 και το 1956), παρουσιάζοντας παράλληλα σημαντική δύναμη σε όλες τις αγροτικές περιοχές του νομού (και στις τέσσερις επαρχίες υπερέβη το 25%), η οποία ήταν ιδιαίτερα έντονη στις επαρχίες Μυτιλήνης και Μηθύμνης και σαφώς μικρότερη στις επαρχίες Πλωμαρίου και Λήμνου.
Εκτός από τη Λέσβο και τη Λήμνο, η ΕΔΑ επανεπιβεβαίωσε τη σημαντική επιρροή της και σε ορισμένα άλλα νησιά, όπως στην Ικαρία (46,9%), τη Θάσο (42,1%), τη Λευκαδα (37,2%), την Κέρκυρα (22,5%) και τη Ζάκυνθο (28,2%), ενώ ταυτόχρονα επέδειξε για πρώτη φορά ισχυρή παρουσία στην Κεφαλλονιά (20,3%) και τη Σάμο (21,5%) -δυο νησιά όπου η στρατιωτική συντριβή της Αριστεράς στη διάρκεια του Εμφυλίου εμπόδιζε, τουλάχιστον κατά τα πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια, την οργανωτική της ανασυγκρότηση.
Στα Επτάνησα, η ΕΔΑ διέθετε έντονη επιρροή, αρκετά ομοιόμορφη και αξιοσημείωτα συμπαγή, με ελάχιστες διακυμάνσεις σε όλη τη δεκαετία του ’50. Η επιρροή αυτή ήταν ισόρροπα κατανεμημένη σε αστικό και αγροτικό πληθυσμό (περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της χώρας) και το κυριότερο, φαίνεται πως αντανακλούσε μια κοινή, στα διάφορα νησιά, πολιτική κουλτούρα και παράδοση. Άμεσο σημείο αναφοράς της ήταν βέβαια το κίνημα της εαμικής αντίστασης, διαμέσου του οποίου η κομμουνιστική Αριστερά φαίνεται ότι αποκατέστησε κάποια ιστορική συνέχεια με την παράδοση του επτανησιακού ριζοσπαστισμού, που την περίοδο του μεσοπολέμου είχε παραμείνει, με ελαχιστότατες εξαιρέσεις, απόλυτα ξένη προς το ΚΚΕ. Στα νησιά του Αιγαίου, αντίθετα, η δύναμη της ΕΔΑ παρουσίαζε σημαντικές ανομοιογένειες, ακόμη και μεταξύ γειτονικών νησιών, οι οποίες αντανακλούν τις έντονες τοπικές ιδιομορφίες που είχε η εμπέδωση της Αριστεράς σε κάθε νησιωτική μονάδα. Η διαπίστωση αυτή αφορά καταρχήν τα μεγάλα νησιά (πχ διαφορές μεταξύ Λέσβου και Χίου) αλλά ισχύει επίσης και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, και για το μικρονησιωτικό πλέγμα.
Συνολικά πάντως, στο νησιωτικό χώρο η επιρροή της ΕΔΑ, αν και αυξήθηκε σημαντικά -από 15,4% στις εκλογές του 1952 έφτασε το 21,0%- δεν παρουσίασε εντυπωσιακά άλματα. Γιατί στα περισσότερα νησιά, ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά τον Εμφύλιο πόλεμο, η Αριστερά είχε κατορθώσει να συσπειρώσει το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών της, λόγω και των σχετικά ευνοϊκότερων πολιτικών συνθηκών, σε σύγκριση τουλάχιστον με την ηπειρωτική χώρα. Το γεγονός αυτό εξηγεί τη στασιμότητα που παρουσίασε πχ στην Κρήτη, τη Λέσβο, τη Θάσο, την Κέρκυρα και τη Λευκάδα. Είναι κι αυτό ένα επιπλέον στοιχείο που δείχνει ότι ο φαινομενικός υπερδιπλασιασμός του συνολικού εκλογικού ποσοστού της παρέχει παραπλανητική εικόνα για τις μεταβολές που παρουσίασε η εκλογική επιρροή της Αριστεράς και κυρίως για τις πραγματικές διαστάσεις του φαινομένου.
Σε αντίθεση με το νησιωτικό χώρο, η άνοδος της ΕΔΑ στην ηπειρωτική Ελλάδα υπήρξε εντυπωσιακή, αφού τριπλασίασε σχεδόν τη δύναμή της σε σχέση με τις εκλογές του 1952. Τα μεγαλύτερα ποσοστά της τα πέτυχε στη Θεσσαλία (31,5%) και την Κεντρική Μακεδονία (32,4% ή 27,6% χωρίς να συνυπολογίζεται η Θεσσαλονίκη), οι οποίες ήταν και οι μόνες ευρύτερες περιφέρειες της ηπειρωτικής χώρας όπου η δύναμή της ξεπέρασε συνολικά το 20%. Το γεγονός αυτό παραπέμπει κατευθείαν στο χάρτη της “πολιτικής αποχής” του 1946 και επισημαίνει τις αμεσότατες σχέσεις που είχε η εκλογική επιρροή της ΕΔΑ το 1958 με τις διαιρετικές τομές που παγιώθηκαν την προηγούμενη δεκαετία.
Στη Θεσσαλία, η ΕΔΑ παρουσίασε αλματώδη άνοδο, καλύπτοντας το κενό που άφηνε η πολιτική κατάρρευση της ΕΠΕΚ και του ΔΚΕΛ. Η επιρροή της ήταν εξαιρετικά σημαντική σε όλα τα αστικά κέντρα, όπου συγκέντρωσε συνολικά το 51,0% των ψήφων, ενώ ο Βόλος ήταν η “αριστερότερη” πόλη της Ελλάδας. Η επιρροή της εκτεινόταν επίσης και σε όλες τις αγροτικές περιοχές -ιδιαίτερα της ανατολικής Θεσσαλίας, όπου παντού (με μόνη εξαίρεση την επαρχίας Φαρσάλων) ξεπέρασε το 25%. Η δύναμη της ΕΔΑ ακολουθούσε βέβαια, σε γενικές γραμμές, τους άξονες της προπολεμικής εκλογικής επιρροής του ΚΚΕ -έτσι πχ συγκέντρωσε στην επαρχία Τίρναβου το υψηλότερο ποσοστό της (41,8%) από όλες τις αγροτικές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, όπως ακριβώς και το ΚΚΕ το 1936. Ταυτόχρονα, όμως, στη Θεσσαλία ήταν περισσότερο εμφανές από οπουδήποτε αλλού η καθαρή διαφοροποίηση δύο εκλογικών σωμάτων -της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς- ίσως και γιατί το δεύτερο έχει πάρει, έστω για μια μόνη περίοδο, πολιτικά συγκροτημένη μορφή με την ΕΠΕΚ και το ΔΚΕΛ.
Στην Κεντρική Μακεδονία, αντίθετα, η εμφάνιση ισχυρής δύναμης της ΕΔΑ, ιδιαίτερα αισθητής στις αγροτικές περιοχές (όπου σχεδόν παντού ξεπέρασε το 20%, για να συγκεντρώσει συνολικά το 26,0% των ψήφων), αποτελούσε καινούριο στοιχείο σε σχέση όχι μόνο με την προπολεμική εκλογική επιρροή του ΚΚΕ, αλλά και με τα αποτελέσματα της ΕΔΑ στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές. Αλλά και γενικότερα, το καινούριο στοιχείο που αναδείχτηκε από τις εκλογές του 1958 ήταν ακριβώς το γεγονός η ΕΔΑ έκανε αισθητή την παρουσία της σε όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας, ακόμη κι εκεί όπου έως τότε δεν υπήρχε καμιά (μετρήσιμη) ένδειξη για υπολογίσιμη εκλογική επιρροή της. Αυτή ήταν εξάλλου και η “έκπληξη” των εκλογών του 1958: αποδείχτηκε δηλαδή ότι η απήχηση της Αριστεράς δε βρισκόταν περιχαρακωμένη σε ορισμένες (κατά κανόνα) αστικές περιοχές, αλλά αντίθετα εκτεινόταν έστω και σε μικρότερο βαθμό, σε ολόκληρη τη χώρα.
Πράγματι, η ΕΔΑ όχι μόνο αναδείχτηκε πρώτο κόμμα στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, αλλά επιπλέον διέθετε σχεδόν παντού αξιόλογη επιρροή -που σε ελάχιστες περιπτώσεις ήταν κατώτερη από 20%. Το γεγονός όμως που προσέφερε δυνητικά στην ΕΔΑ ακόμα μεγαλύτερες προοπτικές ήταν η ιδιαίτερα σημαντική επιρροή της (περί το 25%) σε ολόκληρο το ημιαστικό πλέγμα της χώρας. Η επιρροή αυτή δεν αφορούσε, όπως συνέβαινε προπολεμικά με το ΚΚΕ, ορισμένες μόνο “μικρές πόλεις” του ημιαστικού πλέγματος, με έντονη παρουσία εργατικών στρωμάτων (Σιάτιστα, Ελευθερούπολη, Σουφλί κλπ) αλλά εκτεινόταν στο σύνολό του, ακόμη και στην κατώτερη βαθμίδα του, δηλαδή στις κωμοπόλεις και στα μεγαλύτερα χωριά. Γι’ αυτό ήταν ενδεχόμενο να προαναγγέλλει μια μελλοντική επέκταση της εκλογικής επιρροής της Αριστεράς και στον αγροτικό χώρο, γεγονός που μπορούσε να ανατρέψει τον παγιωμένο συσχετισμό δυνάμεων στο εκλογικό πεδίο. Η αμερικανική πρεσβεία, σχολιάζοντας το Σεπτέμβρη του 1958 την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, ανέφερε χαρακτηριστικά: “μια άλλη όψη του νεο-κομμουνισμόυ (…) σίγουρα πιο επικίνδυνη από την αρκετά θεαματική αύξηση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης της ΕΔΑ και μακροπρόθεσμα πιο διαβρωτική είναι η σταθερά ανοδική τάση του νεο-κομμουνισμού στον αγροτικό χώρο (…) Είναι στο επίπεδο του χωριού που ένα πολιτικό κόμμα ευδοκιμεί. Εκεί η επιρροή των πελατειακών σχέσεων κατέπεσε και είναι σ’ αυτό το χώρο που οι αμερικανικές δυνατότητες για δράση και αντίδραση είναι περισσότερο αποδυναμωμένες”.