Κατράκης και Ρίτσος
«Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι, το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα, τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε απλά κι όμορφα- σαν ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο».
Όταν ο Μάνος Κατράκης γνωρίζει στην Μακρόνησο, τον Γιάννη Ρίτσο, γίνονται αμέσως φίλοι. Μένουν μαζί και στην ίδια σκηνή.
Ο Κατράκης στην βιογραφία του σημειώνει: «Θυμάμαι με συγκίνηση το πάθος του Ρίτσου για γράψιμο. Πάθος που δεν τον άφησε ποτέ. Ξύπναγε το πρωί, ανασηκωνόταν λιγάκι και άρχιζε να γράφει. Έγραφε… Έγραφε… Έσκιζε, ξαναέγραφε, χωρίς να πιει καφέ. Δεν ήταν καλά. Είχε ταλαιπωρηθεί από τις περιπέτειες. Όταν μπορούσα, πήγαινα και μάζευα κανένα χορταράκι να βράσω, να πιει το ζουμί του, που ήταν δυναμωτικό».
Ο Ρίτσος φοβάται ότι θα βρουν και θα καταστρέψουν τα ποιήματά του. Ο Κατράκης αποφασίζει να τα κρύψει σε μπουκάλια και να κάνει ότι πάει να μαζέψει χόρτα. Με το μαχαίρι σκάβει ένα μικρό λάκκο, και τα κρύβει. Λίγο πριν τον στείλουν στον Άη-Στράτη, τα ξεθάβει και τα παίρνει μαζί του. Ποιήματα γραμμένα Αύγουστο και Σεπτέμβρη του 1949. Είναι τα «Μακρονησιώτικα» ή «Πέτρινος Χρόνος».
Ένα απόσπασμα:
«Κι η μέρα, ακόμα κι η πιο άδικη, σου αφήνει στην τσέπη μιαν ασπρογάλαζη σημαιούλα απ’ τη γιορτή τής θάλασσας, σου αφήνει στο στόμα μια γουλιά ξάστερο αγέρα, σου αφήνει στα μάτια το ευχαριστώ δυο ματιών, που κοίταξαν μαζί σου την ίδια πέτρα, που μοιράστηκαν δίκαια τον ίδιο πόνο, το ίδιο σύγνεφο, τον ίδιον ίσκιο. Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι, το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα, τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε απλά κι όμορφα- σαν ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο».
Σαν σήμερα, το 1947 εγκαινιάστηκε το εφιαλτικό στρατόπεδο της Μακρονήσου.