Πεθαίνω, αλλά δεν παραδίδομαι! Έχε γεια πατρίδα…
Στην αρχή της προεδρίας του, ο Γέλτσιν ορκιζόταν πως θα πέσει στις γραμμές του τρένου αν επέλθει πτώση του επιπέδου ζωής. Το επίπεδο ζωής όχι μόνο έπεσε, κατακρημνίστηκε. Ωστόσο ο Γέλτσιν δεν έπεσε στις γραμμές του τρένου. Έπεσε διαμαρτυρόμενος το φθινόπωρο του 1992 ο γέρος στρατιώτης Τιμεριάν Ζινάτοφ…
Ανάρτηση στο πλαίσιο του αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση
Τιμεριάν Ζινάτοφ – βετεράνος, 77 ετών
Από τα κομμουνιστικά ΜΜΕ
Ο Ζινάτοφ Τιμεριάν Χαμπούλοβιτς είναι ένας απ’ τους ηρωικούς υπερασπιστές του φρουρίου του Μπρεστ, το οποίο δέχτηκε το πρωί της 22ας Ιουνίου του 1941.
Ήταν Τατάρος. Πριν απ’ τον πόλεμο ήταν δόκιμος της Στρατιωτικής Ακαδημίας (του 42ου Τάγματος της 44ης Μεραρχίας Σκοπευτών). Τραυματίστηκε από τις πρώτες μέρες της υπεράσπισης του φρουρίου και αιχμαλωτίστηκε. Προσπάθησε να δραπετεύσει δυο φορές απ’ το γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης -τη δεύτερη επιτυχημένα. Το τέλος του πολέμου τον βρήκε στον τακτικό στρατό όπως είχε αρχίσει -ως απλό στρατιώτη. Για την υπεράσπιση του φρουρίου του Μπρεστ τιμήθηκε με το παράσημο του Πατριωτικού Πολέμου δεύτερου βαθμού. Μετά τον πόλεμο διένυσε όλη τη χώρα, εργαζόμενος στα έργα του Βορρά συμμετείχε στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Μπαϊκάλ-Αμούρ, και όταν βγήκε στη σύνταξη, παρέμεινε στη Σιβηρία. Στο Ουστ-Κουτ.
Παρά το γεγονός ότι η απόσταση απ’ το Ουστ-Κουτ ως το φρούριο του Μπρεστ ανέρχεται σε χιλιάδες χιλιόμετρα, ο Τιμεριάν Ζινάτοφ κάθε χρόνο ερχόταν στο φρούριο του Μπρεστ για να φέρει γλυκά στους συνεργάτες του μουσείου. Το ήξεραν όλοι. Γιατί βρισκόταν στο φρούριο τόσο συχνά; Αυτός, όπως και οι φίλοι του απ’ το ίδιο σύνταγμα, με τους οποίους συναντιόταν εκεί, ένιωθαν σιγουριά μόνο στο φρούριο. Εδώ δεν αμφέβαλλε κανείς και ποτέ πως υπήρξαν πραγματικοί και όχι επινοημένοι ήρωες. Στο φρούριο κανείς δεν τόλμησε να τους πετάξει κατά πρόσωπο: “Αν δε νικούσατε, εμείς τώρα θα πίναμε βαυαρική μπίρα. Θα ζούσαμε στην Ευρώπη”. Το κακό με τους οπαδούς της περεστρόικα! Δεν ήξεραν ότι, αν δε νικούσαν οι παππούδες τους θα είχαμε γίνει μια χώρα γκαρσονιών και χοιροβοσκών. Ο Χίτλερ είχε γράψει πως τα παιδιά των Σλάβων πρέπει να ξέρουν να μετράνε μόνο μέχρι το εκατό…
Όταν ο Ζινάτοφ πήγε στο Μπρεστ για τελευταία φορά, τον Σεπτέμβριο του 1992, όλα ήταν όπως συνήθως: συναντήθηκε με τους φίλους του απ’ το μέτωπο, έκανε βόλτες στο φρούριο. Φυσικά πρόσεξε πως η ροή των επισκεπτών είχε μειωθεί ουσιαστικά. Είχε αρχίσει η περίοδος όπου ήταν μόδα να μαυρίζει κανείς το σοβιετικό παρελθόν και τους ήρωές του…
Ήρθε η ώρα να αναχωρήσει… Την Παρασκευή αποχαιρετίστηκε με όλους και είπε πως το Σαββατοκύριακο θα επέστρεφε στο σπίτι του. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως αυτή τη φορά είχε έρθει στο φρούριο για να μείνει εδώ παντοτινά.
Όταν τη Δευτέρα οι συνεργάτες του μουσείου ήρθαν στη δουλειά, τηλεφώνησαν απ’ την εισαγγελία: ο υπερασπιστής του φρουρίου του Μπρεστ, που είχε επιζήσει στον αιματηρό κλοιό του 1941, είχε ριχτεί στις γραμμές του τρένου…
Κάποιος θυμήθηκε τον αξιοπρεπή γεράκο που στεκόταν επί ώρα με μια βαλίτσα στην αποβάθρα. Πάνω του βρέθηκαν επτά χιλιάδες ρούβλια, που είχε φέρει απ’ το σπίτι του για την κηδεία, και ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα με κατάρες για την κυβέρνηση Γέλτσιν-Γκαϊντάρ – για την ταπεινωτική, φτωχή ζωή που του είχαν επιφυλάξει. Για την προδοσία της Μεγάλης Νίκης. Και με την παράκληση να τον θάψουν στο φρούριο.
Αποσπάσματα από το αποχαιρετιστήριο γράμμα:
“… Αν τότε, στον πόλεμο, είχα πεθάνει απ’ τα τραύματά μου, θα ήξερα: πέθαινα για την πατρίδα. Τώρα όμως πεθαίνω λόγω της σκυλίσιας ζωής που κάνω. Ας το γράψουν αυτό στον τάφο μου… Μη με θεωρήσετε τρελό…”
“…Θέλω να πεθάνω όρθιος, όχι να παρακαλώ στα γόνατα για μια βοήθεια ζητιάνου για να ζήσω τις τελευταίες μέρες μου, ούτε να φτάσω στον τάφο με το χέρι απλωμένο! Έτσι λοιπόν, σεβαστοί μου, μη με κρίνετε αυστηρά, και μπείτε στη θέση μου. Αν δε με ληστέψουν, αφήνω τα μέσα που πιστεύω ότι θα φτάσουν για την ταφή μου… φέρετρο δεν χρειάζομαι… έτσι όπως είμαι, με τα ίδια ρούχα, φτάνουν, απλώς μην ξεχάσετε να βάλετε στην τσέπη μου τη βεβαίωση πως είμαι υπερασπιστής του φρουρίου του Μπρεστ – για τους απογόνους μας. Υπήρξαμε ήρωες, αλλά πεθαίνουμε ζητιάνοι! Ας είστε καλά, μη στεναχωριέστε για έναν Τατάρο που θέλησε να διαμαρτυρηθεί, ένας για όλους: “Πεθαίνω, αλλά δεν παραδίδομαι. Έχε γεια, πατρίδα!”
Μετά τον πόλεμο, στα υπόγεια του φρουρίου του Μπρεστ βρέθηκε μια επιγραφή, που κάποιος είχε χαράξει με την ξιφολόγχη του στον τοίχο: “Πεθαίνω, αλλά δεν παραδίδομαι. Έχε γεια, πατρίδα! 22.7.1941”. Με απόφαση της ΚΕ, αυτή η φρασούλα έγινε το σύμβολο της ανδρείας του σοβιετικού λαού και της αφοσίωσης στην υπόθεση του ΚΚΣΕ.
Οι υπερασπιστές του φρουρίου του Μπρεστ που είχαν μείνει ζωντανοί υποστήριζαν πως αυτός που έγραψε αυτήν την επιγραφή ήταν ένας δόκιμος της Στρατιωτικής Ακαδημίας, ο ακομμάτιστος Τατάρος Τιμεριάν Ζινάτοφ, αλλά πως στους κομμουνιστές ιδεολόγους ταίριαζε περισσότερο να την είχε γράψει κάποιος σκοτωμένος Άγνωστος Στρατιώτης.
Τα έξοδα της κηδείας τα ανέλαβε ο δήμος του Μπρεστ. Έθαψαν τον ήρωα αντλώντας χρήματα απ’ τον κωδικό “τρέχοντας έξοδα συντήρησης κτιρίων”…
Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Εκπομπή Συστημικό Βλέμμα, αρ. 5.
Γιατί ρίχτηκε κάτω απ’ το τρένο ο γέρος βετεράνος Τιμαριάν Ζινάτοφ; Θα ξεκινήσω από μακριά… Από ένα γράμμα στην Πράβντα του Βίκτορα Γιακόβλεβιτς Γιάκοβλεφ από το σταθμό Λενινγκράτσκαγια της περιφέρειας του Κρασνοντάρσκ. Από έναν βετεράνο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, υπερασπιστή της Μόσχας του 41′ και μέλος της παρέλασης για την 33η επέτειο της Νίκης. Έγραψε στη σύνταξη λόγω της μεγάλης στενοχώριας του…
Λίγο καιρό πριν, αυτός κι ένας φίλος του (πρώην συνταγματάρχης και βετεράνος) ήρθαν στη Μόσχα. Με την ευκαιρία αυτή είχαν φορέσει τα καλά τους σακάκια με τις σειρές των παρασήμων. Η μέρα στη θορυβώδη πρωτεύουσα ήταν κουραστική και, όταν έφτασαν στο σταθμό του Λενινγκράντσι, θέλησαν να κάτσουν κάπου μέχρι να φτάσει το τρένο τους. Δεν υπήρχαν ελεύθερες θέσεις και τότε μπήκαν σε μια μισοάδεια αίθουσα όπου υπήρχε μπουφές και κάτι μαλακές πολυθρόνες. Κοντά τους έτρεξε αμέσως μια κοπέλα, που μοίραζε τα ποτά στην αίθουσα, και τους έδειξε με αγενή τρόπο την έξοδο: “Απαγορεύεται να μπείτε εδώ. Είναι η αίθουσα μπίζνες!”. Παρακάτω παρατίθεται απόσπασμα απ’ το γράμμα:
“Της απάντησα ταραγμένος: ‘Δηλαδή είναι αίθουσα για ληστές και τζογαδόρους όπου μας απαγορεύεται η είσοδος; Όπως κάποτε στην Αμερική: απαγορεύεται η είσοδος σε νέγρους και σκυλιά’. Τι άλλο να πεις όταν είναι όλα τόσο φανερά; Κάναμε μεταβολή και βγήκαμε. Εγώ όμως πρόλαβα και είδα πώς μερικοί απ’ αυτούς τους λεγόμενους μπίζνεσμεν, ή απλώς απατεωνίσκους, χαχάνιζαν, χλαπάκιαζαν κι έπιναν… Έχει ξεχαστεί πια πως εμείς εδώ χύσαμε το αίμα μας… Μας τα πήραν όλα αυτά τα γουρούνια οι Τσουμπάισιδες, οι Βασελμπέργκηδες και οι Γκρέφηδες (Ρώσοι ολιγάρχες). Λεφτά, τιμή. Το παρελθόν μας, το παρόν μας. Όλα!
Και τώρα ετοιμάζουν για στρατιώτες τα εγγόνια μας, για να υπερασπιστούν τα εκατομμύριά τους. Κι εγώ θέλω να ρωτήσω: για ποιο λόγο πολεμήσαμε; Καθόμασταν στα χαρακώματα – το φθινόπωρο μέχρι το γόνατο στο νερό, τον χειμώνα μέσα στους χειρότερους πάγους μέχρι το γόνατο στο χιόνι, μήνες με τα ίδια ρούχα, χωρίς να κοιμηθούμε σαν άνθρωποι. Έτσι και στη μάχη του Καλίνιν και της Γιάχρομα και της Μόσχας… Εκεί δεν είχαμε πλούσιους και φτωχούς…”
Μπορεί, φυσικά, να πει κανείς ότι ο βετεράνος δεν έχει δίκιο και ότι δεν είναι όλοι οι επιχειρηματίες “ληστές και τζογαδόροι”. Αλλά ας κοιτάξουμε με τα μάτια του τη μετακομμουνιστική μας χώρα… Την αλαζονεία των νέων αφεντάδων της ζωής, την περιφρόνησή τους για τους “ανθρώπους του χθες”, οι οποίοι, καθώς γράφουν στα ιλουστρασιόν περιοδικά, αναδίδουν “μια μυρωδιά φτώχειας”. Έτσι, κατά την άποψη των συγγραφέων αυτών των εκδόσεων, μυρίζουν οι θριαμβευτικές συνελεύσεις στις μεγάλες αίθουσες την Ημέρα της Νίκης, όταν μια φορά το χρόνο προσκαλούν τους βετεράνους και βγάζουν προς τιμήν τους υποκριτικούς, υμνητικούς λόγους. Στην πραγματικότητα, σήμερα δε χρειάζονται σε κανέναν. Οι ιδέες τους περί δικαιοσύνης είναι αφελείς. Και η αφοσίωσή τους στο σοβιετικό τρόπο ζωής… Στην αρχή της προεδρίας του, ο Γέλτσιν ορκιζόταν πως θα πέσει στις γραμμές του τρένου αν επέλθει πτώση του επιπέδου ζωής. Το επίπεδο ζωής όχι μόνο έπεσε, κατακρημνίστηκε. Ωστόσο ο Γέλτσιν δεν έπεσε στις γραμμές του τρένου. Έπεσε διαμαρτυρόμενος το φθινόπωρο του 1992 ο γέρος στρατιώτης Τιμεριάν Ζινάτοφ…”
Από την ιστοσελίδα της εφημερίδας Πράβντα, 1997
Τα αποσπάσματα πάρθηκαν κι αντιγράφονται από το βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς “το τέλος του Κόκκινου Ανθρώπου”, εκδόσεις Πατάκη.