Η Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) μέσα από τα ιστορικά ντοκουμέντα – Μέρος 2ο

Η γέννηση και εξέλιξη του ενιαίου μετώπου μέσα από το τρίτο και το τέταρτο συνέδριο

Η γέννηση και εξέλιξη του ενιαίου μετώπου μέσα από το τρίτο και το τέταρτο συνέδριο

Η ιδέα του ενιαίου μετώπου γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1920 στην Γερμανία, για την ενότητα της εργατικής τάξης σε μία περίοδο ταξικών συγκρούσεων. Μετά από ένα μήνα επεξεργασιών οι Γερμανοί κομμουνιστές έστειλαν το “ανοιχτό γράμμα” (Γενάρη 1921) σε σωματεία και κόμματα, προτείνοντας κοινή πάλη στους αγώνες του προλεταριάτου.9 Με την τακτική αυτή οι Γερμανοί κομμουνιστές σφυρηλατούσαν την ενότητα της εργατικής τάξης και διατηρούσαν την οργανωτική τους αυτοτέλεια, ενώ προσέγγιζαν τα τμήματα της εργατικής τάξης, τα οποία ακολουθούσαν την σοσιαλδημοκρατία και τα αποσπούσαν από την επιρροή της. Η κίνηση αυτή τόσο πολύ άρεσε στον Λένιν που στο τρίτο συνέδριο την χαρακτήρισε “υπόδειγμα πολιτικής πράξης” 10, ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα καθοδηγούσε μία συζήτηση στην Κομιντέρν που αποσκοπούσε στην γενίκευση αυτής της τακτικής, εν’ όψη και του συνεδρίου.

Στο συνέδριο που ξεκίνησε στις 22 Ιούνη 1921 συζητήθηκαν πολλά θέματα. Η υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος, η εκτίμηση των αγώνων που αναπτύχθηκαν, η παγκόσμια κατάσταση και το μέλλον του 11, ήταν ανάμεσα στα σημαντικά σημεία του συνεδρίου, όπως και ίδρυση της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς (Προφιντέρν). Η ίδρυση της προέκυψε από το κενό που προέκυψε στο συνδικαλιστικό κίνημα μετά την προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας και τον εκφυλισμό της Διεθνούς συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας, για να ενώσει και να επαναστατικοποιήσει την εργατική τάξη 12. Όμως το πιο βασικό ζήτημα που απασχόλησε το συνέδριο ήταν η τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων και του ενιαίου μετώπου.

Οι θέσεις για την τακτική διαμορφώθηκαν με τη συμμετοχή του Λένιν 13 και υιοθετήθηκαν από το συνέδριο. Παρόλο που οι θέσεις υποστήριζαν ότι η ανθρωπότητα βρίσκονταν στην εποχή επαναστατικού περάσματος στον σοσιαλισμό, εξηγούσαν ότι στην συγκεκριμένη φάση τα καθήκοντα του κομμουνιστικού κινήματος επικεντρώνονταν στη συγκέντρωση και οργάνωση δυνάμεων, μέχρι το επόμενο επαναστατικό ξέσπασμα είτε μεμονωμένο, είτε μαζικό (δηλαδή η επανάσταση θα ξεσπούσε αντικειμενικά με τη σήψη του καπιταλισμού, η οποία όμως δεν ήταν ευθυγραμμισμένη σε κάθε χώρα, άρα και τα ξεσπάσματα). Για τη συγκέντρωση δυνάμεων τα καθήκοντα ήταν πολλά και σύνθετα. Στις θέσεις έμπαινε το καθήκον για τη συμμετοχή των κομμουνιστών στις μαζικές οργανώσεις και την συμμετοχή στους μαζικούς αγώνες που θα αναπτύσσονταν με βάση τα οικονομικά αιτήματα της εργατικής τάξης. Επίσης στις θέσεις υπογραμμίζονταν το καθήκον των κομμουνιστών, να ενώνουν τους μεμονωμένους αγώνες, σφυρηλατώντας την ενότητα του λαού και να προωθούν την πολιτική τους, ζυμώνοντας έτσι την πολιτική πάλη για την εξουσία 14.

Ουσιαστικά οι θέσεις αποτέλεσαν την ουσία και τον χαρακτήρα του ενιαίου μετώπου. Στην έκκληση της εκτελεστικής επιτροπής της, η Κομιντέρν κάλεσε τα κομμουνιστικά κόμματα να υιοθετήσουν τα συνθήματα στις μάζεςκαι οικοδομήστε το ενιαίο μέτωπο. Αυτό στην πράξη σήμαινε την μαζική δουλειά μέσα στην εργατική τάξη, την οργάνωση αυτής και των αγώνων της, αλλά και τη μετατροπή τους σε ταξική πάλη. Με αυτή τη δουλειά δηλαδή θα έμπαιναν μπροστά στην προετοιμασία ενός στρατού, ικανού να αντιπαρατεθεί με τους καπιταλιστές, μπροστά στο ξέσπασμα μία επαναστατικής κατάστασης 15.

Το επόμενο διάστημα πάρθηκαν αρκετές πρωτοβουλίες για την προώθηση των θέσεων της τακτικής και του ενιαίου μετώπου, έτσι όπως ψηφίστηκαν στο συνέδριο, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Σε διεθνές επίπεδο η πιο σημαντική πρωτοβουλία ήταν η διάσκεψη των τριών Διεθνών, ενώ σε εθνικό οι εξελίξεις στην Γερμανία. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις φαίνεται η διαπάλη ενάντια στον οπορτουνισμό με πρωταγωνιστή τον Λένιν, που είχε εκδηλωθεί ήδη από το τρίτο συνέδριο.

Σε Διεθνές επίπεδο ο Λένιν έλεγε ότι “ο σκοπός και το νόημα της τακτικής του ενιαίου μετώπου συνίσταται στο να τραβηχτούν στην πάλη κατά του κεφαλαίου όλο και πιο πλατιές μάζες εργατών, χωρίς να πάψουμε να επαναλαμβάνουμε τις εκκλήσεις μας, ακόμη και προς τους ηγέτες της ΙΙ και ΙΙ½ διεθνούς, προτείνοντας να κάνουμε από κοινού μία τέτοια πάλη”16. Δεν εννοούσε όμως την κοινή πάλη από τα πάνω (στην ουσία κομματική συμπόρευση), αλλά από τα κάτω (στην πράξη συνδικαλιστική ενότητα), όπως και το ανοιχτό γράμματων Γερμανών κομμουνιστών. Μάλιστα απέναντι στις υπερβολικές υποχωρήσεις που έκαναν οι αντιπρόσωποι της Κομιντέρν ο Λένιν έλεγε ότι “οι εκπρόσωποι της ΙΙ και ΙΙ½ Διεθνούς θέλουν το ενιαίο μέτωπο, γιατί ελπίζουν να μας εξασθενίσουν με τις υπερβολικές υποχωρήσεις που θα κάνουμε….μα σε καμιά περίπτωση δεν θα φορτώσουμε τα λάθη των κομμουνιστών μας στις μάζες του προλεταριάτου”17. Γενικά ήταν μία περίοδος κατά την οποία το το επαναστατικό κύμα που σάρωνε την Ευρώπη υποχωρούσε, δημιουργώντας χώρο για την ανάπτυξη οπορτουνιστικών διλημμάτων και παρακλήσεων στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που πάλευε για να διαμορφώσει ενιαία αντίληψη.

Στην Γερμανία ο οπορτουνισμός εκδηλώθηκε γύρω από το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης. Παρόλο που ξεκίνησε ως σύνθημα από τα κάτω, σταδιακά εξελίχθηκε σε οπορτουνιστικό σύνθημα από τα πάνω. Η πορεία αυτή επηρεάστηκε τόσο από τη διαπάλη μέσα στο κόμμα (αριστεριστές- οπορτουνιστές), όσο και από τις συνθήκες που επικρατούσαν (υποχώρηση της επανάστασης αλλά με σποραδικές εξεγέρσεις).

Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης εμφανίστηκε το 1920 μετά τη συντριβή του πραξικοπήματος του στρατηγού Καππ και την κυβερνητική κρίση που ακολούθησε. Το κάλεσμα έγινε από τον Λέγκιεν (σοσιαλδημοκράτης) στις 17 Μαρτίου, για την συγκρότηση εργατικής κυβέρνησης και την επιστροφή στην κανονικότητα. Απέναντι σε αυτό το δίλημμα οι Γερμανοί κομμουνιστές κατέληξαν (για τα παρακάτω 18):

  • “Η πλειοψηφία που έχει το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στους εργάτες των αστικών κέντρων, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη στέρεη βάση για την δικτατορία του προλεταριάτου”.
  • Η συγκρότηση μίας σοσιαλιστικής κυβέρνησης απαλλαγμένης από το πιο ασήμαντο αστικό η καπιταλιστικό στοιχείο θα δημιουργούσε εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες για την σθεναρή δράση των προλεταριακών μαζών”.
  • “Το κόμμα μας θα διατηρήσει χαρακτήρα νομιμόφρονης αντιπολίτευσης, με την έννοια ότι δεν θα προετοιμάσει επαναστατική εξέγερση”.

 Η αντίδραση του Λένιν σε αυτές τις διακηρύξεις έγινε λίγο καιρό αργότερα στο έργο του “ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού” (για τα παρακάτω 19):

  • “Η δήλωση αυτή είναι απόλυτα σωστή και ως προς το βασικό επιχείρημα και ως προς το πρακτικό συμπέρασμα. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι τούτη τη στιγμή δεν υπάρχει η “αντικειμενική βάση” για τη δικτατορία του προλεταριάτου”.
  • “Συμπέρασμα: υπόσχεση “νομιμόφρονης αντιπολίτευσης” (δηλαδή παραίτηση από την προετοιμασία “βίαιης ανατροπής”
  • “Δεν μπορούμε να αποσιωπούμε το γεγονός ότι δεν μπορεί να ονοματίζει κανείς “σοσιαλιστική” (σ’ επίσημη δήλωση του Κομμουνιστικού Κόμματος) μία κυβέρνηση σοσιαλπροδοτών, πως δεν μπορεί να μιλά κανείς για αποκλεισμό των “αστικών -καπιταλιστικών κομμάτων”, όταν τα κόμματα των Σάιντεμαν και των κυρίων Κάουτσκι-Κρίσπιν είναι μικροαστικά-δημοκρατικά”.
  • “Αυτό είναι αρκετό για να στηριχτεί ένα συμβιβασμός, που πραγματικά είναι απαραίτητος και που πρέπει να συνίσταται στην παραίτηση για ορισμένο χρονικό διάστημα από τις προσπάθειες βίαιης ανατροπής της κυβέρνησης, που της έχει εμπιστοσύνη η πλειοψηφία των εργατών της πόλης”.

Αρχικά όπως φαίνεται και από την κριτική του Λένιν η τακτική είναι σωστή. Με την επιλογή τους να στηρίξουν την κυβέρνηση χωρίς να συμμετέχουν κάνουν το συμβιβασμό που λέει ο Λένιν και προσεγγίζουν τους εργάτες που ακολουθούν του ανεξάρτητους (Κρίσπιν). Όμως από τις θέσεις των Γερμανών φαίνεται η σύγχυση που επικρατεί στις γραμμές τους. Παρόλο που λειτουργούν με σωστή τακτική θεωρώντας την κυβέρνηση αστική, την χαρακτηρίζουν σοσιαλιστική, γεγονός που υποδεικνύει την δράση των οπορτουνιστικών στοιχείων. Στην ουσία άσκησε μία “κριτική υποστήριξη”20 υπέρ της αριστερής πτέρυγας και κατά της δεξιάς.

Στο διάστημα που ακολουθεί πραγματοποιούνται εργατικές κινητοποιήσεις, εξεγέρσεις, απεργίες και δράσεις χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία (πχ το Μάρτη του 1921: η Δράση του Μάρτη), που πάνω τους αποτυπώνεται η υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος και η αναζήτηση άμεσων αποτελεσμάτων. Στο διάστημα αυτό στο ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης δεν υπάρχουν εξελίξεις έως τον Οκτώβρη-Δεκέμβρη του 1921. Η αλλαγή των συνθηκών στην Γερμανία σε συνδυασμό με την ενοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας και της αριστερής πτέρυγας των Γερμανών Ανεξάρτητων (συνέδριο του Αυγούστου του 1921) έδωσε περαιτέρω πρόσφορο έδαφος για την δυνατότητα εκδήλωσης του οπορτουνισμού.

Η συνένωση των δύο κομμάτων δεν ήταν λάθος και έγινε με την σύμφωνη γνώμη της Κομιντέρν, αλλά η ύπαρξη ομάδων μέσα στο ενωμένο κόμμα δημιουργούσε προβλήματα. Αυτά εμφανίστηκαν τον Οκτώβρη-Δεκέμβρη του 1921, με το μεταβατικό πρόγραμμα (η ανάγκη προγράμματος προέκυψε το Σεπτέμβρη του 1921 μετά το συνέδριο), το οποίο πρότεινε κάποιες μεταρρυθμίσεις. Η υλοποίηση τους θα πραγματοποιούνταν από την συγκρότηση μίας εργατικής κυβέρνησης που αρχικά θεωρούνταν,ότι “θα στηρίζονταν στην εξωκοινοβουλευτική δύναμη του προλεταριάτου”21 (Οκτώβρης 1921). Σύντομα η διαπάλη μεταξύ των ομάδων οδήγησε στην αναθεώρηση αυτής της γραμμής, η οποία αρχικά έλεγε ότι οι Γερμανοί κομμουνιστές σε περίπτωση εκλογής μία εργατικής κυβέρνησης “θα είναι υποχρεωμένοι να στηρίξουν κάθε μέτρο που παίρνει προς όφελος της εργατικής τάξης”22 (Νοέμβρης 1921), ενώ στη συνέχεια κατέληξε να λέει ότι το “ΚΚΓ πρέπει να πει στους εργάτες ότι είναι έτοιμο να κάνει κάλεσμα για την συγκρότηση μίας σοσιαλιστικής εργατικής κυβέρνησης με όλα τα κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά μέσα”23 (Δεκέμβρης 1921). Πάντως και οι δύο γραμμές χαρακτηρίζονταν από την κοινή αντίληψη που έμπαινε στο πρόγραμμα και ισχυρίζονταν ότι “αυτή τη στιγμή όταν το αυθόρμητο κίνημα των μαζών του προλεταριάτου έχει φτάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο και κλίμακα, στο οποίο αντιτίθεται στην αστική τάξη και στους ηγέτες των εργατών που συμμάχησαν μαζί της γίνεται ισχυρότερο, αλλά στο οποίο, παρόλα αυτά η εργατική τάξη δεν είναι ακόμη έτοιμη στην πλειοψηφία της για να εγκαταλείψει τα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης αποτελεί το κατάλληλο μέσο για τη κατάκτηση ενός νέου σταδίου διαχωρισμού των πλατιών εργατικών μαζών από την αστική τάξη και ένα νέο σημείο αφετηρίας υψηλότερου επιπέδου προς την προλεταριακή δικτατορία”24. Πρόκειται ουσιαστικά για την υλική βάση που υπήρχε για την ανάπτυξη του οπορτουνισμού, που στο κείμενο, αποτυπώνεται στην ανάγκη το επαναστατικό κίνημα να φέρει την επανάσταση (δηλαδή η προλεταριακή δικτατορία που έλεγε το πρόγραμμα) και να αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων (βέβαια αυτός διαμορφώνεται στην πορεία της ταξικής πάλης με βάση κυρίως αντικειμενικούς παράγοντες, παίζουν ρόλο και υποκειμενικοί αλλά όχι τον κύριο). Αυτό δεν είναι λάθος, δηλαδή η αλλαγή της στρατηγικής και της τακτικής ανάλογα με το επίπεδο προσέγγισης της επανάστασης, αλλά η αντίληψη ότι μπορεί να προσεγγιστεί η επανάσταση,  δηλαδή να την φέρει το επαναστατικό υποκείμενο (κόμμα) σε μη επαναστατικές συνθήκες (σε υποκειμενικό επίπεδο το κόμμα δεν φέρνει την επανάσταση, αλλά σε επαναστατικές συνθήκες την μετατρέπει σε επανάσταση). Δεν πίστευαν δηλαδή στην ωρίμανση των συνθηκών και την εκ των πραγμάτων εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης (δηλαδή σε επίπεδο αντικειμενικών συνθηκών, όταν άρα οι πάνω χάνουν την χειραγώγηση στους κάτω που κερδίζουν την χειραφέτηση) άρα και τη μετατροπή της σε επανάσταση. Όλα αυτά σύμφωνα με τον Λένιν βέβαια και την πείρα των Μπολσεβίκων όπως αποτυπώθηκε και στο έργο του “κράτος και επανάσταση”.

Γενικά ήταν μία περίοδος που οι συνθήκες δημιουργούσαν αντιφάσεις ανάμεσα στα τμήματα και τα στελέχη της Κομιντέρν, που δεν είχαν κατακτήσει το ίδιο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο, γεγονός που φαίνεται και στην Γερμανία. Εκ’ μέρους της Κομιντέρν στην διαμόρφωση της γραμμής των Γερμανών κομμουνιστών (στις 8 Δεκέμβρη 1921) ενεπλάκη ο Ράντεκ, γραμμή την οποία σχολίασε λέγοντας ότι “στην Γερμανία το κομμουνιστικό κόμμα στο τελευταίο εθνικό συνέδριο του υποστήριξε το σύνθημα του ενιαίου εργατικού μετώπου και δήλωσε την ετοιμότητα του να υποστηρίξει μία εργατική κυβέρνηση η οποία θα ήταν πρόθυμη να αναλάβει με κάποια σοβαρότητα τον αγώνα ενάντια στην εξουσία των καπιταλιστών. Η ΕΕΚΔ (σ.σ. Εκτελεστική Επιτροπή Κομμουνιστικής Διεθνούς) θεωρεί αυτή την απόφαση απολύτως σωστή και είναι πεπεισμένη ότι το ΚΚΓ, διατηρώντας πλήρως την ανεξάρτητη πολιτική στάση του, είναι θα είναι θέση να διαπεράσει ευρεία τμήματα των εργαζομένων και να ενισχύσει την επιρροή του κομμουνισμού στην μάζες”25 (18 Δεκέμβρη 1921). Το σχόλιο της Κομιντέρν παρόλο που δεν συμφωνεί με του Γερμανούς, δεν ασκεί κριτική στη θέση τους. Στο συνέδριο του το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας κράτησε τη γραμμή του 1920 (όσον αφορά την εργατική κυβέρνηση). Το ζήτημα της στήριξης ή συμμετοχής τέθηκε πιο μετά (Οκτώβρης- Δεκέμβρης 1921) με το μεταβατικό πρόγραμμα και αρχικά έκανε λόγο μόνο για στήριξη και αργότερα για συμμετοχή. Η Κομιντέρν με τη θέση για την στήριξη μίας τέτοιας κυβέρνησης, δεν καταδίκαζε την συμμετοχή, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την οπορτουνιστική παρέκκλιση στο τέταρτο συνέδριο.

Την ίδια μέρα (18 Δεκεμβρίου) ο Στάλιν έγραφε: “ήρθε η περίοδος του ψύχραιμου υπολογισμού των δυνάμεων, περίοδος μικροδουλειάς για την προετοιμασία και τη συγκέντρωση των δυνάμεων για τις μελλοντικές μάχες….για τη δημιουργία ενός ενιαίου εργατικού μετώπου και για την κατάκτηση μίας εργατικής κυβέρνησης, ένα κίνημα που απαιτεί συμφωνία και κοινή πάλη ενάντια στον κοινό εχθρό όλων των λίγο-πολύ επαναστατικών ομάδων της εργατικής τάξης, αρχίζοντας από τους “μετριοπαθείς” ως τους “άκρους”.Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλουμε ότι οι κομμουνιστές θα σταθούν στις πρώτες γραμμές του αγώνα για την εργατική κυβέρνηση, γιατί ο αγώνας αυτός πρέπει να οδηγήσει στην παραπέρα μετατροπή των σημερινών κομμουνιστικών κομμάτων σε πραγματικά μαζικά εργατικά κόμματα”26. Από το παραπάνω κομμάτι δεν είναι ξεκάθαρο εάν ο Στάλιν μιλάει για την συγκρότηση μίας εργατικής κυβέρνησης από τα πάνω ή από τα κάτω. Γενικότερα διαβάζοντας κανείς όλο το κείμενο θα δει ότι ο Στάλιν περιγράφει απλά τις εξελίξεις χωρίς να παίρνει θέση.

Ωστόσο ο Στάλιν πήρε θέση για το ζήτημα. Στα τέλη 1922 οι σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν την πλειοψηφία στο κρατίδιο της Σαξονίας και και κάλεσαν τους κομμουνιστές για την συγκρότηση κυβέρνησης. Οι συζητήσεις ήταν άκαρπες και εν’ τέλει οι σοσιαλδημοκράτες συγκρότησαν κυβέρνηση μειοψηφίας (αρχές του 1923). Όμως σύντομα πρόβαλλε ο φασιστικός κίνδυνος και ξανάρχισαν οι συζητήσεις για την συμμετοχή των κομμουνιστών. Οι οδηγίες σύμφωνα με τα σοβιετικά αρχεία έλεγαν (όπως παρουσιάζονται στο βιβλίο “ο Στάλιν και η Τρίτη Διεθνής: Σοβιετικοί ιστορικοί για την ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν)”): “Στη σύνοδο του Προεδρείου της ΕΕ της ΚΔ που είχε συγκληθεί στο τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη για να συζητηθεί η κατάσταση στη Γερμανία, ο Στάλιν υποστήριξε την άποψη του Ζηνόβιεφ….«Αν οι αριστεροί (σοσιαλδημοκράτες – Σ.τ.Μ.) συμφωνήσουν, τότε κερδισμένοι θα

βγουν οι κομμουνιστές, διότι οι σοσιαλδημοκράτες θα διασπαστούν και οι αριστεροί θ’ ακολουθήσουν τους κομμουνιστές. Αν δεν συμφωνήσουν (όπερ και πιθανό), πάλι οι κομμουνιστές θα βγουν κερδισμένοι, διότι οι αριστεροί θα έχουν ξεμπροστιασθεί ως νεροκουβαλητές των δεξιών (σοσιαλδημοκρατών – Σ.τ.Μ). Και στη μια και στην άλλη περίπτωση τα ταλαντευόμενα στρώματα των εργατών θα κερδηθούν από τον κομμουνισμό.»….Εκτός αυτού ο Στάλιν έκρινε αναγκαίο «όχι μόνο να αρχίσουν με την προπαγάνδιση της ιδέας των Σοβιέτ, αλλά και με τη δημιουργία Σοβιέτ, αρχικά στη Σαξονία και σε άλλες πρόσφορες περιοχές» ως κέντρων της μελλοντικής εξέγερσης με οργανωτική βάση για μια παγγερμανική εργατο-αγροτική κυβέρνηση, — σ’ αυτά έβλεπε ο Στάλιν τα «σημεία της μέγιστης συσπείρωσης της εργατικής τάξης γύρω από τους κομμουνιστές καθώς και της πιο έντονης φθοράς της σοσιαλδημοκρατίας»….γραμμή για τη δημιουργία Σοβιέτ στη Γερμανία, δηλαδή ο προσανατολισμός προς την άμεση εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου”27 Όπως φαίνεται και από το Σοβιετικό αρχείο ο Στάλιν ταύτιζε την εργατική κυβέρνηση με την προλεταριακή δικτατορία και πίστευε ότι απέναντι στις κάλπικες εκκλήσεις των σοσιαλδημοκρατών έπρεπε να γίνει ένα ελιγμός (συγκρότηση εργατικής κυβέρνησης), ενώ απέναντι στον φασιστικό κίνδυνο έπρεπε να οργανωθεί εξέγερση (συγκρότηση σοβιέτ- προλεταριακής δικτατορίας). Εν τέλει στα τέλη του 1923 συγκροτήθηκε κυβέρνηση συνασπισμού, αλλά όχι με βάσει τις οδηγίες του Ζηνόβιεφ (και την κριτική υποστήριξη του Στάλιν), αλλά με βάση τις οπορτουνιστικές συμβουλές του Ράντεκ (θα παρουσιαστεί παρακάτω). Η εργατική κυβέρνηση αντί να οπλίσει το προλεταριάτο το αφόπλισε, τη στιγμή που ο Έρνστ Τέλμαν καθοδηγούσε την εξέγερση του Αμβούργου, σώζοντας την τιμή του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.

Το δρόμο για συμμετοχή στην εργατική κυβέρνηση έστρωσε το τέταρτο συνέδριο της Κομιντέρν που ξεκίνησε στις 7 Νοέμβρη του 1922. Όπως το τρίτο έτσι και το τέταρτο συνέδριο είχε στην διάταξη του πολλά ζητήματα (διεθνείς εξελίξεις και η αποτίμηση της δράσης των τμημάτων της Κομιντέρν), αλλά το επίκεντρο βρίσκονταν στη συζήτηση γύρω από το ενιαίο μέτωπο και την εργατική κυβέρνηση. Όσον αφορά το ενιαίο μέτωπο οι συζητήσεις αφορούσαν ζητήματα στρατηγικής και τακτικής και ζητήματα πρακτικά και οργανωτικά. Όσον αφορά όμως την εργατική κυβέρνηση οι συζητήσεις ήταν έντονες και γεμάτες διαφωνίες.

Αρχικά “οι θέσεις που συντάχθηκαν και παρουσιάστηκαν από τον Ζηνόβιεφ, ήταν μία επεξεργασία των θέσεων της ΕΕΚΔ του Δεκέμβρη του 1921 και προσπαθούσαν να συμβιβάσουν τις απόψεις αυτών που ήθελαν ένα “ενιαίο μέτωπο από τα πάνω” (όπως του Ράντεκ και της Γερμανικής δεξιάς πτέρυγας), με αυτές αυτών που υποστήριζαν το “ενιαίο μέτωπο από τα κάτω” (όπως του Ζηνόβιεφ και της Γερμανικής αριστερής πτέρυγας)”28. Ο Ζηνόβιεφ υποστήριζε το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης σαν σύνθημα του ενιαίου μετώπου  για την δικτατορία του προλεταριάτου, ενώ ο Ράντεκ έβλεπε το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης σαν μεταβατικό στάδιο προς την δικτατορία του προλεταριάτου. Η προσπάθεια του Ζηνόβιεφ να συμβιβάσει τις δύο πλευρές αποτυπώνονταν στις θέσεις, με την δυνατότητα συγκρότησης μίας εργατικής κυβέρνησης ενιαίου μετώπου με άλλες δυνάμεις, όχι όμως εκλογικά από τα πάνω, αλλά μέσω της ταξικής πάλης από τα κάτω. Στην διάρκεια του συνεδρίου οι διαφωνίες οξύνθηκαν και οι θέσεις του Ζηνόβιεφ, αντί να καταλήξουν σε ένα συμβιβασμό υπέρ της αριστερής πτέρυγας της Κομιντέρν, κατέληξαν σε ένα συμβιβασμό υπέρ της δεξιάς πτέρυγας της. Οι θέσεις κατέληξαν να αναγνωρίζουν την δυνατότητα συγκρότησης εργατικής κυβέρνησης, η οποία θα συγκροτούνταν σε φάσεις ανόδου της ταξικής πάλης. Όμως η ίδια η απόφαση αυτοαναιρούσε κάτι τέτοιο υποστηρίζοντας πέντε τύπους εργατικών κυβερνήσεων (για τα παρακάτω: 29):

1.Μια φιλελεύθερη εργατική κυβέρνηση, όπως υπάρχει στην Αυστραλία και όπως είναι πιθανόν να σχηματιστεί στο κοντινό μέλλον στην Αγγλία.

2.Μια εργατική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση (Γερμανία).

3.Μια εργατοαγροτική κυβέρνηση-τέτοιες δυνατότητες υπάρχουν στα Βαλκάνια, την Τσεχοσλοβακία κλπ.

4.Μια εργατική κυβέρνηση, όπου να συμμετέχουν οι κομμουνιστές.

5.Μια αληθινά προλεταριακή εργατική κυβέρνηση, που μονάχα το κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να την ενσαρκώσει σε καθαρή μορφή.

Παρόλο που έθετε ως όρο την άνοδο της ταξικής πάλης και μολονότι έθετε ως καθήκον την κριτική σε κάποιους τύπους κυβερνήσεων (ένα και δύο,) η ίδια η απόφαση αυτοακυρώνονταν, καθώς επέτρεπε την συμμετοχή σε ορισμένους τύπους κυβερνήσεων (τρία και τέσσερα). Τέλος η πέμπτη περίπτωση είναι αυτή που περιέγραφε ο Ζηνόβιεφ στις θέσεις με άλλα λόγια και πρόκειται για τον συμβιβασμό που έκανε η δεξιά πτέρυγα απέναντι στην αριστερή.

Τέλος αξίζει να σημειωθεί η σχέση των Λένιν και Στάλιν με το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, καθώς αυτό το συνέδριο ήταν κομβικό, όσον αφορά την θέση τους στην Κομιντέρν. Ο Λένιν στο συνέδριο συμμετείχε μόνο σε μία συνεδρίαση εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του. Μάλιστα η παρουσία του στο άνοιγμα του συνεδρίου έγινε με ένα γράμμα του. Το γράμμα και η τοποθέτηση στη συνεδρίαση που παρευρέθηκε δεν είχαν σχόλια για το ζήτημα30. Άλλωστε η συζήτηση γύρω από το ζήτημα ήταν σε μεταγενέστερο χρόνο από την παρουσία του (γράμμα, συνεδρίαση). Η μόνη θέση που κράτησε για το ζήτημα (μέσα και έξω από το συνέδριο) ήταν αυτή που είχε διατυπώσει στο παρελθόν (ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού). Ο Στάλιν στο συνέδριο δεν έκανε επίσης κάποιο σχόλιο στις δύο τοποθετήσεις του, στις δύο συνεδριάσεις που συμμετείχε. Γενικότερα το συνέδριο ήταν κομβικό, καθώς από τη μία πραγματοποιήθηκε η σταδιακή απομάκρυνση του Λένιν από την Κομιντέρν (τέλη 1922), ενώ από την άλλη ο Στάλιν ανέλαβε περισσότερα καθήκοντα (αρχές 1923).

Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι η έκφραση αριστερή πτέρυγα δεν σημαίνει ότι η πτέρυγα ήταν αριστερίστικη. Χρησιμοποιείται ως σημείο τοποθέτησης σε σχέση με την δεξιά (με οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις). Η Γερμανική αριστερή πτέρυγα είχε αποβάλλει τα περισσότερα αριστερίστικα χαρακτηριστικά της ήδη από το 1922 με τη μεγάλη συμβολή του Λένιν (ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού).

Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης συνδέθηκε με το ζήτημα του ενιαίου μετώπου. Το μέσο συγκρότησης της εργατική κυβέρνησης, είτε από τα πάνω, είτε από τα κάτω ήταν το ενιαίο μέτωπο. Από τα κάτω ως ενιαίο μέτωπο των ταξικών μετώπων του λαού (συνδικάτα και συνεταιρισμοί), για τη δικτατορία του προλεταριάτου και από τα πάνω ως ενιαίο μέτωπο των κομμάτων (κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών), για το μεταβατικό στάδιο προς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό άλλωστε γίνεται φανερό και από τις συζητήσεις που παρατέθηκαν παραπάνω, αλλά τονίζεται γιατί είναι κομβικό και για τις συζητήσεις που θα παρατεθούν παρακάτω.

Στάθης Παπαδόπουλος

Συνεχίζεται…

Στο επόμενο μέρος: το 50 και το 60 Συνέδριο της Κομιντέρν

 

Σημειώσεις-Παραπομπές

9 John Riddel: Toward the United Front – Proceedings of the Fourth Congress of the Communist International 1922 (σ. 5-9), εκδ. Brill.

10.Jane Degras: The Communist International: 1919-1943 volume I (σ. 166-172), εκδ. Oxford University

11.Γουίλιαμ Φόστερ: Η ιστορία των τριών Διεθνών Τόμος Β (σ. 378-382), εκδ. Αλφειός.

12.John Riddel: Toward the United Front – Proceedings of the Fourth Congress of the Communist International 1922 (σ. 5-9), εκδ.

13.Β.Ι. Λένιν: Άπαντα τόμος 44 (σ. 25), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

14.Γουίλιαμ Φόστερ: Η ιστορία των τριών Διεθνών Τόμος Β (σ. 401-403), εκδ. Αλφειός.

15.Γουίλιαμ Φόστερ: Η ιστορία των τριών Διεθνών Τόμος Β (σ. 408-419), εκδ. Αλφειός.

16.Β.Ι. Λένιν: Άπαντα τόμος 44 (σ. 663), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

17.Jane Degras: The Communist International: 1919-1943 volume I (σ. 241-356), εκδ. Oxford University

18.Jane Degras: The Communist International: 1919-1943 volume I (σ. 281-285), εκδ. Oxford University

19.Β.Ι. Λένιν: Άπαντα τόμος 44 (σ. 131), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

20.Β.Ι. Λένιν: Άπαντα τόμος 44 (σ. 144), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

21.Pierre Broue: The German revolution 1917-1923 (σ. 368-369), εκδ.

22.Β.Ι. Λένιν: Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού (σ. 111-112) , εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
John Riddel: To the Masses – Proceedings of the Third Congress of the Communist International 1921 (σ. 5), εκδ.

23.Pierre Broue: The German revolution 1917-1923 (σ. 651), εκδ.

24.Pierre Broue: The German revolution 1917-1923 (σ. 652), εκδ.

25.Pierre Broue: The German revolution 1917-1923 (σ. 654), εκδ.

26.Pierre Broue: The German revolution 1917-1923 (σ. 649), εκδ.
Jane Degras: The Communist International: 1919-1943 volume I (σ. 311-312), εκδ. Oxford University

27.Ι.Β. Στάλιν: Άπαντα τόμος 5 (σ. 132-133), εκδ. Σύγχρονη Εποχή

29.Ο Στάλιν και η Τρίτη Διεθνής: Σοβιετικοί ιστορικοί για την ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) (σ. 91-92), εκδ. Γλάρος.

30. Jane Degras: The Communist International: 1919-1943 volume I (σ. 416), εκδ. Oxford University

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: