Γέρμα: Όταν η μητρότητα γίνεται εμμονή…
Το θεατρικό έργο του Γκαρθία Λόρκα ανεβαίνει για λίγες μόνο παραστάσεις στο θέατρο ”Θησείον” σε διασκευή και σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου. Ένα έργο που σκιαγραφεί την γυναικεία ψυχολογία και αναδεικνύεται άψογα από τις ερμηνείες όλων των συντελεστών της παράστασης.
Η ”Γέρμα” γράφτηκε το 1934 από τον Λόρκα και ανήκει στην γνωστή ”ισπανική τριλογία’ της υπαίθρου”, που στηλιτεύει τον συντηρητισμό της ισπανικής υπαίθρου και την θέση της γυναίκας μέσα σε αυτήν. Όπως και στα προηγούμενα δύο έργα του, ”Ματωμένος Γάμος” και ”Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα”, ο Λόρκα βάζει κεντρικά πρόσωπα τις γυναίκες προσπαθώντας να αναδείξει την καταπίεση που υφίστανται, όχι μόνο από τον κοινωνικό τους περίγυρο, αλλά και από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Η ”Γέρμα” υποτάσσεται στην επιθυμία του πατέρα της να παντρευτεί έναν άνδρα δίχως έρωτα, καταπνίγοντας τον ερωτικό της πάθος για το νεαρό βοσκό Βίκτωρα. Προσπαθώντας να τιθασεύσει τα συναισθήματα της, όπως πρέπει για μια παντρεμένη και θρήσκα γυναίκα της εποχής, στρέφει όλη την προσοχή της στην απόκτηση ενός παιδιού, που πιστεύει ότι θα την προστατέψει από την αμαρτία και θα καλύψει την μοναξιά που νιώθει μέσα στο νεκρό της γάμο. Γρήγορα η επιθυμία της γίνεται εμμονή η οποία την σπρώχνει στην απόγνωση και λίγο αργότερα στην τρέλα.
Η απόκτηση ενός παιδιού είναι το μόνο που την ενδιαφέρει και γίνεται έρμαιο στις μαγγανείες της καπάτσας γριάς Ντολόρες, που τις υπόσχεται παιδί με γιατροσόφια και δίνει αφορμές στις κουτσομπόλες του χωριού να συζητούν την ατεκνία της και την κακή σχέση με τον άνδρα της. Στο τέλος, βυθισμένη στην απελπισία στρέφεται τυφλά στην βοήθεια του Θεού, πιστεύοντας εμμονικά πως η πίστη της θα της δώσει το γιο που τόσο λαχταρά. Η τραγική αποκάλυψη του άνδρας της πως εκείνος δεν ενδιαφέρεται για παιδιά, την οδηγεί στο φόνο, αρνούμενη να χαρεί τα πλούτη και τον έρωτα που της προσφέρει απλόχερα ο ίδιος.
Υπό την σκηνοθετική εποπτεία του Θανάση Σαράντου, το κείμενο του Λόρκα ζωντανεύει πάνω στην μικρή σκηνή του θεάτρου ”Θησείον”, με τρόπο άρτιο και λιτό που έρχεται σε αντίθεση με την σημερινή ψηφιακή εποχή, όπου ο θεατής είναι εξοικειωμένος με το πολλά τρικ ώστε να του συγκρατούν το ενδιαφέρον. Αποδεικνύεται πόσο ψευδές είναι αυτό, όταν τελικά το κείμενο, οι ερμηνείες των ηθοποιών και η σωστή αξιοποίηση του χώρου γίνονται πράξη. Δεν μπορούσε κάνεις από το κοινό να διανοηθεί να πάρει τα μάτια του από τους πρωταγωνιστές επί σκηνής, ρουφώντας κάθε κίνηση, ανάσα και λέξη τους.
Η σωστή τοποθέτηση των 4 κυρίαρχων στοιχείων: Της γης με το σκόρπιο χώμα επί σκηνής, τη μικρή λεκάνη με το νερό, το δέντρο με τα πολλά μικρά κρεμαστά πάνω για να υποδηλώνει τον άνεμο (μαζί με τους στίχους των τραγουδιών που τον εξυμνούσαν) και η φωτιά που σιγόκαιγε από συναισθήματα και λόγια ανείπωτα των τραγικών προσώπων της ιστορίας, ήταν πρόδηλα επί σκηνής, μεταφέροντας την ατμόσφαιρα και την ανεπαίσθητη, αλλά συνάμα αιχμηρή ειρωνεία που ήθελε να αποδώσει ο Λόρκα.
Η κοινωνική καθυστέρηση της υπαίθρου έμπλεκε τα παλιά παγανιστικά έθιμα με τα χριστιανικά αυστηρά ήθη της εποχής. Οι γυναίκες βρίσκονταν αναγκασμένες να ισορροπούν κάθε φορά μέσα σε αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής. Από την μια ένας αυστηρός κώδικας ηθικής δεν τους επέτρεπε να ξεμυτίσουν από το σπίτι τους και να ποθήσουν άλλον άνδρα πέρα από το σύζυγό τους και από την άλλη παλιές δοξασίες του χωριού προσπαθούσαν να τις παρασύρουν από την τιμή τους.
Αυτή η λεπτή ειρωνεία σχετικά με τις αντιφάσεις γίνεται αντιληπτή μέσα και από το κείμενο σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη.
Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία ως Γέρμα. Το κύριο στοιχείο στο ρόλο της Γέρμα δεν είναι τόσο τα λόγια που εκείνη εκστομίζει, όσο το τι δηλώνει η ίδια με το σώμα της. Η Γέρμα ως μεγαλωμένη σε ένα συντηρητικό περιβάλλον, δεν τολμά να μιλήσει για τις κρυφές της σκέψεις και ανάγκες από ντροπή, όμως το σώμα της δείχνει όλη του την δίψα για όσα δεν τολμά η ίδια να πει. Η κυρία Μαρκοπούλου κατάφερε να αποδώσει ακριβώς αυτό επί σκηνής. Με το σώμα της έδειχνε αυτό το ασίγαστο ερωτικό πάθος που τυραννούσε την ηρωίδα στο έργο του Λόρκα. Ένιωθες την ανάγκη αυτό το σώμα να αγαπηθεί, να κάνει έρωτα και να καρπίσει σμίγοντας με το αρσενικό. Ένιωθες την στέρηση που βίωνε εξαιτίας των κοινωνικών πρέπει..
Ο Τάσος Σωτηράκης απέδωσε τον Χουάν/ Γιάννη, στην ελληνική διασκευή του έργου με τρόπο που έδειξε μια τρυφερή πλευρά του ήρωα κρυμμένη κάτω απο το άγριο και αδιάφορο παρουσιαστικό του για τον πόνο της Γέρμας . Για ένα συγγραφέα ”ηθοπλάστη” θα ήταν πολύ εύκολο να δώσει ένα σκληρό χαρακτήρα του άνδρα απέναντι στην αδύναμη γυναίκα της εποχής, όμως ο Λόρκα δεν ήταν ένας συγγραφέας που αγαπούσε τις ευκολίες. Κατάφερε μέσα από το κείμενο του να δείξει πως και ο άνδρας βρισκόταν εγκλωβισμένος μέσα στα πρέπει και στο φαίνεσθαι της εποχής. Ήταν και εκείνος στριμωγμένος. Αυτό τον εγκλωβισμό του ήρωα κατάφερε με την ερμηνεία του αναδείξει ο Τάσος Σωτηράκης. Δεν βλέπαμε μπροστά μας ένα τυραννικό σύζυγο, αλλά ένα άνδρα που δεν ήξερε πως να αντιδράσει απέναντι σε μια εμμονική γυναίκα, που μέσα του γνώριζε πως δεν τον ποθούσε, αλλά εκείνος ήταν βαθιά ερωτευμένος μαζί της. Στο τέλος, εκείνος αφήνεται στα χέρια της να θανατωθεί, σαν να θυσιάζει τον ίδιο του τον εαυτό, προσπαθώντας ”να τη λυτρώσει” από την τρέλα της.Ο θάνατός του έβαζε τέλος στον εγκλωβισμό της μέσα από ένα γάμο που εκείνη δεν ήθελε και την είχε οδηγήσει στην υστερία και στην εμμονή για παιδί. Η ώρα του θανάτου του ήρωα αποδίδεται τέλεια, χωρίς περιττές κινήσεις και ιδιαίτερη έμφαση, αφήνοντας χώρο κυρίως να αισθανθούμε συμπόνια για την ηρωίδα, και όχι σοκ για την πράξη που διέπραξε.
Η εξαιρετική Βίλμα Τσακίρη στο ρόλο της Ντολόρες ήταν μια ανάσα ανάλαφρου γέλιου με το παίξιμο της σε ένα έργο με πολλές θεματικές προεκτάσεις, το οποίο είναι δημιουργημένο να σκάβει βαθιά το νου του θεατή. Αποδίδει υπέροχα το ρόλο της γριάς που με μαγγανείες εκμεταλλεύεται τις ελαφρόμυαλες συντοπίτισσες της.
Ειδική μνεία αξίζει να γίνει και στους δευτεραγωνιστές της παράστασης. Στην Βασιλίνα Κατερίνη και Θανάση Σαράντο. Η νεαρή Βασιλίνα Κατερίνη στάθηκε επάξια δίπλα στους πρωταγωνιστές του έργου, ενώ έδωσε μέσα από το ρόλο της Μαρίας ψήγματα του υποκριτικού της ταλέντου, το οποίο ελπίζουμε στα επόμενα χρόνια να μας απασχολήσει περισσότερο. Τέλος, έχοντας ήδη μιλήσει αρκετά για το πόσο μας άρεσε η σκηνοθετική ματιά του Θανάση Σαράντου, θα περιοριστούμε να πούμε πως και εκείνος κατάφερε μέσα από το μικρό, αλλά σημαντικό για την ιστορία του έργου πρόσωπο του Βίκτωρα να αναδείξει τα συναισθήματα που βιώνει ένας απελπισμένος ερωτευμένος άνδρας ο οποίος προσπαθεί να τα καταπνίξει.
Έχοντας προηγηθεί το έργο ” Ο Ματωμένος Γάμος” γραμμένο απο το Λόρκα το 1932 και ανεβασμένο για πρώτη φορά στην Μαδρίτη το 1933, το ισπανικό κοινό της εποχής είχε ήδη παρακολουθήσει πόσο τραγική κατάληξη μπορεί να έχει αν παρασυρθείς από τα συναισθήματά σου. Το ίδιο μοτίβο ακολουθεί 2 χρόνια αργότερα και πάλι ο ίδιος συγγραφέας με το θεατρικό έργο που κλείνει την τριλογία της ισπανικής υπαίθρου ”Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα”. Στην ”Γέρμα” ακολουθεί το μοτίβο της κατάπνιξης του συναισθήματος αποζητώντας να αναδείξει πως είτε τον ένα δρόμο ακολουθήσεις είτε τον άλλον, μέσα σε μια κοινωνία φτιαγμένη από στερεότυπα και υποκρισία, η κατάληξη θα είναι τραγική.
Επιστρέφοντας στην ”Γέρμα” ο θεατής θα προβληματιστεί πάνω σε θέματα όπως ο έρωτας, η συζυγική αγάπη, η ατεκνία, τα κοινωνικά στερεότυπα των φύλων, την προσωπική μοναξιά όπως βιώνεται ατομικά από τους πρωταγωνιστές, την καταπίεση του κοινωνικού κώδικα ηθικής, την τυφλή πίστη σε είδωλα είτε χριστιανικά είτε παγανιστικά και πώς αυτά μπορούν να μας υφάνουν έναν λανθασμένο τρόπο αντίληψης της εξωτερικής πραγματικότητας.
Συνιστούμε να μην χάσετε την παράσταση με την άνω σύνθεση των πρωταγωνιστών. Οι ερμηνείες των ηθοποιών δεν έχουν ούτε στάλα επιτήδευσης και υπερβολής, εξαιρετικά σπάνιο για έργα του είδους, όπου συνήθως οι ηθοποιοί επιθυμώντας να αναδείξουν περισσότερο το υποκριτικό τους ταλέντο και όχι το κείμενο, πέφτουν στην παγίδα της υπερπροσπάθειας.
Σε αυτή την παράσταση το κείμενο και τα θέματα που αγγίζονται είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές και ακολουθούν η σεμνότητα και το ταλέντο των όλων των συντελεστών που συνεργάστηκαν γι’ αυτό. Εξαιρετική στιγμή, όταν όλοι όσοι δούλεψαν για αυτό το έργο ανέβηκαν πάνω για να απολαύσουν αγκαλιασμένοι το χειροκρότημα του κοινού, δείχνει πως η ομαδικότητα και συνεργασία εκτιμάται από όλους τους εμπλεκόμενους.