Σέλι: Το κορίτσι που αγαπούσε το φεγγάρι
Η Σέλι από την Κυψέλη, αγαπούσε πιο πολύ από όλα το μάθημα των καλλιτεχνικών. Ήταν μόλις 8 ετών, όμως ζωγράφιζε υπέροχα. Ο πατέρας της, της είχε δωρίσει ένα μικρό μεταλλικό κουτί με κηρομπογιές που φυλούσε με πολλή προσοχή στο συρταράκι του γραφείου της.
Όλα τα παραμύθια ξεκινούν κάπως έτσι: «Μια φορά κι έναν καιρό…», όμως αυτό εδώ δεν είναι ένα οποιοδήποτε παραμύθι. Τούτη εδώ είναι η ιστορία ενός κοριτσιού που ονειρευόταν να φτάσει στη Σελήνη.
Η Σέλι από την Κυψέλη, αγαπούσε πιο πολύ από όλα το μάθημα των καλλιτεχνικών. Ήταν μόλις 8 ετών, όμως ζωγράφιζε υπέροχα. Ο πατέρας της, της είχε δωρίσει ένα μικρό μεταλλικό κουτί με κηρομπογιές που φυλούσε με πολλή προσοχή στο συρταράκι του γραφείου της. Με το μπλοκ ακουαρέλας που είχε σχεδόν γεμίσει με ζωγραφιές, ονειρευόταν να φτάσει στη Σελήνη κι από εκεί ψηλά να σκορπίσει τις εικόνες της στα μάτια κάθε μικρού παιδιού – αλλά και κάθε μεγάλου – σε όλο τον κόσμο.
Κάθε μέρα ζωγράφιζε κι από κάτι μικρό. Ονόμαζε τις ζωγραφιές της «αγάπη», «φιλία», «ελπίδα», «αλληλεγγύη», «δύναμη». Όταν, λοιπόν, θα έφτανε στον προορισμό της και θα μοίραζε τις εικόνες της, κάθε μικρός παραλήπτης θα έβρισκε ό,τι του έλειπε. Δε ξεχνούσε, όμως, σε κάθε πινελιά να βάζει λίγη ασημόσκονη. Η ασημόσκονη, έλεγε, θα βοηθούσε τα παιδιά να καταλάβουν από πού είχε έρθει το γράμμα τους.
Η υπογραφή της ήταν «Σέλι». Σε κάθε ζωγραφιά έκρυβε κι ένα μισοφέγγαρο. Πότε στο κολιέ του μικρού κοριτσιού που περπατούσε στο δρόμο, πότε στο εξώφυλλο του αγαπημένου της παραμυθιού, πότε στην άκρη του ουρανού που κοιτούσε η μαμά καθώς νανούριζε το μωράκι της, πότε στο βιβλίο που διάβαζε εκείνος ο κύριος απορροφημένος στο πάρκο εκείνο το πρωί…
Εκείνο το πρωί που ο αέρας της πήρε τα φύλλα του μπλοκ και σκόρπισε τις ζωγραφιές προς όλες τις κατευθύνσεις. Όποιος την έβλεπε θα στοιχημάτιζε πως από στιγμή σε στιγμή, με φόρα, θα έτρεχε να τις μαζέψει μία προς μία. Ωστόσο, χαμογέλασε κι άρχισε με το στόμα της να φυσά δυνατά σα να τις διώχνει. Με τη βοήθεια του αέρα οι εικόνες στροβιλίστηκαν και άρχισαν να πετούν ψηλά. Μετά από λίγη ώρα τίποτα δε φαινόταν πια στον ορίζοντα. Ο ήλιος άρχισε να δύει κι ύστερα από λίγο η μικρή γύρισε στο σπίτι τρέχοντας.
Από το δωμάτιό της εκείνο το βράδυ, το φεγγάρι φαινόταν ολοκάθαρα. Έτσι, αν και η Σέλι δεν είχε φτάσει (ακόμη) στο φεγγάρι, το κοιτούσε από μακριά κι έμοιαζε σα να της χαμογελά. Κι οι ζωγραφιές της βρήκαν τον τρόπο και έφτασαν στα χέρια κάθε μικρού – και κάθε μεγάλου – παιδιού σε όλο τον κόσμο. Κι έμοιαζε κάθε μικρό παιδί σα να της χαμογελούσε.