Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι μαργαρίτες του Αγίου» του Ανδρέα Νενεδάκη

Πήγαινε μπροστά το κιβούρι, ο παπάς. Ερχόνταν πίσω οι στρατηγοί, οι αξιωματικοί, οι ανάπηροι. Πιο πίσω οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι επιστήμονες. Οι τσαγκαράδες, οι ραφτάδες, οι οικοδόμοι. Οι φοιτητές, οι εργάτες, οι αγρότες. Πιο πίσω όλος ο άλλος λαός. Οι χιλιάδες εξόριστοι. Αμίλητοι, άλαλοι, με μια μαργαρίτα στο χέρι ο καθένας.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι μαργαρίτες του Αγίου» του Ανδρέα Νενεδάκη

Ο Ανδρέας Νενεδάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Το 1941 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Νίκη» ένα ποίημα για την Αλβανία. Την ίδια χρονιά έφυγε για τη Μέση Ανατολή και κατατάχτηκε στο στρατό. Πολέμησε στη μάχη του Ελ Αλαμέιν και το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στο κίνημα της Μέσης Ανατολής. Την περίοδο που υπηρετούσε τη θητεία του στη Μέση Ανατολή, άρχισε να γράφει θέατρο. Έζησε οχτώ χρόνια διωγμών και φυλακίσεων, έως το 1954.

Το 1954 εξέδωσε το χρονικό «Μπιρ Χακίμ» και ακολούθησαν πεζογραφήματα, μελέτες και άρθρα του σε εφημερίδες και περιοδικά. Στη διάρκεια της δικτατορίας έζησε στη Γαλλία και τη Σουηδία. Έντονα αυτοβιογραφικό το έργο του είναι ρεαλιστικό, με ποιητικές αποχρώσεις. Η γραφή του αντλεί την αμεσότητα και τη δυναμική της από το λαϊκό προφορικό λόγο.

Έργα του: «Απαγορεύεται», «Άσπροι φράχτες», «Τα πορτοκάλια είναι πικρά τον Οχτώβρη», «Οι μαργαρίτες του αγίου», «Ο ζωγράφος Τσίγκος στον πόλεμο και στη φυλακή», «Svart April» («Μαύρος Απρίλης», κυκλοφόρησε πρώτα στα Σουηδικά), «Ο κρητικός πόλεμος», «Δέκα γυναίκες», «Το παλικάρι», «Το χειρόγραφο της Σχολής Καλών Τεχνών», «Παλιές φωτογραφίες», «Ο εφεδροπατέρας», κ.ά. Το 1992 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο για το μυθιστόρημά του «Οι βουκέφαλοι». (Βιογραφικά στοιχεία από τον Ριζοσπάστη)

Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι μαργαρίτες του Αγίου» του Ανδρέα Νενεδάκη

Ανδρέας Νενεδάκης (1918-2006) – Πηγή φωτογραφίας: rethymniates.blogspot.com

Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων «Οι μαργαρίτες του Αγίου (Ιστορίες κρατουμένων)» (Αθήνα 1962), που αναφέρονται κυρίως στη Μακρόνησο αλλά και άλλους τόπους κράτησης και εξορίας.

Οι μαργαρίτες του Αγίου
του Ανδρέα Νενεδάκη

Πώς μεγάλωναν τα μάτια του. Κάθε μέρα και μεγάλωναν πιο πολύ. Κι’ όταν τάκλεινε για μια στιγμή, ή όταν κοιμόταν – που δεν κοιμόταν καθόλου – πάλι φαινόταν ανοιχτά. Τα ματοτσίνουρά του είταν πελώρια και μπερδεύονταν με τα παχυά του φρύδια και γυάλιζαν μαζί με την παράξενη μαυρίλα που του στεφάνωνε τα μάτια.

Καθόνταν στο κρεβάτι κι’ ακουμπούσε στον τοίχο. Κάτω απ’ το παράθυρο, ένα σκαλοπάτι ή δυό άρχιζε η θάλασσα. Μια σημαιούλα στην πρύμη ενός καϊκιού αναβοκατέβαινε και κολλούσε στην κορνίζα. Ένα κατάρτι δίπλα. Και πιο πέρα ένα κομμάτι ένα κομμάτι απ’ το μουράγιο. Ύστερα απλωνόταν το γαλανό – κι’ είταν μια δρασκελιά μόνο, – ως πέρα βαθειά στη δύση. Ως εκεί που φαινόνταν τα σύνορα του κόσμου. Ως τον Άθω.

Καθόνταν ακίνητος. Μέρες. Στην αρχή μετρούσε τη δύση. Κάθε που ο ήλιος βουτούσε πίσω απ’ το μεγάλο βουνό έλεγε κι’ έναν αριθμό. Κι’ έσερνε μια γραμμή με το νύχι του πάνω στο τραπεζάκι. Σιγά το ξέχασε κι’ αυτό και σταμάτησε το μέτρημα. Ύστερα κάθε μέρα έχανε και μια μέρα. Έχανε τη δύναμή του. Το κεφάλι του γέμιζαν αχνό κι’ ένοιωθε πως δε μπορούσε να σφίξει τα χέρια του.

Μήτε έτρωε. Τούβαζαν μια μπουκιά στο στόμα και την έφτυνε. Δε σήκωνε το στομάχι του τίποτα. Τούκαναν ενέσεις, τον παρατηρούσαν, τον πρόσεχαν. Η αισιοδοξία του γιατρού δεν τούδινε τώρα στα νεύρα. Είχε συνηθίσει. Ο γιατρός έκανε τη δουλειά του. Όλοι οι γιατροί είναι το ίδιο. Ταχτικοί, σοβαροί, χαμογελαστοί. Μήτε θύμωνε. Μήτε διαμαρτύρονταν, μήτε φώναζε όταν πονούσε. Μόνο πώς μεγάλωναν τα μάτια του κάθε μέρα και πιο πολύ.

Στο γραφείο της ομάδας συζητήθηκε η περίπτωσή του πολλές φορές. Κι’ απ’ τις σκηνές ερχόνταν πολλές κουβέντες. Όμως η διοίκηση έδινε την ίδια απάντηση. Το σήμα έχει σταλεί, έλεγαν.

Έπρεπε να μεταχθεί. Να πάει σε νοσοκομείο. να τον παρατηρήσουν. Να πάρει φάρμακα. Έλεγαν πως χρειαζόνταν αχτινοσκοπήσεις, αναλύσεις, επέμβαση χειρουργική. Όλες οι κουβέντες εκεί τριγύριζαν μέρα νύχτα.

Όμως ολόγυρα στο νησί είταν θάλασσα μεγάλη κι’ ας φαινόνταν μια δρασκελιά μόνο, απ’ το παράθυρο του αναρρωτήριου. Και πέρα εκεί στη μεγάλη πολιτεία, στην πρωτεύουσα. Εκεί που γυρνούν οι άνθρωποι στους δρόμους και μιλούν δυνατά οι καλοφορεμένοι και μουλωχτά οι πολλοί. Εκεί, μέσα σ’ ένα μεγάλο σπίτι. Που ανεβαίνει κανείς στα δωμάτια με ηλεχτρικό μηχάνημα. Εκεί που στα δάπεδα αντηχούν σκληρίσματα μπότας και στα γραφεία φυλάγουνται σωρός «οι κοινοποιήσεις των εκτοπίσεων». Εκεί, μέσα σ’ ένα συρτάρι, είχε ριχτεί μέρες τώρα το σήμα. Και πάνω του σωρός άλλα χαρτιά «προς εξέτασιν».

 

Μέσα στις δυό κοιλάδες που χωρίζονταν σ’ αμέτρητα χωράφια είταν οι σκηνές. Τα γεράνια ξεπετιόνταν σαν ένα μάτσο ξερόκλαδα. Κι’ ανάμεσά τους πηγαινοερχόταν χιλιάδες άνθρωποι. Πού και πού κανένα καλύβι ασπρισμένο. Και τριγύρω μερικές πινελιές πράσινου.

Απ’ τις γκρίζες σκηνές ερχόνταν ένα σιγανό βουητό. Απ’ τα μαγειρεία, απ’ τα τσαγγαράδικα, απ’ τους ραφτάδες. Τόσοι άνθρωποι έπρεπε να ποδεθούν και να ντυθούν. Άλλοι πριόνιζαν ξύλα για κρεβάτια και μικρά χρειαζούμενα. Άλλοι έσκαβαν πιο κει ένα μικρό κήπο. Μάζευαν τα χαλίκια. Άνοιγαν καταπότες και τραβούσαν με το γεράκι νερό.

Το ανοιξιάτικο βορειαδάκι ξύριζε. Τα μικρά βλαστάρια των κήπων και τα μπουμπούκια στα δέντρα μόλις που ξεμύτιζαν. Σφύριζαν τα γεράνια, σερνόνταν ο άνεμος σε χιλιάδες τυλιγάδια και το λιγοστό χώμα σηκωνόνταν σύννεφο. Έκοβε στ’ αριστερά και ξεχυνόνταν στη θάλασσα. Κι’ άλλοτες πάλι έπεφτε πάνω στο χωριό. Καβαλίκευε τα πρώτα σπίτια. Κρεμόνταν ως απάνω στο καινούργιο σκολειό κ’ έπεφτε ξαφνικά από ψηλά στο αναρρωτήριο και κουτρουβαλούσε ως κάτω στο λιμάνι.

Αη Στράτης. Ο λόφος του Αγίου Μηνά με το μνημείο για τους 33 εκτοπισμένους που πέθαναν τον χειμώνα του 1941-42. Ακουαρέλα και χημικό μολύβι του Γιώργου Φαρσακίδη, 1948-49.

Τι παράξενος κόσμος. Ο αέρας είταν γεμάτος ηλικίες. Σφύριζαν μαζί του οι πνοές των εφήβων, των παλληκαριών, των γέρων. Τα χρόνια είχαν γίνει στίβα. Ο αναστεναγμός δέντρο, χαμόκλαδο, πέτρα. Τα ντουβάρια μετρούσαν εκατομμύρια βήματα, χειραψίες, φιλιά. Τα πέτρινα αγκωνάρια στις γωνιές είχαν τριφτεί από αμέτρητους μπόγους. Από ξυσίματα πλάτης, αγκώνα. Από κιλίμια ξεφτισμένα, από φλοκάτες γδυμνές, από πατανίες. Το χνούδι των ρούχων στεκόταν στις χαραμάδες και στις κουφάλες των λιγοστών δέντρων. Χωνευόνταν στο χώμα, στα περιβόλια και γινόνταν κατακάθι και λάσπη στα πηγάδια.

Οι άνθρωποι πηγαινοερχόνταν. Και τριγύρω στους χαμηλούς λόφους. Πιο πέρα στους μακρυνούς. Ως κάτω στη βορεινήν ακρογιαλιά, ο ήλιος καθρεφτιζόνταν πάνω στις ξιφολόγχες. Προσπερνούσε φοβισμένος και κρυβόνταν πίσω από κανένα σύννεφο. Ύστερα το νησί σκεπαζόνταν από μιαν υγρασία, από μιαν αλμυρή πάχνη πούλυωνε τα ρούχα και στένευε την αναπνοή.

 

Το αναρρωτήριο χτίστηκε μέσα σε μια βδομάδα. Κουβαλούσαν πέτρες οι δυνατοί, οι ανήμποροι. Έχτιζαν οι χτυπημένοι, οι άρρωστοι. Άσπριζαν οι γέροι και σκεπάστηκε από τους τραυματίες. Τα κρεβάτια πριονίστηκαν εκεί στην αυλή. Μαζώχτηκαν σεντόνια, σκεπάσματα και στρώματα. Κι’ ο γιατρός που κοιμόνταν  με τους αρρώστους σε μια σκηνή μπήκε στο χτίριο. Από κείνη τη μέρα ο Άγιος έπιασε το κρεβάτι μπροστά στο παράθυρο.

Ποιος τον έβγαλε Άγιο δεν ήξερε άνθρωπος.

– Πώς πάει; ρωτούσε ο ένας τον άλλο.

– Είναι χειρότερα.

– Ο Άγιος θα μείνει εδώ.

– Θάχει παρέα, μην ανησυχείς, και τους παλιούς και…

Όμως για μια στιγμή φάνηκε σα να είχαν άδικο όλοι. Η διοίκηση ειδοποιούσε την ομάδα πως θάστελνε τον Άγιο στο νοσοκομείο του πιο κοντινού νησιού. Έτσι από δική της καλωσύνη. Χωρίς διαταγή από την πρωτεύουσα.

Τον έντυσαν καλά. Του φόρεσαν όλα του τα ρούχα. Ένα σακκάκι, ένα γιλέκο, ένα κοντομάνικο πουκάμισο και τον τύλιξαν σε μια κουβέρτα. Το καΐκι θάφευγε το απόγευμα και το βράδυ με τα λιοβουτήματα θάχε φτάσει στο νοσοκομείο.

Είταν όπως πάντα αμίλητος. Μόνο που τα πελώρια μάτια του κοίταζαν όλον τον κόσμο φλογισμένα από τον πυρετό. Κοίταζε κι’ όπως σκαμπανέβαζε το καΐκι ψήλωνε στην πρύμη για λίγο κ’ ύστερα βυθιζόνταν μαζί με το πλεούμενο ακίνητος, αλάλητος, αυστηρός.

Την άλλη μέρα το καΐκι ξαναγύρισε μαζί με τον Άγιο. Βρέθηκε στην ίδια θέση. Μόνο τα πελώρια μάτια του έδειχναν πως ζούσε ακόμη. Τα ρούχα του, η κουβέρτα, ο ίδιος είταν μούσκεμα.

Το νοσοκομείο δεν είχε άδειο κρεβάτι και τα χαρτιά του χρειαζόνταν κι’ άλλες υπογραφές και βούλες.

Τον έβαλαν πάλι στο ίδιο κρεβάτι. Όμως από κείνη τη μέρα δεν ξανακοίταξε στο παράθυρο. Άδικα ο ήλιος έλαμπε κι’ ο ουρανός του κάκου είταν ολοκάθαρος. Είχε πάψει να φυσά και στους λόφους άρχισε να σκάζει η γης και να ξεπροβάλλουν πράσινα φύλλα. Στα χαμηλά λουλούδιαζαν τα λιγοστά δέντρα κι’ απόξω απ’ το αναρρωτήριο η πλαγιά που ανεβαίνει στο νεκροταφείο γέμισε ξαφνικά μαργαρίτες. Είταν η μέρα που πέθανε ο Άγιος.

 

Δεν θα είταν κλειστά τα μάτια του όταν κάρφωσαν το ξύλο της κάσας του. Όλοι έλεγαν πως κοίταξε την τελευταία στιγμή εκεί προς το παράθυρο κι’ άδικα του κατέβαζαν τα βλέφαρα. Έλεγαν μάλιστα πως τον κάρφωσαν νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί δε μπορούσαν να του τα κλείσουν.

Και το πρωινό που τον έθαψαν η πλαγιά γέμισε ανθρώπους.

Πήγαινε μπροστά το κιβούρι, ο παπάς. Ερχόνταν πίσω οι στρατηγοί, οι αξιωματικοί, οι ανάπηροι. Πιο πίσω οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι επιστήμονες. Οι τσαγκαράδες, οι ραφτάδες, οι οικοδόμοι. Οι φοιτητές, οι εργάτες, οι αγρότες. Πιο πίσω όλος ο άλλος λαός. Οι χιλιάδες εξόριστοι. Αμίλητοι, άλαλοι, με μια μαργαρίτα στο χέρι ο καθένας.

Η πομπή ξεκινούσε από την εκκλησία κ’ έφτανε ως επάνω στην κορφή του βράχου. Εκεί πούναι σκαμένοι οι τάφοι μέσα στην πέτρα και που μαζί με το κουφάρι κουβαλούν κ’ ένα σακκί χώμα.

Κι’ όταν τον έβαλαν στο λάκκο προσπερνούσαν, χαιρετούσαν με μια κίνηση του κεφαλιού, έρριχναν τη μαργαρίτα πάνω του κ’ έφευγαν για τις κοιλάδες με τις γκρίζες σκηνές.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: