Πετρ Τσεχ – Το τέλος του “κασκοφόρου εκδικητή”
Ο τελευταίος ποδοσφαιρικός του ρόλος ήταν δραματικός, απέναντι στην αγαπημένη του ομάδα που τον ανέδειξε στην κορυφή.
Ο τελικός του Europa League είχε μόλις τελειώσει. Η Τσέλσι ήταν θριαμβεύτρια με 4-1 στο Λονδρέζικο ντέρμπι και ο Εντέν Αζάρ, ο μεγάλος πρωταγωνιστής, ανακοίνωνε ουσιαστικά το τέλος του από την ομάδα, για να πάει στην επόμενη πίστα-πρόκληση: τη Ρεάλ Μαδρίτης. Όλος ο φίλαθλος κόσμος έστρεφε όμως το βλέμμα του στα δακρυσμένα μάτια ενός αντιπάλου, που ανακοίνωνε το δικό του ποδοσφαιρικό τέλος και την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Ήταν ο τερματοφύλακας της Άρσεναλ, Πετρ Τσεχ, σε ένα σχεδόν “δραματικό” ρόλο, ηττημένος απέναντι στην αγαπημένη του ομάδα, στον τελευταίο αγώνα της καριέρας του.
Ο Τσεχ ήταν Τσέχος τερματοφύλακας -όνομα και πράγμα. Ίσως ο καλύτερος της γενιάς του, μαζί με τον Κασίγιας -που είδε κι αυτός τη δική του καριέρα να τελειώνει ουσιαστικά λίγες μέρες πριν, με πολύ πιο δραματικό τρόπο, μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο. Μπορεί να ήταν και ο κορυφαίος χωρίς συγκάτοικο, αν δεν είχε έναν τρομερό τραυματισμό το 2006, σε έναν αγώνα με τη Ρέντινγκ. Οι γιατροί έλεγαν πως δε θα επέστρεφε στα γήπεδα την ίδια χρονιά, αυτός τους διέψευσε, του έμεινε όμως για ενθύμιο μια προστατευτική κάσκα για τα λεπτά οστά του κρανίου του. Ενώ έμεινε στην ιστορία η αργοπορημένη αντίδραση των υπεύθυνων -σε μια φαινομενικά ανύποπτη φάση- και οι οργισμένες αντιδράσεις του Μουρίνιο στον πάγκο, για την ανευθυνότητά τους.
Μπορεί η απόδοση του Τσεχ να έπεσε μισό σκαλί πιο κάτω, μετά τον τραυματισμό του, ο ίδιος πάντως ξεπέρασε μάλλον ανώδυνα το σοκ ενός παραλίγο θανατηφόρου τραυματισμού -για μερικά χιλιοστά γλίτωσε- και συνέχισε να βουτά με αυτοθυσία στα πόδια των αντιπάλων. Ενώ η κάσκα έγινε σήμα κατατεθέν, εξασφαλίζοντάς του ακόμα μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα.
Το ευρύ ελληνικό κοινό τον είχε μάθει λίγα χρόνια νωρίτερα, στο EURO της Πορτογαλίας, στον ημιτελικό με την Τσεχία, που κρίθηκε με την κεφαλιά του Δέλλα και έστειλε το φαβορί στο καναβάτσο, με τον κανόνα του αργυρού γκολ. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη ευκαιρία μιας χρυσής φουρνιάς παικτών (Κόλερ, Μπάρος, Ροζίτσκι και άλλοι) να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης, και βασικά ο πιο δύσκολος αντίπαλος -μες στο γήπεδο, όχι σαν όνομα απαραίτητα- για τον άθλο της Εθνικής του Ρεχάγκελ.
Λίγους μήνες πριν, ο Τσεχ είχε πάρει μεταγραφή στην Τσέλσι από τη γαλλική Ρεν -που είχε εντοπίσει πρώτη το ταλέντο του, όταν έπαιζε στη Σπάρτα Πράγας. Ο Τσεχ πέρασε στο Λονδίνο την υπόλοιπη ποδοσφαιρική του ζωή, κερδίζοντας τα επόμενα 11 χρόνια με τους μπλε, τίτλους και διακρίσεις: τέσσερα Πρωταθλήματα, τέσσερα Κύπελλα, ένα Τσάμπιονς Λιγκ και ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Ενώ ενδιάμεσα έσπασε διάφορα ρεκόρ κρατώντας την εστία του ανέπαφη για χίλια συνεχόμενα λεπτά -την πρώτη κιόλας χρονιά του- και για 21 αγώνες…
Το Τσου-Λου του 2012 ήταν το επιστέγασμα μιας μακροχρόνιας προσπάθειας για την ομάδα και τα ηγετικά της στελέχη, που διαμόρφωναν έναν σπουδαίο άξονα από το τέρμα ως την επίθεση: Τσεχ-Τέρι-Λάμπαρντ-Ντρογκμπά. Η τύχη τους αντάμειψε μια χρονιά που πήγαιναν με υπηρεσιακό προπονητή το Ντι Ματέο, ως αουτσάιντερ απέναντι στα θηρία (Μπαρτσελόνα, Μπάγερν ως γηπεδούχος στον τελικό), δίνοντάς τους αυτό που στερήθηκαν στο παρελθόν από την τύχη (γλίστρημα Τέρι) και τη διαιτησία (fuckin’ disgrace, που φώναζε ο Ντρογκμπά).
Το 2014, ήρθε στην ομάδα ο Βέλγος Τιμπό Κουρτουά, έχοντας κάνει διαστημικές εμφανίσεις με την Ατλέτικο, όπου είχε δοθεί δανεικός, και ο Τσεχ έμενε συνήθως αναπληρωματικός. Αναγκάστηκε ένα χρόνο μετά να φύγει από την ομάδα, για να βρει ξανά πρωταγωνιστικό ρόλο και μετακόμισε μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, στους κανονιέρηδες του Λονδίνου. Πέτυχε όμως την Άρσεναλ στο φεγγάρι της παρακμής της, στα τελευταία χρόνια του Αρσέν Βενγκέρ κι έτσι, μολονότι κάλυψε τη μακροχρόνια τρύπα-πληγή που είχε στο τέρμα για πολλά χρόνια, δεν πήρε κάποιον μεγάλο τίτλο με τη φανέλα της.
Η τελευταία ευκαιρία ήταν στον τελικό του Μπακού, όπου βρέθηκε αντίπαλος με την ομάδα που τον ανέδειξε στο κορυφαίο επίπεδο και πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ποδοσφαιρικής του ζωής. Εκεί δηλαδή που θα την συνεχίσει, από άλλο πόστο, μακριά από την αγωνιστική δράση. Σταμάτησε αρκετές φορές τους “μπλε”, αλλά δέχτηκε το πρώτο από το Ζιρού -έναν πρώην κανονιέρη- και το κοντέρ στο β’ ημίχρονο έγραψε τέσσερα, με τον ίδιο να μη φέρει ουσιαστικά ευθύνη, σε μια άμυνα που πελαγοδρομούσε.
Τα κλισέ τύπου “τον σκότωσαν γιατί τους αγαπούσε” στο τέλος του αγώνα, περίσσεψαν, αλλά ήταν αναγκαία για να καλύψουν την αμηχανία και τα δικά του συναισθήματα. Τα δικά του δάκρυα κατάφεραν να κλέψουν τα φώτα της δημοσιότητας από τον απόλυτο πρωταγωνιστή του αγώνα, τον Αζάρ, σα μια υπόκλιση και ένα ευχαριστώ για όσα έδωσε.
Κι όπως θα έλεγαν στο νησί: Thanks for the memories…