REVOLTERPIECES – In the summer, in the city
Αφιερωμένο σε όσους το τέλος του καλοκαιριού θα τους βρει με μαύρισμα από το μανίκι και κάτω, από το λαιμό και πάνω, με κουντεπιέ κατάλευκο. Σε όσους δεν έχουν τη πολυτέλεια ούτε του χρόνου, ούτε των πόρων να πάνε να την αράξουν σε κάποια παραλία και ξεμένουν στην πόλη είτε δουλεύοντας, είτε όχι.
Αφιερωμένο σε όσους το τέλος του καλοκαιριού θα τους βρει με μαύρισμα από το μανίκι και κάτω, από το λαιμό και πάνω, με κουντεπιέ κατάλευκο. Σε όσους δεν έχουν τη πολυτέλεια ούτε του χρόνου, ούτε των πόρων να πάνε να την αράξουν σε κάποια παραλία και ξεμένουν στην πόλη είτε δουλεύοντας, είτε όχι. Σε αυτούς που αν ήμασταν ακόμα παιδιά και μετράγαμε παγωτά και μπάνια, ο συσχετισμός θα ήταν καταθλιπτικός υπέρ του πρώτου σε σχέση με το δεύτερο…
Ζούμε στην εποχή που χαβαλέδες μεταμοντέρνοι φιλόσοφοι μιλάνε διαταξικά για την “ανοιχτότητα” των σωμάτων στο γραφείο τους συντροφιά με το air condition, την ώρα που εσύ βιώνεις τον καυτό ήλιο πάνω στο δικό σου την ώρα που δουλεύεις το μεροκάματο της καταπίεσης σα ντελίβερι, πωλήτρια σε ρουχάδικο, στο κολαστήριο της οικοδομής ή μπροστά από την κόλαση της ψησταριάς σε κάποιο σουβλατζίδικο να λιώνεις στους 50 και 60 βαθμούς. Φρίκη.
Δουλεύεις μαύρα σε μια κωλοκαφετέρια από αυτές που για κάποιο λόγο νομίζουν ότι αν γεμίσουν κάθε τοίχο με μεγάλες οθόνες θα αποκτήσουν κάποιο πρεστίζ για να νοιώσουν πιο “πιασμένοι” από τους καφετζήδες παππούδες τους. Τέσπα. Εκεί βλέπεις θέλοντας και μη ρεπορτάζ από παραλίες και πώς περνάνε σε αυτές οι λίγο πιο τυχεροί, όσο εσύ δε ξέρεις αν το μόνιμο άγχος μη παίξει στραβή με τη παραγγελία, γιατί ποιος ακούει το αφεντικό μετά, είναι χειρότερο από τη ζέστη καθαυτή…
Και τι δε θα έκανες για να μπορέσεις να φορέσεις ένα σορτσάκι, αλλά το αφεντικό σου απαιτεί παντελόνι. Και έτσι καταλήγεις με ένα τζιν που έχεις νοιώσει τόσες φορές τον ιδρώτα να ρέει από μέσα την ώρα που εσύ πουλάς το χαμόγελο σου στο πελάτη που πλέον και μόνο που το κοιτάς σε πιάνει το στήθος σου.
Ειδική μνεία αξίζει σε όσους δεν έχουν καν δικό τους μέσο μεταφοράς. Αφού έχεις φάει τη ξενέρα των διαλυμένων συγκοινωνιών σε μια χώρα που τα ΜΜΜ γίνονται στόχος από κυβερνητικών πολιτικών μέχρι πύρκαυλων αναρχικών, φτάνεις στο προορισμό σου με τον ιδρώτα να έχει ποτίσει τα ρούχα σου και το καυσαέριο να έχει κολλήσει στο δέρμα. Τέλειος τρόπος να ξεκινήσεις τη μέρα σου.
Και περιμένεις να ξεφύγεις από το λούκι της δουλειάς, να αράξεις κάνα βράδυ σε καμιά ταράτσα φίλου να μετράτε πόσα αστέρια θα καταφέρουν να νικήσουν την φωτορύπανση ή σε κάποιο τσίγκινο τραπέζι σε κάποιο καφέ πίνοντας έναν φρέντο στα μπαμ για να μην προλάβουν να λιώσουν τα παγάκια.
Τις νύχτες προσπαθείς να ελπίσεις, αν είσαι κοντά σε κάποιο παρκάκι ειδικά, ότι αρκεί να αφήσεις την μπαλκονόπορτα ανοιχτή για να εισπράξεις αυτό το ελάχιστο της δροσιάς που χρειάζεσαι για να κοιμηθείς. Αν και αντικειμενικά οι πιθανότητες να αράξουν μια παρέα με μπύρες στο περί ο λόγος παρκάκι μέχρι αργά κάνοντας τον ανάλογο χαβαλέ και φασαρία είναι ένα 50-50 παιχνίδι. Και δεν έχεις καμία όρεξη και ενέργεια για τζόγο εκείνη τη στιγμή, το ξέρω.
Αυτό το κείμενο λοιπόν είναι για σένα, ένα μικρό σινιάλο ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας τύπος που γράφει σε ένα σάιτ και τέλος πάντων θεωρεί τη ζωή σου καλύτερο θέμα για να βγάλει στο δημόσιο διάλογο από άλλα. Όχι, με καμιά ψευδαίσθηση ότι αυτό θα αλλάξει τίποτα, αλλά έστω σαν μια κίνηση αλληλεγγύης ας πούμε. Μια προτροπή μόνο: όλο αυτό το βάσανο έχει αιτίες και φταίχτες. Δεν είναι ουρανοκατέβατο ούτε είναι ανάγκη να είναι έτσι τα πράγματα. Δε φταίει (μόνο) το καλοκαίρι, φταίει που πρέπει να δουλέψεις γιατί δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική για σένα. Μέχρι να φτάσουμε να οικοδομήσουμε αυτή την εναλλακτική. Υπομονή, επιμονή και στοχοπροσήλωση.