Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ Τιτίκα Παναγιωτίδου!»

Η Τιτίκα Παναγιωτίδου, η αντάρτισσα που η μορφή της έγινε σύμβολο της Αντίστασης μέσα από τον φωτογραφικό φακό του Σπύρου Μελετζή, τον Αύγουστο του 1944, εγκαινιάζει τη νέα στήλη του περιοδικού μας «Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ».

Η Τιτίκα Παναγιωτίδου, η αντάρτισσα που η μορφή της έγινε σύμβολο της Αντίστασης μέσα από τον φωτογραφικό φακό του Σπύρου Μελετζή, τον Αύγουστο του 1944, εγκαινιάζει τη νέα στήλη του περιοδικού μας «Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ».

Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), εδώ θα παρουσιάζονται πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενούνται αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφονται μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Η Τιτίκα Παναγιωτίδου (Ελένη Γκελντή – Παναγιωτίδου), πριν ακόμα κλείσει τα δεκάξι της χρόνια, λέγοντας ψέματα για την ηλικία της, κατατάχτηκε μαζί με άλλα κορίτσια στην υποδειγματική διμοιρία ανταρτισσών της ΙΧ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στον Πεντάλοφο Κοζάνης.

Στις 6 του Ιούνη 1944, θα παρουσιαστεί για εκπαίδευση στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών ΕΛΑΣ στη Ρεντίνα Καρδίτσας. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής της μαζί με άλλες αντάρτισσες, ο Σπύρος Μελετζής θα φτάσει στη Ρεντίνα αναζητώντας πρόσωπα που θα φωτογραφίσει για τις ανάγκες του αγώνα. Μετά από μερικά «κλικ» του θρυλικού φωτογράφου της Αντίστασης, η Τιτίκα θα περάσει στην αθανασία, μέσα από μια από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες της Εθνικής Αντίστασης.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ Τιτίκα Παναγιωτίδου!»

H Τιτίκα Παναγιωτίδου, στην εμβληματική φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή

Η Τιτίκα θα αποφοιτήσει στις 5 του Σεπτέμβρη 1944, θα ονομαστεί ανθυπολοχαγός και θα υπηρετήσει  Διοικητής Λόχου Ανταρτισσών.

Στο κείμενο που ακολουθεί η ίδια περιγράφει τη δοκιμασία των εξετάσεων και τις στιγμές που παραλαμβάνει από τα χέρια του στρατηγού Στέφανου Σαράφη τα τιμημένα αργυρά αστέρια και το περίστροφο της ανθυπολοχαγού του ΕΛΑΣ. Το κείμενο περιλαμβάνεται στον δεύτερο τόμο της Ανθολογίας «Το διήγημα της Αντίστασης» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1993).

Ρεντίνα

Οι εκπαιδευτές αξιωματικοί, δυνατοί, ακούραστοι, σφράγιζαν με την παρουσία τους το πλησίασμα της λήξης της τέταρτης σειράς της σχολής. Με τη σειρά τους, θα υπερηφανεύονταν παντοτινά για το μεγάλο έργο που ανάλαβαν. Προσφορά ανεκτίμητη για το σκλαβωμένο Έθνος.

Επιτέλους τα σκηνικά από την παράσταση που θα ’διναν για το ολοκαύτωμα του ’21 στήθηκαν επιβλητικά στη μεγάλη πλατεία του χωριού.

Λαός, μαθητές, αξιωματικοί, όλοι παρόντες στη θεατρική παράσταση. Το έργο ήταν δυνατό. Οι μαθητές ξαναζωντάνεψαν την κλεφτουριά, με τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Διάκο, Μπότσαρη, Ανδρούτσο. Ρίγη συγκίνησης διαπερνούσαν τα κορμιά. Ο ξάστερος ουρανός, ιδιαίτερα το ασημένιο φεγγάρι, πρόσθεταν συμπληρωματικά τη γοητεία τους στη νυχτερινή παράσταση.

Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί χειροκροτήθηκαν θερμά. Συγκίνηση, χαρά, ενθουσιασμός ακράτητος ανάμεσα στο κοινό, που παρακολούθησε ευλαβικά την Ανάσταση του Έθνους.

Μια θύμηση ζεστή, σαν θεία γεύση της τέχνης, θα ’μενε σε όλους για ολάκερη ζωή.

Το νοτερό φθινόπωρο έκανε αισθητή την παρουσία του. Τα πρώτα κιτρινισμένα φύλλα πέφτουν στο ξερό χώμα.

Η 2 του Σεπτέμβρη του 1944 ορίστηκε σαν μέρα γραπτής δοκιμασίας.

Τα θέματα δόθηκαν. Τη λύση θα την έβρισκαν οι μαθητές μέσα στη γεμάτη από γνώσεις δίμηνη εκπαίδευση που πέρασαν.

Σκυμμένοι πάνω στα χαρτιά ένα ολόκληρο πρωινό, παιδεύονταν για τη λύση οι μαθητές όλων των λόχων.

Το απόγευμα της άλλης μέρας θα άρχιζε η προφορική δοκιμασία. Τα μεγάλα τραπέζια στήθηκαν στη σειρά κάτω από την παχιά σκιά του πλάτανου της πλατείας. Οι εξεταστές αξιωματικοί πήραν θέσεις. Ένας μεγάλος κύκλος σχηματίσθηκε από τους αυριανούς ανθυπολοχαγούς, που ανήσυχοι παρακολουθούν τους εξεταζόμενους.

Δέκα-δέκα οι μαθητές, όρθιοι, γεμάτοι αγωνία, έτοιμοι μπροστά στην επιτροπή, δέχονται τις πρώτες απανωτές ερωτήσεις.

Την άλλη μέρα, στην πρώτη δεκάδα κι εγώ για την εξέτασή μου.

Η καρδιά μου χτυπούσε άταχτα. Φοβόμουν μήπως τα χάσω, μήπως μου τύχουν δύσκολες ερωτήσεις. Αν ήταν χτες, θα απαντούσα μια χαρά, έλεγα μέσα μου. Ήξερα για τον αντικειμενικό και υποκειμενικό σκοπό, το από πού, πώς θα πας και γιατί. Μπα, θα με μπλέξουν σε τίποτε δύσκολες ερωτήσεις και τότε τι γίνεται;

Στον πρώτο εξεταστή από την πρώτη κιόλας ερώτηση απάντησα σωστά και θαρρετά. Ξέχασα τους φόβους μου. Στο δεύτερο τα μπέρδεψα λίγο. Ευτυχώς δεν ήταν από τις σοβαρές ερωτήσεις, που επιβάλλεται να τις γνωρίζει ο ανθυπολοχαγός. Στις πιο βασικές απαντούσα γρήγορα. Κι ακόμα βρισκόμουν στον τέταρτο. Μα τι τις ήθελαν τις ερωτήσεις, μήπως στη μάχη αυτά μετρούν; σκεφτόμουν. Κι αγωνιούσα να απαντήσω καλά και να φύγω. Άρχισαν οι δύσκολες ερωτήσεις, κόντευε και ο κύκλος απ’ έξω να με πνίξει. Μ’ ενοχλούσαν οι κρίσεις, τα σιγοψιθυρίσματα. Σαν έφτασα στον τελευταίο, είχα βρει την ψυχραιμία μου. Άρπαξα και από τον κύκλο την τέλεια απάντηση. Κι απομακρύνθηκα χωρίς καλά να νιώθω τι γινόταν γύρω μου. Συγκρατημένα δεχόμουν τα συγχαρητήρια των συναδέλφων μου. Αυτοί απ’ έξω, πιο ψύχραιμοι από τους εξεταζόμενους, έβγαζαν κιόλας το αποτέλεσμα.

Ήρεμη πια τώρα παρακολουθούσα τη Λίτσα και την Ιουλία, που απάντησαν καλά. Ένιωθαν το ίδιο, όπως κι εγώ. Μετά ήρθε η σειρά της Όλγας, της Καλλιόπης, της Χρυσούλας, της Γεωργίας από το Καρπενήσι και των άλλων κοριτσιών.

Βασιζόμουν και στο βαθμό της δίμηνης εκπαίδευσης. Γι’ αυτό πίστευα πως θα περνούσα με την αξία μου, για να καταχτήσω τ’ αργυρά αστέρια. Μαζί μου πάνω από 500 νέοι περίμεναν τα αποτελέσματα. Τουλάχιστον είχαμε απαλλαγεί από τη σκληρή εκπαίδευση και τον καυτερό ήλιο.

Ο φθινοπωριάτικος ήλιος χάιδευε δειλά τη σκλαβωμένη πλάση το χαρούμενο εκείνο πρωινό της 5ης του Σεπτέμβρη του 1944. Μέρα αξέχαστη, μέσα στο δικό της σκηνικό, που έσβηνε μεμιάς όλη την κούραση τη σκληρή, τις αγωνίες, τις αγρύπνιες.

Παραταγμένοι άψογα όλοι οι λόχοι, με τους αξιωματικούς μπροστά, στην επιβλητική και σημαιοστολισμένη πλατεία, περίμεναν τη στιγμή της ορκωμοσίας. Τραγούδια επαναστατικά δονούσαν τον καθαρό αγέρα. Περιμέναμε με αγωνία την άφιξη του στρατηγού Σαράφη με το διαλεχτό επιτελείο του.

Μια βαθιά συγκίνηση διαπερνούσε αθόρυβα τα νεανικά κορμιά, που δέθηκαν γερά με τρυφερές αναμνήσεις, όνειρα, ελπίδες, όσο περνούσε η ώρα.

Η απεραντοσύνη της ήσυχης φύσης, τα χαμηλά βουνά που δέχονταν καθημερινά τους μαθητές, τα δέντρα με την πυκνή δροσερή σκιά τους, τα όμορφα σπίτια, η χαρούμενη πάντα πλατεία, θα ‘μεναν γυμνά, βουβά με το πέρασμα του χρόνου.

Η διαπεραστική φωνή του λοχαγού θα είχε σκορπίσει στους ανέμους. Δε θ’ άντεχε στο χρόνο. Η γλυκιά του όψη, η ευγενική, σαν ζωντανή εικόνα, χαραγμένη βαθιά, θα μας συγκινούσε πάντα.

Η ξύλινη σκάλα, που έτριζε δυνατά στο πρώτο βαρύ βήμα, η τετράγωνη τραπεζαρία, η μυρουδιά των φαγητών, ο μυρωμένος κήπος, θα ’σβηναν σιγά-σιγά από τη θύμησή μας.

Στο βάθος τα πρώτα δυνατά χειροκροτήματα από τους φιλόξενους χωρικούς ακούγονται καθαρά.

Μια μεγάλη ακολουθία με άλογα διασχίζουν επιβλητικά την πλατεία. Το ξεχωριστό παράγγελμα του αξιωματικού σχίζει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

«Λόχοι… Προσοχή… Παρουσιάστε… Αρμ…!»

Ένας όμορφος ταυτόχρονος θόρυβος πνίγηκε στα γρήγορα. Πρώτος, λεβέντης, υπερήφανος ο αρχιστράτηγος Σαράφης στο ατίθασο άτι του, χαιρετάει με καμάρι τους αυριανούς συναδέλφους του. Τους διαλεχτούς αξιωματικούς του ΕΛΑΣ.

Τον ακολουθούν πολλοί αξιωματικοί κι ανάμεσά τους Άγγλοι σύμμαχοι, με τα γνώριμα διακριτικά τους, Σοβιετικοί, Αμερικανοί! Με υψωμένο το δεξί χέρι οι μαθητές της σχολής ορκίζονται, επαναλαμβάνοντας φωναχτά τον όρκο.

Η συγκινημένη φωνή του αρχιστράτηγου άγγιζε βαθιά τους νέους. Στην πρώτη τριάδα της διμοιρίας μου εγώ βαθιά συγκινημένη, με φωνή που παλλόταν από περηφάνια, έδινα τον όρκο μου δυνατά, έτοιμη πάντα, όπου με καλούσε η σκλαβωμένη πατρίδα, η αγαπημένη Ελλάδα.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ Τιτίκα Παναγιωτίδου!»

Με τη σειρά μου χαιρέτισα το στρατηγό και παράλαβα από τον ίδιο το μικρό περίστροφο και τα τρία γυαλιστερά αστέρια.

Με χέρια που έτρεμαν από συγκίνηση και κρυφή χαρά πέρασα στο δίκωχο και τις επωμίδες μου από ένα αστραφτερό αστέρι. Μεγάλη στιγμή, ιερή, η πιο όμορφη της νιότης μου. Αποζήτησα τη μητέρα μου, να μ’ έβλεπε, να με καμάρωνε, όπως και τ’ αδέλφια μου, τους θείους μου, τις φίλες μου, που τους άφησα τόσο μακριά.

Ακολούθησε στη συνέχεια επιβλητική παρέλαση μπροστά από τους επίσημους, ενώ οι γαλανόλευκες σημαίες κυμάτιζαν περήφανα. Από το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ βάσταξε ο χορός, το τραγούδι, το κέφι.

Καθένας μ’ ένα δικό του ξεχωριστό τρόπο κράτησε κοντά του ό,τι απόσπασε και γευόταν την τελευταία βραδιά με μια ανάλαφρη ανατριχίλα.

Η νύχτα ξεμάκρυνε. Φύλαξε τις δικές της ζεστές αναμνήσεις.

Αύριο!… Ω, αύριο, όλα θα ’μεναν ερημωμένα, γυμνά, χωρίς νόημα, χωρίς ανάσα.

Γιατί θα είχαμε φύγει.

Η Χρούπιστα, ένα απλωμένο χωριό κοντά στην Καστοριά, λεύτερο πια, δεχότανε ζεστά τους νεοσύλλεκτους αντάρτες και αντάρτισσες μέσα στον απέραντο χώρο που χρησίμευε για τις ασκήσεις.

Οι ανθυπολοχαγίνες ανάλαβαν την εκπαίδευση των δύο νέων διμοιριών και με τη βοήθεια της έμπειρης υποδειγματικής διμοιρίας τα κατάφερναν θαυμάσια.

Ο Σεπτέμβρης έφτανε στις τελευταίες του μέρες. Το νοτιασμένο αεράκι διαπερνούσε τα σφριγηλά κορμιά των νέων κοριτσιών.

Η τελευταία επείγουσα διαταγή το ’λεγε καθαρά. Όλος ο λόχος ανταρτισσών να βάδιζε γρήγορα για τα Γρεβενά μέχρι νεότερης διαταγής.

Τα έμπεδα διαλύθηκαν. Οι νεοσύλλεκτοι ξεκίνησαν ορμητικά για τα τάγματα της μεραρχίας, για το τελειωτικό χτύπημα ενάντια στον καταχτητή.

Τα λευτερωμένα από καιρό Γρεβενά δέχτηκαν μ’ ένα παραλήρημα χαράς κι ενθουσιασμού το γενναίο λόχο ανταρτισσών.

Το πλησίασμα της λευτεριάς μάγευε όλους.

Περήφανες, καμαρωτές οι νεαρές ανταρτοπούλες, με ίσια κορμιά και δυνατά επαναστατικά τραγούδια, διάσχιζαν τους λασπωμένους δρόμους της πόλης.

Κατάμεστη η πλατεία των Γρεβενών με τις πολιτικές οργανώσεις μπροστά, σειόταν από χειροκροτήματα.

Μερικά ακόμα τραγούδια της αντίστασης και ύστερα τα κορίτσια θα ήταν ελεύθερα να πλησιάσουν τους συγγενείς, που περίμεναν με αγωνία.

Συγκινημένη βαθιά, που ξαναβρέθηκα κοντά στη μητέρα ύστερα από τόσους μήνες, ξέχασα όλες τις τρομαχτικές αγωνίες και χωρίς να μιλώ την άκουγα να μου διηγείται τι πέρασε κι εκείνη και οι άλλοι αγωνιστές στο διάστημα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, που άρχισαν στις 3 του Ιούλη στα 1944.

«Παναγίτσα μου, σ’ ευχαριστώ», ψέλλισαν τα στεγνά μου χείλη, «τι θα γινόμουν χωρίς τη μητέρα!»

Γεμάτη χαρά δέχτηκα τα νέα για τ’ αδέλφια μου, τους θείους. Δεν της είπα όμως τίποτε για το θείο Σάββα, που σκοτώθηκε, αφού κατάλαβα πως η μητέρα δεν ήξερε τίποτε. Η χαρά μου έγινε μεγαλύτερη, όταν η μητέρα με διαβεβαίωσε πως πράγματι ο Γιώργος, ο μεγαλύτερος αδελφός μου, γλίτωσε το γιατρό του συντάγματος και έναν αντάρτη την ώρα που με το όπλο ο Γερμανός τους οδηγούσε στη μονάδα του.

«Και, ξέρεις πώς;»

«Πώς, μαμά;»

«Ο Γιώργος ήταν στο ύψωμα κρυμμένος, με το οπλοπολυβόλο του πάντα κοντά. Έτσι όπως σηκώθηκε, βλέπει τους αντάρτες και από πίσω) το Γερμανό να τους σπρώχνει με το όπλο. Τους φωνάζει… πέστε κάτω Θα ρίξω. Ο Γερμανός δεν κατάλαβε, ενώ οι άλλοι έπεσαν και τότε τράβηξε και τον σκότωσε. Καταλαβαίνεις, τι έγινε. Σώθηκαν οι άνθρωποι.»

«Δηλαδή, μαμά, έχω αδελφό ήρωα, ε;» είπα και τα μάγουλά μου γέμιζαν ζεστά δάκρυα ικανοποίησης για το δεκαεφτάχρονο αδελφό μου. «Μαμά, τώρα θέλω από σένα», της είπα, «να μιλήσεις στα κορίτσια. Θέλω να τα ενθαρρύνεις. Ακόμα δεν ξέρουν, δεν έμαθαν πολλά και εμείς ξεκινάμε να πολεμήσουμε τους Γερμανούς. Οι νέες αντάρτισσες έχουν ανάγκη από λίγες ζεστές κουβέντες.»

Ανάμεσα από τα πτώματα των Γερμανών, που ήταν πάνω στην υγρή γη, ενώ το τουφεκίδι ακουγόταν ως πέρα, ο λόχος των άγουρων κοριτσιών, που τις εμψύχωσε με τον πατριωτικό λόγο της η μητέρα μου, βάδιζαν ορμητικά σαν γνήσιες Ελληνίδες, αδιάφορες στον κίνδυνο, στην ταλαιπωρία, στο θάνατο που παραμόνευε ύπουλα, για να βρεθούμε κοντά στους αντάρτες, στα υψώματα της Κοζάνης από τη μεριά της Νεάπολης, δίνοντας συχνά κλέφτικες μάχες με Γερμανούς και προδότες, όταν χρειαζόταν.

Γεμάτη χαρά, που ξαναβρέθηκα ανάμεσα στις παλιές αγαπημένες φίλες και συναγωνίστριες, ακούραστα διηγόμουν για την εκπαίδευσή μου στη σχολή Σαράφη.

Σχεδόν ένα ολόκληρο πρωινό ζήσαμε όλες μαζί τη συγκίνηση της συνάντησης. Ρώτησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον πώς πέρασαν όλο αυτό το διάστημα, μα περισσότερο διψούσα να μάθω πώς τα κατάφεραν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών ενάντια στην 9η Μεραρχία. Αποζητούσα να πληροφορηθώ με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τι τράβηξαν τα άγουρα αυτά κορίτσια σε μια αναπάντεχη, άνιση συνάντηση με τον εχθρό.

Ένιωσα φρίκη, σαν μου ιστόρησαν όλα τα περιστατικά με τη σειρά! Ευτυχώς γλίτωσαν όλες, ήταν ζωντανές, όλες!

Θαύμαζα τον ηρωισμό τους, την αντοχή τους, τη δύναμη να συνεχίσουν τον αγώνα τους, μέχρι να δουν λεύτερη την πατρίδα. Άξιζαν κάθε έπαινο. Φαινόταν πως ωρίμασαν, πως εισχωρήσανε στα μυστικά μιας μάχης, πως δε θα λύγιζαν μπροστά σε τίποτε. Δεν είχαν πια να ζηλέψουν τίποτε από τους αντάρτες. Δε μου ξέφυγε η περηφάνια που ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους, με μια κάποια σεμνότητα. Όταν διηγόντανε πόσο θαρρετά πρόταξαν τα στήθη τους στον ύπουλο εχθρό, που βάδιζε οπλισμένος πίσω από προδότες.

Οι ασκήσεις σκληρές, έντονες, κουραστικές για τις νεοσύλλεχτες αγωνίστριες πλησίαζαν τον τελικό μας στόχο.

Έμαθαν γρήγορα σκοποβολή, επιδέξια τη χρήση του οπλοπολυβόλου και τα πιο βασικά από τη θεωρία.

Μια τελευταία διαταγή ανάγκασε τις αξιωματικίνες να επιταχύνουν την εκπαίδευση.

Ακούραστες, μ’ ατσαλένια θέληση, οι Ελληνοπούλες του Βορρά επιτάχυναν τη σκληρή εκπαίδευση, ξέχωρα από τις πορείες και τις υποχρεωτικές εκδηλώσεις ανάμεσα στο λαό. Αποζητούσαν μ’ ένα δικό τους τρόπο να μοιραστούν τη μεγάλη Νίκη, που όλο και πλησίαζε.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: