Λόρκα: Πρώτη πράξη ενός επαναστατικού άτιτλου και ατέλειωτου δράματος
Ειδικά εσείς, οι άνθρωποι της πόλης, που ζείτε στην πιο κακορίζικη και θλιβερή ψευδαίσθηση. Το μόνο που κάνετε είναι να ψάχνετε τρόπους για να μείνετε ανενόχλητοι. Για να μη βλέπετε τον τεράστιο χείμαρρο των δακρύων που μας περικυκλώνει, σκεπάζετε με δαντέλες τα παράθυρα. Για να μπορείτε να κοιμάστε ήσυχοι και για να σωπάσετε το επίμονο τριζόνι της συνείδησης, επινοείτε τα φιλανθρωπικά ιδρύματα…
Ο μεγάλος Ισπανός ποιητής και δραματουργός Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (γεννήθηκε στις 5 του Ιούνη 1898 και δολοφονήθηκε από τους φασίστες στις 19 του Αυγούστου 1936) με την πένα του ταλέντου και της ψυχής του όρθωσε το ανάστημά του στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και κάθε μορφή αδικίας.
Ο Λόρκα αγαπήθηκε ιδιαίτερα και στη χώρα μας από μεταφραστές και συνθέτες που έκαναν να φτάσει το έργο του στο λαό μας και ν’ αγαπηθεί όσο λίγων δημιουργών το έργο. Πολλά είναι τα ποιήματά του που έχουν αποδοθεί από περισσότερους του ενός μεταφραστές και Έλληνες ποιητές και επίσης μελοποιηθεί από συνθέτες.
Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα εκτός από σπουδαίος ποιητής υπήρξε και σημαντικός δραματουργός. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και αποδοθεί στη σκηνή του ελληνικού θεάτρου, κάτι που συνεχίζεται ως τις μέρες μας.
Τα μικρά αποσπάσματα που παρουσιάζουμε παρακάτω, αποτελούν μέρος ενός έργου που ο Λόρκα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Το ανολοκλήρωτο έργο εκδόθηκε από τον οίκο Ύψιλον, το 1991, σε μετάφραση Δημήτρη Καλοκύρη.
Όπως σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο μεταφραστής στον σχολιασμό του (που εμπλουτίζεται με αρκετά στοιχεία κατατοπιστικά και για τον αναγνώστη που δεν έχει ξαναδιαβάσει Λόρκα):
«Το φιλολογικά σημαντικό αυτό, άτιτλο κείμενο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898-1936) φαίνεται ότι αποτελεί την, ακατέργαστη ακόμη, Πρώτη Πράξη ενός φιλόδοξου, πρωτοποριακού για την εποχή του, αλλά ασφαλώς ατελείωτου θεατρικού δράματος, που πρέπει να γράφτηκε στις αρχές του 1935 ή του 1936, σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη ιστορικά, αλλά και ιδιαίτερα παραγωγική σε ώριμα έργα για τον Γκαρθία Λόρκα. Είναι η εποχή πού δημοσιεύει τον Θρήνο για τον Ιγνάτιο Σάντσιεθ Μεχίας, καθαρογράφει την συλλογή Ο ποιητής στη Νέα Υόρκη, τελειώνει την Δόνια Ροζίτα, εκδίδει τον Ματωμένο Γάμο και γράφει Το Σπίτι τής Μπερνάρντα Άλμπα καθώς και την (χαμένη) Καταστροφή των Σοδόμων.
Το χειρόγραφο τού έργου έμεινε φυλαγμένο στα χέρια των συγγενών του ως το 1976 που το δημοσίευσε στην Γαλλία η Marie Laffranque. Σε βιβλίο κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα με τις διαγραφές και τις παραλλαγές του πρωτοτύπου στην αριστερή σελίδα και την μεταγραφή της εκδότριας στην δεξιά.
Σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων του και, κυρίως, της διάσημης Καταλανής ηθοποιού, και πρωταγωνίστριας του Γκαρθία Λόρκα, Μαργαρίτας Xirgu, η οποία διηγείται ότι ο ποιητής της διάβασε την αρχή ενός έργου που τον απασχολούσε εκείνο τον καιρό, η δράση της Πρώτης Πράξης διαδραματιζόταν σε θέατρο της Μαδρίτης όπου έπαιζαν το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του Σαίξπηρ. Η παράσταση διακόπτεται απότομα και οι ηθοποιοί φεύγουν χωρίς όμως να πέσει η αυλαία. Έκπληξη στο κοινό, ψίθυροι. Βγαίνει στο προσκήνιο ο Ποιητής και πληροφορεί τον κόσμο ότι έχει ξεσπάσει επανάσταση. Οι θεατές σηκώνονται να φύγουν αλλά ο Ποιητής τους προειδοποιεί ότι οι δρόμοι θα είναι επικίνδυνοι, ενώ το θέατρο ασφαλές. Οι θεατές πείθονται να μείνουν στις θέσεις τους και, από ’δω και πέρα, μεταμορφώνονται σε ηθοποιούς.
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από τα λόγια του Ποιητή, όταν βγαίνει στη σκηνή και αιφνιδιάζει τους θεατές…
Κυρίες και κύριοι,
Δεν πρόκειται να σηκωθεί η αυλαία για να διασκεδάσει το κοινό με λογοπαίγνια, ούτε με κάποιο σκηνικό που θα δείχνει ένα σπίτι όπου δεν συμβαίνει τίποτα αλλά είναι στραμμένοι απάνω του οι προβολείς του θεάτρου για να σας προσελκύσει και να σας κάνει να πιστέψετε πως η ζωή είναι αυτή. Όχι. Ο ποιητής, και με τις πέντε του αισθήσεις σέ απόλυτη εγρήγορση, θα έχει όχι την ευχαρίστηση, αλλά την δυσαρέσκεια να σας παρουσιάσει απόψε μια τόση δα γωνίτσα της πραγματικότητας.
(…)Ερχόσαστε στο θέατρο με μόνη έγνοια να διασκεδάσετε, κι έχετε συγγραφείς που τους πληρώνετε, και καλά κάνετε, σήμερα όμως ο ποιητής σας έστησε παγίδα, επειδή θέλει και σκοπεύει να ταρακουνήσει τις καρδιές σας, δείχνοντας εκείνα που δεν θέλετε να δείτε, φωνάζοντας εκείνες τις απλούστατες αλήθειες που δεν θέλετε ν’ ακούσετε.
Γιατί; Αν πιστεύετε σε Θεό, κι εγώ πιστεύω, γιατί φοβόσαστε τον θάνατο; Και αν πιστεύετε στον θάνατο, τότε γιατί όλη αυτή η σκληρότητα, αυτή η αδιαφορία για τον αβάσταχτο πόνο του διπλανού σας;
Χα Χα Χα Χα! Θα μου πείτε πως κάνω κήρυγμα. Ε και; Κακό είναι το κήρυγμα;
(…) Μα το να δεις την πραγματικότητα είναι δύσκολο. Και πόσο μάλλον να την δείξεις. Είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Μα δεν πειράζει.
Ειδικά εσείς, οι άνθρωποι της πόλης, που ζείτε στην πιο κακορίζικη και θλιβερή ψευδαίσθηση. Το μόνο που κάνετε είναι να ψάχνετε τρόπους για να μείνετε ανενόχλητοι. Όταν σφυρίζει ό άνεμος, βάζετε μουσική για να μην ακούτε τα λόγια του. Για να μη βλέπετε τον τεράστιο χείμαρρο των δακρύων που μας περικυκλώνει, σκεπάζετε με δαντέλες τα παράθυρα. Για να μπορείτε να κοιμάστε ήσυχοι και για να σωπάσετε το επίμονο τριζόνι της συνείδησης, επινοείτε τα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Κήρυγμα! Μάλιστα, κήρυγμα! Γιατί θα πρέπει τάχα να πηγαίνουμε πάντα στο θέατρο για να δούμε τι συμβαίνει εκεί και όχι τι συμβαίνει μ’ εμάς; Ο θεατής είναι ήσυχος γιατί ξέρει ότι το έργο δεν θα τον θίξει. Τι ωραία που θα ήταν όμως αν τον φώναζαν στο σανίδι και τον έβαζαν να μιλήσει, κι ό ήλιος της σκηνής να του ’καιγε το χλομό, παγιδευμένο του πρόσωπο!
Η πραγματικότητα αρχίζει επειδή ο συγγραφέας δεν σας θέλει καθισμένους στο θέατρο, παρά στη μέση του δρόμου. Γι’ αυτό και δεν θέλει να κάνει ποίηση, ρυθμό, λογοτεχνία, θέλει να δώσει ένα μαθηματάκι στις καρδιές σας, γι’ αυτό είναι ποιητής, έστω πολύ σεμνά.
(…) Ωραία μυρίζουν τα λευκά κρίνα, εγώ όμως προτιμώ τη μυρουδιά της θάλασσας. Θα μπορούσα να πω ότι η μυρουδιά της θάλασσας ξεχύνεται από τα στήθη των σειρήνων και ένα σωρό άλλα τέτοια, εκείνη όμως ούτε τη νοιάζει, ούτε τ’ ακούει όλα αυτά, εκείνη σκάει στις ακτές περιμένοντας καινούργιους πνιγμένους. Έτσι μονάχα την ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Μα πώς να φέρεις τη μυρουδιά της θάλασσας σε μια αίθουσα θεάτρου ή πώς να πλημμυρίσεις την πλατεία με άστρα; (…)