Στης Μονεμβασιάς τα κάστρα…
Αρμενίζοντας με το Πέτρινο Καράβι του Ρίτσου στην οικουμένη, ή έστω σε ένα πολύ εκλεκτό κλάσμα της.
«Ο βράχος. Τίποτ’ άλλο. Η αγριοσυκιά κι η σιδηρόπετρα. Πάνοπλη θάλασσα. Καθόλου χώρος για γονυκλισία. Έξω απ’ την πύλη του Ελκομένου πορφυρό πορφυρό μέσα στο μαύρο. Οι γριές με τα καζάνια τους λευκαίνοντας το πιο μακρύ φαντό της ιστορίας περασμένο σε κρίκους απ’ τις σαράντα τέσσερις βυζαντινές καμάρες. Ο ήλιος αμείλιχτος φίλος με το δόρυ το κατάντικρυ στα τείχη κι ο θάνατος απόκληρος μέσα σ’ αυτή την τεράστια φωταψία όπου οι νεκροί διακόπτουν κάθε τόσο τον ύπνο τους με κανονιές και σκουριασμένους φανοστάτες, ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα. Τα τσακμάκια τους κροτούν στην κόψη της παλάμης τους· σπιθοβολούν. Εγώ – είπε – θ’ ανέβω πιο ψηλά, πάνω απ’ τη μαλακή συνέχεια, πατώντας στον τρούλο της μεγάλης υποβρύχιας εκκλησιάς με τ’ αναμμένα μανουάλια. Εγώ με το γαλάζιο κόκαλο, το κόκκινο φτερό και τα κάτασπρα δόντια».
Η επιβλητική ποίηση του Γιάννη Ρίτσου για το “πέτρινο καράβι” του, την “κυρά Μονοβασιά του” είναι από μόνη της ένας λόγος να ερωτευτείς αυτό τον τεράστιο βράχο, όπου “δεν υπάρχει νερό, μονάχα φως”, την Άκρα Μινώα της αρχαιότητας, που αποκόπηκε από τη λακωνική γη μετά από έναν καταστροφικό σεισμό το 365 μ.Χ. Μια μεταγενέστερη γέφυρα, αρχικά ξύλινη και σήμερα πέτρινη και ασφάλτινη,αποτελεί ως και σήμερα τη “μόνη έμβαση” στην πόλη. Η παράδοση θέλει τους ιδρυτές της να είναι Σπαρτιάτες του 6ου μ.Χ αιώνα, που κατέφυγαν σε αυτό το φυσικά απόρθητο μέρος τρομοκρατημένοι από τις σλαβικές επιδρομές της εποχής, αν και τα αρχαιολογικά στοιχεία συνηγορούν πως είχε ήδη κατοικηθεί επί Ιουστινιανού. Άκμασε ως βυζαντινή πόλη, φτάνοντας στο απόγειό της κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης κατά τη Δ’ Σταυροφορία το 1294, η Μονεμβασιά γίνεται άθυρμα μεταξύ Λατίνων, Βυζαντινών και Βενετών, που αναδεικνύονται σε προσωρινούς νικητές το 1464. Στη συνέχεια, Οθωμανοί και Βενετσιάνοι εναλλάσσονται, ως το 1715, όταν η Γαληνοτάτη παίρνει οριστικά πόδι από το Μωριά. Με την επανάσταση του 1821, το κάστρο της Μονεμβασιάς είναι ένα από τα πρώτα που απελευθερώνονται, γίνεται όμως μήλο της έριδος στη διάρκεια των εμφυλίων που ακολούθησαν, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίησή της τα επόμενα χρόνια. Στη συνέχεια αν και εξελίσσεται σε μεγαλύτερο χωριό της περιοχής, φθίνει πληθυσμιακά και ρημάζει κτιριακά προς όφελος του οικισμού της Γέφυρας, που είναι και ο πρώτος από τον οποίο περνά και σήμερα ο επισκέπτης.
Η επιχείρηση “διάσωσης” του παλιού οικισμού ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν ξεκίνησαν οι αναστηλωτικές εργασίες, με πρωταγωνιστές το ζεύγος Καλλιγά υπό την επίβλεψη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η Μονεμβασιά αρχίζει σιγά – σιγά να γίνεται αγαπημένος προορισμός, και έτσι τη βλέπουμε να την τραγουδά ο Ξυλούρης, αλλά και ο Κώστας Μπίγαλης, την εποχή της μεγάλης του δόξας στα πρώιμα 90ς, όπου τα κάστρα της πόλης αποδεικνύονται λιγότερο απόρθητα από το αντικείμενο του πόθου του:
Η τουριστική ανάπτυξη, σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ελλάδας, λειτούργησε μάλλον ευεργετικά για τον οικισμό, καθώς το αναπόφευκτο κιτς μένει κυρίως εκτός των τειχών, μέσα στη Γέφυρα, ένα τουριστοχώρι του συρμού με βασικό προορισμό να εξυπηρετεί τα πούλμαν και τα ΙΧ των επισκεπτών και να προσφέρει υπηρεσίες καταλυμμάτων κι εστίασης ελαφρώς φτηνότερες από εκείνες εντός της καστροπολιτείας. Επιπλέον, διαθέτει τη μοναδική πολύ κοντινή μικρή αμμουδερή παραλία, που αυτή την περίοδο παραμένει σχετικά άδεια κι ευπρόσδεκτη. Γενικότερα, η εποχή αυτή φαντάζει ιδανική για επίσκεψη, τόσο λόγω του ευχάριστου καιρού, όσο και λόγω του κόσμου, που είναι αρκετός για να δίνει ζωντανιά στη βυζαντινή αρχόντισα, αλλά μακριά από τα στίφη που κατακλύζουν την πόλη στην υψηλή σαιζόν.
Για όποιον δεν έχει πολύ κέφι να κάνει τα περίπου 15 λεπτά διαδρομής με τα πόδια κατά μήκος της γέφυρας για να φτάσει στην είσοδο του κάστρου, υπάρχουν πουλμανάκια του δήμου που κάνουν την ίδια δουλειά έναντι αντιτίμου 1,10 ευρώ. Για τους πιο περιπετειώδεις, υπάρχει κι ένα μονοπάτι, το οποίο οδηγεί κατευθείαν μέσα στον οικισμό, που σημειώνεται με πινακίδα λίγο μετά τη γέφυρα, και το συνιστώ μόνο αν έχετε παρέα που γνωρίζει τη διαδρομή. Θα σας αποζημιώσει με την αίσθηση του “απάτητου” και την εντυπωσιακή θέα του κάστρου ακριβώς από πάνω, ετοιμαστείτε όμως παράλληλα να έρθετε αντιμέτωποι με “υπερφυσικού” μεγέθους αράχνες που καραδοκούν για τα θύματά τους μέσα σε εξίσου τεράστιους ιστούς πάνω από τα κεφάλια σας.
Επιστρέφοντας όμως στον “κανονικό δρόμο”, κι αφού διασχίσετε την εντυπωσιακή πύλη, μια σκαλίτσα στα αριστερά θα σας οδηγήσει στο μη επισκέψιμο σπίτι του ποιητή, το “Χάνι της Γραβιάς” όπως το αποκαλούσε η αδερφή του Ρίτσου, Λούλα, λόγω του μεγέθους του. Μια λιτή πλακέτα και η διάσημη προτομή του ποιητή υπενθυμίζουν με δωρικότητα από πού άντλησε τις πρώτες – κι όχι μόνο – ποιητικές του εμπνεύσεις ο ποιητής.
Από εκεί και πέρα, μια καλή ιδέα είναι να χαθεί κανείς στα στενοσόκακα της Κάτω Πόλης, θαυμάζοντας τις πενήντα αποχρώσεις του κεραμιδί στα σπίτια, τυπικό χαρακτηριστικό της βενετσιάνικης εποχής. Άργα ή γρήγορα θα φτάσει και στην κεντρική πλατεία, όπου βρίσκεται ο μητροπολιτικός ναός του Χριστού Ελκόμενου. Αν και αρκετά παλιός, στη σημερινή του μορφή χρονολογείται στο 17ο αιώνα, φέροντας εντοιχισμένα σπαράγματα από προηγούμενες οικοδομικές φάσεις. Εδώ διαδραματίστηκε πριν από 40 χρόνια μια από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας στην Ελλάδα, όταν απόστρατος αξιωματικός μπήκε στο ναό μεταμφιεσμένος ως ιερέας, έκλεψε και τεμάχισε τη μεγάλη εικόνα. Το 1980 συνελήφθη και ο τότε υπουργός πολιτισμού της ΝΔ, Δημήτρης Νιάνιας, στο άκουσμα της εύρεσης της εικόνας σταυροκοπήθηκε και αναφώνησε συγκινημένος πως “βρέθηκε ο σύγχρονος Παρθενώνας”. Η ξεχασμένη σήμερα ιστορία είχε προκαλέσει τέτοια αίσθηση, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το σήριαλ “Ιερόσυλοι”, σε σενάριο Θάνου Λειβαδίτη και σκηνοθεσία Κώστα Λυχναρά.
Οι εκκλησίες ορίζουν γενικά το τοπίο, αν και με εξαίρεση τον Ελκόμενο συνήθως είναι κλειστές, εκτός αν με κάποιο τρόπο συνεννοηθείτε με ντόπιους να σας τις ανοίξουν. Η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα με τις κρητοβενετικές πινελιές, ο καθαρά δυτικότροπος Άγιος Νικόλαος και η Παναγιά η Χρυσαφίτισα με το μεγάλο τρούλο είναι οι καλύτερα διατηρημένες στην Κάτω Πόλη. Η επίσκεψη στην τελευταία κρίνεται απαραίτητη, κυρίως λόγω της μαγευτικής πανοραμικής θέας προς τον υπόλοιπο οικισμό, αλλά και προς τη θάλασσα. Επίσης, από εκεί θα βρείτε το δρόμο για τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο Πορτέλο, τη μοναδική θαλασσινή πύλη που ανοίγεται στη μέση του τείχους. Από τα βραχάκια μπορείτε να βουτήξετε στη θάλασσα, όσο προλαβαίνετε δηλαδή, πριν ο μικρός χώρος καταληφθεί ολοκληρωτικά από πιο προνοητικούς κι ανθεκτικούς στον ήλιο λουόμενους.
Όσο πλανεύτρα κι αν είναι όμως η Κάτω Πόλη, μη σας παρασύρει και ξεχάσετε να ανεβείτε στην Πάνω Πόλη, που σε αντίθεση με την Κάτω σήμερα είναι εντελώς ακατοίκητη. Ο δρόμος είναι ανηφορικός και αρκετά κακοτράχαλος, ειδικά στο τελευταίο του κομμάτι, γι’ αυτό χρειάζεται γερά παπούτσια. Μοναδικός τρόπος πρόσβασης είναι οι “βόλτες”, δηλαδή ένας ζιλ-ζακ λιθόστρωτος δρόμος με φαρδιά σκαλοπάτια. Η άνοδος θα σας πάρει αρκετά λεπτά, αλλά είναι πολλά τα σημεία που θα κάνετε διάλειμμα για να θαυμάσετε το γαλάζιο σεντόνι που απλώνεται ολούθε και να σταθείτε για λίγο στα ερείπια των παλιών σπιτιών, των στέρνων με το εντυπωσιακό μέγεθος και τα πιο εντυπωσιακά ονόματα, όπως “Καράβι”, “Κερατσίνι” και “Κάτεργο” και τη θολοσκέπαστη οθωμανική κρήνη. Τις εντυπώσεις ωστόσο κλέβει η αναστηλωμένη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, που χτίστηκε από τον Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο (1282-1328) που δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από ναούς της Βασιλεύουσας την ίδια περίοδο. Εκεί κοντά βρίσκεται, ερειπωμένο αλλά ευδιάκριτο κι ένα χαμάμ της οθωμανικής εποχής.
Με λίγη ανάβαση ακόμα φτάνουμε στον τελικό προορισμό μας, που δεν είναι παρά η ακρόπολη, δηλαδή ένα κάστρο μέσα στο κάστρο. Χτισμένο από τους Βυζαντινούς και μετασκευασμένο από τους βενετσιάνους, προσφέρει θέα που κυριολεκτικά κόβει την ανάσα, ακατάλληλη για υψοφοβικούς.
Ακολουθεί η κάθοδος με βαριά καρδιά και με ακόμα βαρύτερη ο αποχωρισμός από το “Γιβραλτάρ του Αιγαίου” (και γιατί να μην είναι το πρώτο “η Μονοβασιά της Μεσογείου” δηλαδή;), με την προσμονή για την επόμενη επίσκεψη να συναγωνίζεται ήδη τη νοσταλγία. Μόνη μου παρηγοριά “Φεύγοντας απ’ τη Μονοβασιά” και πάλι ο ποιητής:
Πανάρχαιες ἐλιές, κούφιοι κορμοὶ συστραμμένοι·
τὸ δύστυχο σταχτί· τὸ καπνισμένοι κίτρινο·
ἴσκιοι τῶν σύννεφων στοὺς ἀπέναντι λόφους.
Ἔρχεται ὑπάκουο τὸ μακρινό, σὲ κοιτάει ἀπ᾿ τὸ πλάι·
ξεχνᾶς ἐκεῖνο πού ῾θελες νὰ τοῦ ζητήσεις· τὸ χέρι σου
ἀφηρημένο περπατᾶ στὴ μαλακιὰ ράχη τοῦ ζώου.
Ἦταν αὐτό; Καὶ τί ἦταν; Ἀντεστραμμένος χρόνος;
Οἱ γριὲς τυλίγουνε τὰ πόδια τους μ᾿ ἐφημερίδες,
τὰ δένουνε μὲ σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, –
ὦ, σιωπηλὴ διάρκεια· καθόμαστε χάμου στὸ χῶμα
μ᾿ ἕνα καλάθι φραγκόσυκα, μὲ τό ῾να παπούτσι τοῦ δρομέα, –
κι αὐτὴ ἡ ἐπίμονη γυναίκα, ἡ ἀποστεωμένη, ἡ ἄγρια,
κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο, μέσ᾿ στὴν πεισμωμένη λάμψη,
κρατώντας στὰ δύο χέρια της τὸ ἀπαρηγόρητο βρέφος.
Τότε ἀκριβῶς ἦταν ποὺ μάθαμε πὼς τίποτα δὲν εἶχε χαθεῖ.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback