Στα υπόγεια είναι η θέα
“Πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς”
Δε με χωράει το σπίτι τελευταία. Σα να με πιάνει κάτι κάθε φορά που γυρίζω από τη δουλειά και κλείνομαι στους τέσσερις τοίχους. Έτσι δε με χωρούσε ούτε απόψε. Με ό,τι φορούσα και τα κλειδιά στην τσέπη βγήκα απ΄την πόρτα και ξεκίνησα. Περπατούσα και κοιτούσα μέσα από τα παράθυρα των σπιτιών. Θα νόμιζε κανείς πως είμαι περίεργη. Ή πως ψάχνομαι από κάπου για να πιαστώ.
Πάντα αναρωτιόμουν τι είναι αυτό που βλέπουν όσοι μένουν στα υπόγεια. Με κλειστά παράθυρα και πόρτες. Με κουρτίνες τραβηγμένες και παντζούρια κλειστά. Κάθε που περνώ έξω από τέτοια παράθυρα κοιτάζω δειλά δειλά μέσα τους και βλέπω πότε χαρούμενα πρόσωπα και πότε θλιμμένα να ξεπροβάλλουν μέσα από τις γρίλιες. Έτσι κι απόψε.
Μόνο που απόψε, μες στο υπόγειο δεν ήταν κανείς.
Ένα ζευγάρι τσακωνόταν μέσα σε ένα διπλοπαρκαρισμένο αυτοκίνητο. Δεν κοντοστάθηκα από διακριτικότητα. Ο αέρας όμως έπαιρνε τα λόγια τους και κατάλαβα πως ήταν μαζί καιρό. Μαζί και χώρια την ίδια στιγμή. Μετά από λίγο σιωπή.
Στον επόμενο δρόμο διάβασα όλα τα συνθήματα που ήταν γραμμένα στους τοίχους. Όλα μιλούσαν γι’ αγάπη. Ω, τι παράδοξο! Οι άνθρωποι, μια γειτονιά, να μην αλλάζουν κουβέντα, όμως οι τοίχοι να είναι γεμάτοι αγάπη. Σιωπή κι εκεί – θαρρείς πως αν έπεφτε μια καρφίτσα θα ακουγόταν μέχρι τη δίπλα συνοικία.
Στη στροφή είδα ένα κορίτσι μικρό με τη σάκα και τα κοτσιδάκια του. Μου θύμισε τον καιρό που γυρνούσα από τα αγγλικά κι ανυπομονούσα να περάσουν τα χρόνια, να γίνω μεγάλη, να ζω στο δικό μου σπίτι, να μην έχω σχολείο και όλα να τα έχω όπως τα θέλω.
Ο καιρός πέρασε κι εγώ μεγάλωσα, ζω στο δικό μου σπίτι, δεν έχω σχολείο. Μα, δεν τα έχω όλα όπως τα θέλω. Πολλά μου λείπουν, όμως κι άλλα πολλά τα έχω σε μεγάλες δόσεις. Στην πολυκατοικία οι πιο πολλοί τσακώνονται. Κάποτε για πλάκα μου είχε ξεφύγει φωναχτά η σκέψη πως ζούμε ανάμεσα σε δυστυχισμένους ανθρώπους. Φωνάζοντας ο καθένας προσπαθεί να φιμώσει τη δυστυχία του κι είναι θαρρείς πως όποιος φωνάζει πιο δυνατά, κρύβει μέσα του την πιο πολλή δυστυχία.
Στο δρόμο για τη δουλειά κάθε μέρα βλέπω ανθρώπους κλεισμένους στον εαυτό τους με το πρόσωπο στραμμένο σε μια οθόνη. Στριμωγμένες ψυχές μέσα σε βαγόνια που μεταφέρονται στο χωροχρόνο στέκοντας άδολα και στιγμιαία αγγίζουν την ανυπαρξία. Άραγε πόσες φορές ονειρεύτηκα πως μπορώ να μας κοιτάζω από ψηλά… Έστω για λίγο! Τόσο ψηλά ώστε να μη μπορεί να ξεχωρίζει άνθρωπος από άνθρωπο. Να είμαστε όλοι το ίδιο. Όλοι μικροί και πολλές φορές μόνοι.
“Πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς”, λέει ένα τραγούδι.
Εσύ τι θα κάνεις;