Γιατί και πώς με το ΚΚΕ
Η ψήφος στο ΚΚΕ οφείλει να είναι αποτέλεσμα του γκραμσιανού συνδυασμού απαισιοδοξίας της νόησης-αισιοδοξίας της βούλησης. Ή, για να το θέσω πιο λογοτεχνικά, της επίγνωσης ότι το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν την αυγή.
Είναι γνωστή η λαϊκή ρήση «την υπογραφή μας και την… μας προσέχουμε που τη βάζουμε». Νομίζω ότι ένα από τα διδάγματα της κρίσης και των ελπίδων, των απογοητεύσεων και των οβιδιακών μεταλλάξεων που γέννησε σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι πως στα στοιχεία της φράσης πρέπει να προστεθεί και η ψήφος, και μάλιστα πρώτη στη σειρά, με δεδομένο ότι οι συνέπειές της ανακαλούνται εξίσου δύσκολα ή και ακόμη δυσκολότερα σε σχέση με των άλλων δύο. Όντας ένας από τους χιλιάδες που ενδεχομένως δεν έδωσαν στο γεγονός αυτό όση σημασία έπρεπε, προσπαθώντας όμως πάντα να αναγνωρίζω και να διορθώνω τις λανθασμένες επιλογές και εκτιμήσεις μου ως ψηφοφόρου υπό το φως των εμπειρικών δεδομένων, θέλω να εκθέσω τους λόγους που με οδηγούν στην υποστήριξη του ΚΚΕ, αλλά και τις προϋποθέσεις για να αποδειχθεί αυτή η υποστήριξη ορθή και μελλοντικά γόνιμη.
Καταρχάς, επειδή οι αριθμοί λένε (σχεδόν) πάντα την αλήθεια, οι ευρωπαϊκές και οι αυτοδιοικητικές κάλπες έδειξαν ξεκάθαρα τρία πράγματα. Πρώτον, την παλινόρθωση της νεοφιλελεύθερης και συντηρητικής δεξιάς της ΝΔ ως αυθεντικού εκφραστή και υπηρέτη των επιδιώξεων της άρχουσας τάξης σε συνθήκες κρίσης, πράγμα λογικά αναμενόμενο μετά τη διαστρέβλωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015 από την νεοφώτιστη «κεντροαριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ και την εμπέδωση του θατσερικού δόγματος ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» πέραν της διαχείρισης της λιτότητας, της φτώχειας, της εκμετάλλευσης και της εμπλοκής της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους των καπιταλιστικών υπερδυνάμεων, στα πλαίσια των θεσμών που αυτές δημιούργησαν για να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους (ΕΕ, Ευρωζώνη, ΝΑΤΟ). Δεύτερον, η διάχυση της παραίτησης και του κυνισμού που ήρθε ως αποτέλεσμα αυτής της επιλογής εκφράστηκε με τη συνεχιζόμενη αλματώδη αύξηση της αποχής. Τρίτον, και το κυριότερο, από τις αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις που επιχείρησαν να αρθρώσουν έναν λιγότερο ή περισσότερο αντισυστημικό λόγο (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), μόνο το ΚΚΕ κατάφερε εκ του αποτελέσματος να πείσει για την αξιοπιστία και τη συνέπειά του, διατηρώντας υπολογίσιμη δύναμη τόσο σε εθνικό, όσο και σε αυτοδιοικητικό επίπεδο.
Εκτός από τους αριθμούς, η αξιοπιστία του ΚΚΕ επιβεβαιώνεται και πρακτικά το τελευταίο διάστημα, όταν μπροστά στην τεχνητή πόλωση, τη σκανδαλολογία, τις προσωπικές επιθέσεις, τις «μεταγραφές» υπουργών και κομματικών στελεχών και το γενικότερο ευτελισμό του κοινοβουλίου και του κοινοβουλευτικού λόγου με πρωτεργάτες τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα, οι βουλευτές του είναι οι μόνοι που εξακολουθούν να μιλούν πολιτικά, αναδεικνύοντας τεκμηριωμένα τα σημεία σύγκλισης και την υποκρισία όλων των υπόλοιπων κομμάτων, και παράλληλα καταθέτοντας ουσιαστικές προτάσεις θεσμικού εκδημοκρατισμού και προάσπισης των δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, από τον πλήρη διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας και τη συνταγματική κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, μέχρι τις πρόσφατες προτάσεις κατάργησης της μείωσης του αφορολόγητου και απαγόρευσης των ρουσφετολογικών μετατάξεων συγγενών και συνεργατών πολιτικών προσώπων στη Βουλή. Αυτή η πασιφανής διαφορά ύφους και λόγου, πέραν της αναγνώρισης του κοινοβουλευτικού του έργου, προσδίδει και μια εξίσου κρίσιμη ηθική και ποιοτική διάσταση στην ψήφο υπέρ του ΚΚΕ.
Μια τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική όψη της ενίσχυσης του ΚΚΕ αφορά στο ιστορικό και θεωρητικό της βάρος. Μετά το 1989, η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού επηρέασε καταλυτικά όχι μόνο την απήχηση των κομμάτων που είχαν ως σημείο αναφοράς το σοβιετικό μοντέλο και τις παραλλαγές του, αλλά και συνολικά τη μαρξιστική παράδοση ως την πλέον συγκροτημένη θεωρία κριτικής ανάλυσης, αμφισβήτησης και επαναστατικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία διαστρεβλώθηκε και στοχοποιήθηκε ταυτιζόμενη με τον ολοκληρωτισμό και τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό. Επακόλουθο αυτού υπήρξε η ριζική αναθεώρηση ή αποκήρυξη από το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς διεθνώς των βασικών εργαλείων κατάργησης της εκμετάλλευσης που μας κληροδότησε ο μαρξισμός (ταξική ανάλυση των κοινωνικών ανταγωνισμών και πρωταρχικότητα της ταξικής πάλης ως μέσου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και ανθρώπινης χειραφέτησης) και η αντικατάστασή τους από πληθώρα «μετα-μαρξιστικών» και «μετα-υλιστικών» ρευμάτων και ιδεολογημάτων, που καταργούν τον αντικαπιταλιστικό αγώνα διασπώντας τον σε ποικίλες εστίες αντίστασης εναντίον επιμέρους μορφών της καπιταλιστικής κυριαρχίας (πατριαρχία, ρατσισμός, περιβαλλοντική μόλυνση κα), εστίες πλήρως αυτονομημένες, με χαλαρή ή ανύπαρκτη σύνδεση μεταξύ τους. Σε αυτήν την μεθοδολογική και αξιακή μετατόπιση βασίζονται οι διάφορες εκδοχές της αυτοαποκαλούμενης «ανανεωτικής» αριστεράς (ευρωκομμουνισμός, «αριστερός λαϊκισμός») που, ευαγγελιζόμενες την αυταπάτη της αποκλειστικά ειρηνικής, μεταρρυθμιστικής μετάβασης σε έναν «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», οδήγησαν όσους σχηματισμούς τις εφάρμοσαν είτε στην περιθωριοποίηση (ΚΚ Ιταλίας) είτε στη συστημική ενσωμάτωση (Podemos στην Ισπανία, ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα). Απέναντι σε αυτό το καταστροφικό αδιέξοδο, το ΚΚΕ είναι ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα μαζικά ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα που, με όλα τα λάθη και τις αδυναμίες του, διατήρησε το μαρξισμό-λενινισμό ως πολιτική και ιδεολογική πυξίδα, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα με μεγάλο κόστος (διασπάσεις, αποχωρήσεις), γεγονός ωστόσο που σύντομα το δικαίωσε, τουλάχιστον ως προς τις κύριες θέσεις του. Η ενίσχυσή του λοιπόν θα έχει διττή σημασία: θα σηματοδοτήσει αφενός την σταδιακή αποκατάσταση του μαρξισμού και των επιτευγμάτων του ως ενοποιητικής επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής, και αφετέρου το τέλος τριάντα χρόνων ηττοπάθειας και αμυντικής-απολογητικής στάσης των κομμουνιστών για τα πεπραγμένα του υπαρκτού σοσιαλισμού, μιας στάσης που αποτέλεσε ως σήμερα το τέλειο άλλοθι της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Όλα τα παραπάνω απαντούν στο «γιατί με το ΚΚΕ» στις επερχόμενες εκλογές. Ωστόσο, δεν αρκούν για να το αναδείξουν σε πρωτοπορία του εργατικού κινήματος άξια του ονόματός της. Για να συμβεί αυτό μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, θα πρέπει το ΚΚΕ να προβεί σε δύο πολύ σημαντικούς αναπροσανατολισμούς της πολιτικής του, που απαντούν στο «πώς με το ΚΚΕ». Ο πρώτος είναι η συγκρότηση ενός «ενιαίου δημοκρατικού μετώπου», κατά το πρότυπο του Λένιν και του Γκράμσι, στα πλαίσια του οποίου θα συσπειρωθεί το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων που προβάλλουν αιτήματα διεύρυνσης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τους με κοινή συνισταμένη την αντίθεση απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική (φοιτητές, άνεργοι, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες, μετανάστες, γυναίκες κτλ), αιτήματα που, διατηρώντας την αυτοτέλειά τους, θα αρθρωθούν ως συγκεκριμένα μέτρα, μέρη ενός άμεσα εφαρμόσιμου μεταβατικού προγράμματος υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης και του κόμματός της. Το ΚΚΕ έχει ήδη πραγματοποιήσει κάποια πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο με τις προαναφερθείσες νομοθετικές προτάσεις του, όσο και με την ένταξη πρώην στελεχών και απλών μελών του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ στις τάξεις και τα ψηφοδέλτιά του. Μένουν όμως πολλά ακόμη να γίνουν, τα οποία προϋποθέτουν τον δεύτερο αναπροσανατολισμό, όπου το ΚΚΕ ακόμα χωλαίνει. Πρόκειται για τη διαλεκτική σύνδεση του στρατηγικού στόχου (σοσιαλιστικός μετασχηματισμός) με την τακτική της ηγεσίας του κόμματος απέναντι στα επίδικα ζητήματα που θέτει ο εκάστοτε κοινωνικοπολιτικός συσχετισμός δυνάμεων. Στο πεδίο αυτό το ΚΚΕ, εξαιτίας μιας ρητορικής δογματικής προσκόλλησης στον σοσιαλιστικό στρατηγικό στόχο, έχει αποτύχει αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν να κατανοήσει τη σημασία των μη καθαρά σοσιαλιστικών επιλογών που μπορούν να προωθήσουν το στόχο αυτό. Ενδεικτικά, αναφέρω την άρνηση υποστήριξης της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα ως αφετηρία μιας φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση σε ρήξη με τους ευρωενωσιακούς θεσμούς, την καταδίκη του δημοψηφίσματος του 2015 ως κάλπικου και το κάλεσμα σε αποχή, άκυρο ή λευκό, που αγνόησε την έντονα ταξική διάσταση της ψήφου και εμμέσως πλην σαφώς νομιμοποίησε την μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ από την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και το μη σαφή διαχωρισμό της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ΝΑΤΟ από το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του λαού της Βόρειας Μακεδονίας υπό το πρόσχημα του αλυτρωτισμού, αναφορικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Κλείνοντας, κατά τη γνώμη μου η ψήφος στο ΚΚΕ οφείλει να είναι αποτέλεσμα του γκραμσιανού συνδυασμού απαισιοδοξίας της νόησης-αισιοδοξίας της βούλησης. Ή, για να το θέσω πιο λογοτεχνικά, της επίγνωσης ότι το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν την αυγή.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback