Το αντικείμενο του Διαλεκτικού Υλισμού
Το κύρος της μαρξιστικής θεωρίας απορρέει από το καθήκον όχι μόνο να παρέχει τα μεθοδολογικά εργαλεία κατανόησης της πραγματικότητας, αλλά και να εξοπλίζει με τα μέσα αλλαγής της, την καταπιεζόμενη τάξη των μισθωτών σκλάβων.
Ο διαλεκτικός υλισμός (ΔΥ) που αναπτύχθηκε από τους Μαρξ και Ένγκελς περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα, αποτελεί ένα πραγματικό ποιοτικό άλμα στην φιλοσοφικοεπιστημονική πορεία που είχε ως τότε διαγράψει η παγκόσμια σκέψη. Ταυτόχρονα, είναι και η ανώτατη έκφραση τόσο του υλισμού, δηλαδή του συστήματος, όσο και της διαλεκτικής, δηλαδή της μεθόδου, που στην ενότητά τους, τελειώνουν οριστικά τον ιδεαλισμό και την μεταφυσική πρόσληψη του υπαρκτού, που για αιώνες ολόκληρους συνιστούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια στη διαδικασία ουσιαστικής κατανόησης του κόσμου που μας περιβάλλει.
Η μαρξική διαλεκτική, υπερβαίνοντας την περιορισμένη -λόγω των συνθηκών που τη γέννησαν- αυθόρμητη διαλεκτική του αρχαίου, χυδαίου υλισμού, στηρίζεται στους νόμους της κίνησης που έθεσε ο Χέγκελ, γράφοντας για το «Παγκόσμιο Πνεύμα» του, και αναποδογυρίζοντας κατά τη γνωστή πλέον ρήση το ιδεαλιστικό σύστημα του τελευταίου, γειώνει την φιλοσοφία, τοποθετώντας την επιτέλους με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω.
Η διαλεκτική ως μέθοδος, σε πλήρη αντίθεση προς την μεταφυσική που θεωρεί σταθερή και αναλλοίωτη την ύλη, ερμηνεύει την συνεχή κίνηση της ύλης και την εξίσου συνεχή εσωτερική μεταβολή της. Οι βασικοί νόμοι της διαλεκτικής, που στο παρόν κείμενο μόνο επιγραμματικά μπορούν να αναφερθούν, είναι εκείνοι οι γενικοί νόμοι κίνησης που διέπουν οποιοδήποτε προτσές. Συγκεκριμένα, είναι ο νόμος της ενότητας και πάλης των αντιθέτων, ο νόμος του περάσματος των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές αλλαγές, και ο τρίτος νόμος της άρνησης της άρνησης. Ο πρώτος νόμος αναφέρεται στην εσωτερική αντίφαση που ενυπάρχει στην ουσία των αντικειμένων και που μέσα από τον αμοιβαίο αλληλοκαθορισμό αλλά και αλληλοαποκλεισμό των αντιθέτων επιτυγχάνεται η εξέλιξη. Ο δεύτερος νόμος, αφορά το λεγόμενο άλμα που επέρχεται ύστερα από την συσσώρευση πολλών ποσοτικών μικρομεταβολών. Το βαθμιαίο διακόπτεται έτσι, ενώ η καινούρια συνθήκη αναδύεται ως μια εντελώς διαφορετική ποιότητα. Ο τελευταίος νόμος, σχετίζεται με το πέρασμα από τις κατώτερες προς τις ανώτερες μορφές, μέσα από ένα συνεχές αρνήσεων, δηλαδή ξεπεράσματος του παλιού και προχωρήματος στο καινούριο.
Ο μαρξικός υλισμός από την άλλη, ποιοτικά ανώτερος σε σχέση με όλους τους προμαρξικούς υλισμούς, δηλαδή τον απλοϊκό υλισμό των προσωκρατικών και τον μηχανιστικό υλισμό του 17ου και 18ου αιώνα, λύνει τα δύο βασικά προβλήματα που από την απαρχή της έθεσε ο φιλοσοφικός στοχασμός.
Το πρώτο, είναι το οντολογικό, με επίδικο τη σύνδεση Νόησης και Είναι. Οι κατηγορίες (έννοιες) της Νόησης και του Είναι, αντιστοιχούν στο πνεύμα και την ύλη. Το οντολογικό θεμελιακό πρόβλημα λοιπόν, εγείρει το ζήτημα της πρωταρχικότητας. Ποιο είναι με άλλα λόγια το πρωτεύον; Ο μαρξικός υλισμός απαντάει ευθαρσώς: η ύλη προηγείται του πνεύματος, το πνεύμα είναι η αντανάκλαση της ύλης στη συνείδηση των ανθρώπων, που κι αυτή με τη σειρά της (η συνείδηση) είναι μια ιδιότητα της ανώτερα οργανωμένης ύλης. Η ύλη, είναι άπειρη, δηλαδή δεν έχει αρχή και τέλος, είναι αεικίνητη, καθότι βρίσκεται σε μόνιμη μεταβολή και τέλος είναι άφθαρτη, δεν εξαφανίζεται, παρά μόνο μπορεί να μετατραπεί από τη μια μορφή ύπαρξής της σε κάποια άλλη, ποτέ αυθαίρετα, μα στη βάση σταθερών νομοτελειών που γίνονται γνωστές μέσα από την επιστημονική φιλοσοφία του ΔΥ.
Το δεύτερο θεμελιακό πρόβλημα της φιλοσοφίας που λύνεται με την υλιστική διαλεκτική, αναφέρθηκε ήδη πριν στοιχειακά. Είναι το γνωσιολογικό, που αφορά ακριβώς στη γνωσιμότητα του αντικειμενικού κόσμου, του κόσμου που υπάρχει πέρα κι ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας. Ουσιαστικά, η μαρξιστική θεωρία απαντάει θετικά, διευκρινίζοντας πως εφόσον ο άνθρωπος ως είδος προκύπτει μέσα από μια εξελικτική διαδικασία εντός της φύσης, είναι ο ίδιος αναπόσπαστο μέρος της. Και από τη στιγμή που η συνείδηση που αποκτά σε κάποια φάση της εξέλιξής του, αντανακλά στο πνεύμα του τον υλικό κόσμο που υπάρχει αντικειμενικά, τότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως αυτή η αντανάκλαση είναι η εμπράγματη απόδειξη της ανθρώπινης δυνατότητας για γνώση του κόσμου και των νομοτελειών εντός των οποίων κινείται. Σε αντίθεση προς την υλιστική σκέψη, ο ιδεαλισμός είτε στην υποκειμενική, είτε στην αντικειμενική του εκδοχή, βλέπει την ουσία των πραγμάτων (τα πράγματα καθεαυτά) απρόσιτη για τον άνθρωπο.
Συγκεκριμένα, ο υποκειμενικός ιδεαλισμός, ακυρώνει την αντικειμενική ύπαρξη του υλικού κόσμου, ανάγοντας τα αντικείμενα στην σχηματιστική δραστηριότητα της σκέψης και στην καθαρή αισθητηριακή πρόσληψή τους. Οι φυσικοί νόμοι (ΔΥ) καθώς και οι κοινωνικοί νόμοι (ΙΥ)(=ιστορικός υλισμός) συνιστούν κατά τους υποκειμενικούς ιδεαλιστές απλώς την εξωτερική διατύπωση των παρατηρούμενων από εμάς τους ίδιους, φαινομενικών αλληλοδιαδοχών. Η χροιά τους εν τέλει είναι υποκειμενική κι εξαρτάται από την υποκειμενική επεξεργασία του ερεθίσματος.
Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός ωστόσο, μολονότι επιβεβαιώνει την αντικειμενική ύπαρξη της ύλης, εντούτοις θεωρεί κινούν αίτιο της ιστορίας της φύσης και της κοινωνίας το «Απόλυτο Πνεύμα», τον «Λόγο», ή την «Ιδέα» που τάχα αυτοεκδιπλώνεται και σε κάθε φάση της αυτοπραγμάτωσης του, εξωτερικεύεται δημιουργώντας με μια εσωτερική δική του λογική, πχ τη Φύση, το Κράτος, κλπ. Τέτοιος για παράδειγμα ήταν ο ιδεαλισμός του Χέγκελ. Οι αντικειμενικοί ιδεαλιστές διακρίνουν την αναγκαστική σύνδεση των διαφορετικών φαινομένων, την νομοτέλεια δηλαδή, αλλά δεν την εντάσσουν οργανικά σε ένα φυσικό προτσές, παρά την εντοπίζουν αποκλειστικά στην αυτοανάπτυξη και υλοποίηση της βούλησης του Πνέυματος, του Λόγου, της όποιας υπερφυσικής, απόλυτης Αρχής τέλος πάντων τοποθετούν στην αρχή και το τέλος του κόσμου.
Οι ιδεαλιστές που από την αρχαία ακόμη εποχή αντιμάχονταν τον υλισμό, έρρεπαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προς την θεολογική ερμηνεία, προτάσσοντας το μυστικιστικό και το ακατάληπτο στοιχείο έναντι του γνώσιμου και του φυσικώς εξηγήσιμου. Στην ίδια αντιδραστική λογική κυμαίνονταν και οι θέσεις των αγνωστικιστών, οι οποίοι αρνούνταν την δυνατότητα απόκτησης έγκυρης γνώσης, ενώ μαζί με αυτούς και οι σκεπτικιστές, προβάλλοντας ισχυρές αμφιβολίες περί της ύπαρξης αξιόπιστων γνωσιακών εργαλειών και πορισμάτων, έκαναν υποχωρήσεις εις βάρος του υλισμού και υπέρ του ιδεαλισμού. Αξίζει να σημειωθεί πως ως την εποχή των Μαρξ-Ένγκελς, όλοι οι υλιστές είχαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ιδεαλιστικά ή μεταφυσικά κατάλοιπα.
Ο ΔΥ, κινούμενος κι αυτός όπως κάθε τι άλλωστε μέσα από αντιφάσεις, αναδύθηκε νομοτελειακά, χάρη στη συσσωρευμένη φιλοσοφικοεπιστημονική εμπειρία των αιώνων που προηγήθηκαν, αλλά και με τη βοήθεια των τεράστιων επιτευγμάτων και της τεχνικής προόδου που εγκαινίαζε η νέα εποχή. Υπ’ αυτή την έννοια, η Μεγάλη Βιομηχανική Επανάσταση, οι αστικές Επαναστάσεις που οριοθετούν το πέρασμα από τον φεουδαρχικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και η συνακόλουθη ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έδωσαν ισχυρότατη ώθηση στην θεμελίωση του ΔΥ. Οι παλιές υλιστικές θεωρίες του Δημόκριτου του Αριστοτέλη, του Ηράκλειτου, του Μελιέ, του Χόλμπαχ και άλλων του γαλλικού υλισμού, ξεπεράστηκαν για να τελειωθούν στη σκέψη των κλασικών του μαρξισμού.
Γενικότερα, θα ήταν απόλυτα βάσιμο να ισχυριστεί κανείς ότι η ανώτερη ανάπτυξη και του υλισμού αλλά και της διαλεκτικής στην ενότητά τους, θα ήταν αδύνατη δίχως την συγκεκριμένη ανάπτυξη των επιμέρους φυσικών επιστημών. Άλλωστε, αυτή η ανάπτυξη που συντελέστηκε, συμπορευόταν και συμπορεύεται με τη διαρκή ανάγκη χρησιμοποίησης τελειότερων εργαλείων και τεχνολογιών, με απώτερο στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας που εμπεδώνεται στη βάση της ενεργητικότερης επέμβασης και κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση.
Επομένως, η σύνδεση επιστήμης και φιλοσοφίας είναι άρρηκτη, καθώς η μία αποτελεί πέρα από ξεχωριστό πεδίο και προϋπόθεση της άλλης. Η επιστημονική φιλοσοφία του ΔΥ, διερευνά και ανακαλύπτει τους γενικούς νόμους κίνησης της ύλης, και τις γενικές συνδέσεις που προκύπτουν νομοτελειακά ανάμεσα στα ιδιαίτερα φαινόμενα. Οι ειδικές επιστήμες, φυσικές και κοινωνικές, μελετούν ξεχωριστούς τομείς, στον καθένα εκ των οποίων κινείται και διαφορετική μορφή ύλης. Όσο περισσότερο προχωρά μια επιστήμη στην μελέτη του αντικειμένου της, άλλο τόσο εμπλουτίζεται και η φιλοσοφία.
Άρα, το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ανάπτυξη της παραγωγής επέβαλλε σε κάποια ορισμένη στιγμή της την απόσπαση αρχικά των διαφόρων φυσικών επιστημών από τους κόλπους της φιλοσοφίας, δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση τη διάλυση της δεύτερης στις πρώτες, όπως διατείνονταν οι θετικιστές, αλλά ούτε σημαίνει βέβαια και την προοπτική αξίωσης της φιλοσοφίας να καταστεί «επιστήμη των επιστημών». Η συσχέτιση φιλοσοφίας-επιστήμης, μας δίδεται επακριβώς στο παρακάτω απόσπασμα απ’ τις Βασικές Αρχές Μαρξιστικής Φιλοσοφίας, της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ.: «Άν οι επιμέρους επιστήμες μελετούν διάφορους τομείς, διάφορες πλευρές των φαινομένων του κόσμου, ο διαλεκτικός υλισμός ανακαλύπτει το γενικό, εκείνο που βρίσκεται στη βάση όλων των φαινομένων και προτσές. Ο διαλεκτικός υλισμός παρέχει τη γνώση των γενικών νόμων στους οποίους υπακούει η κάθε κίνηση και ανάπτυξη, σε όποιον τομέα φαινομένων κι αν συντελείται: στη φύση, στην κοινωνία ή στην ανθρώπινη νόηση».
Για τον ΔΥ, ο κόσμος είναι ενιαίος, και η ενότητά του εξηγείται από το γεγονός πως όλες οι κοσμικές μορφές, είναι εκδηλώσεις των διαφόρων μορφών της κινούμενης ύλης. Το πνεύμα, η συνείδηση, που ως ιδιότητα της ανώτερα οργανωμένης ύλης αποτελεί μοναδικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό γνώρισμα, κινείται κι αναπτύσσεται ανάλογα, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή προς την ύλη, εφόσον όπως δείχτηκε πρωτύτερα, αποτελεί την αντανάκλασή της. Η νόηση, δεν αυτονομείται από τις υλικές συνθήκες που την μορφοποιούν και την καθορίζουν, και συνεπώς δεν αυτοκινείται, δεν παρουσιάζει έναν διακριτό τρόπο εξέλιξης, ούτε βεβαίως είναι το κινούν αίτιο της Ιστορίας, όπως φαντάστηκαν οι εκπρόσωποι του γερμανικού ιδεαλισμού και μερικοί αριστεροί εγελιανοί (Χέγκελ, Στίρνερ, Μπάουερ). Το καθοριστικό ήταν, είναι και θα είναι πάντα το πραγματικό, το αντικειμενικό, η άφθαρτη ύλη. Για να αλλάξει μια πραγματική κατάσταση, απαιτείται μια πραγματική δράση που μεταμορφώνει, κι όχι μια πνευματική, αφηρημένη σύλληψη που καταργεί νοερά την δεδομένη τάξη πραγμάτων, καταγγέλοντας την απλά στο χώρο των ιδεών. Οι θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού, εφαρμόζοντας τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό στην ερμηνεία του φυσικού και κοινωνικού κόσμου που όλο αλλάζουν και ποτέ δεν μένουν αμετάβλητοι, προσδίδουν στη φιλοσοφία και την επιστήμη το πιο σημαντικό στοιχείο, που εκτοξεύει το κύρος τους. Το κύρος της μαρξιστικής θεωρίας απορρέει από το καθήκον όχι μόνο να παρέχει τα μεθοδολογικά εργαλεία κατανόησης της πραγματικότητας, αλλά και να εξοπλίζει με τα μέσα αλλαγής της, την καταπιεζόμενη τάξη των μισθωτών σκλάβων.
Γι’ αυτόν τον λόγο, η φιλοσοφία έχει πάντα πρόσημο ταξικό και χαρακτήρα πολιτικό. Ο ιδεαλισμός σε όλες του τις μορφές, σε όλες τις εποχές, ο ιδεαλισμός γενικά, συντηρούσε την εκάστοτε καθεστωτική τάξη, δικαίωνε τα εκμεταλλευτικά συστήματα και περιόριζε την ανθρώπινη πράξη στην ενατένιση και εποπτεία ενός κόσμου δήθεν αναλλοίωτου και δεδομένου, δοσμένου από κάποια εξωτερική, υπερβατική, άϋλη οντότητα. Η ίδια η φιλοσοφία, προϊόν του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής, απότοκο της διάκρισης χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, διέβλεπε στην καθαρή νόηση όλη την ουσία του πραγματικού, απομονώνοντας τη σκέψη από τη πράξη.
Στον αντίποδα, ο υλισμός, απ’ τις αρχές του ήδη ως προπειραματικού, αυθόρμητου υλισμού, έδωσε βήμα στην επιστήμη, προέκρινε την αθεϊα και την ενεργητική γνώση, άσκησε δριμύτατη κριτική στη ελιτίστικη σφαίρα των ιδεών και στην ιδέα περί δυϊστικής διαίρεσης της φύσης. Ο υλισμός, αξίωνε την πρόοδο και την απελευθέρωση του ανθρώπου από την πρόληψη και τον σκοταδισμό, γι’ αυτό και αντιμετωπίζονταν από τις κυρίαρχες τάξεις και τον κλήρο σαν διαβολική αίρεση που δυναμίτιζε τα θεμέλια της πίστης στον θεό και την αθανασία της ψυχή. Ως εκ τούτου, ο υλισμός αξίωνε την πραγματική αλλαγή στον γήινο κόσμο της ύλης, κι όχι στον επέκεινα αιώνιο κόσμο των ψυχών, και προφανώς οι κυρίαρχες τάξεις δεν ήταν διατεθειμένες να τον αφήσουν ανεξέλεγκτο.
Σήμερα, με θεωρητικό όπλο τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, το υπόβαθρο της μαρξιστικής θεωρίας, ο συλλογικός εργάτης, η εργατική τάξη, αντιμετωπίζει τις ιδεαλιστικές εκφάνσεις της αστικής και μικροαστικής σκέψης, με τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια στην αντίδραση να τη χτυπήσει στον πυρήνα της κοσμοαντίληψής της. Η μαρξιστική θεωρία στην τρίπτυχη φιλοσοφική-οικονομική-πολιτική συγκρότησή της, καταγγέλλει το σύστημα που αναπαράγει απόλυτα όλες τις αντιθέσεις της ταξικής κοινωνίας και επαναλαμβάνει την ρήση του Μαρξ από τη Γερμανική Ιδεολογία: « Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν».