Ο Αλόις Αλτσχάιμερ και η “ασθένεια της λήθης”
Η ζωή πίσω από τον άνθρωπο που ταυτοποίησε μια νόσο που ταλαιπωρεί ως σήμερα εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Μπορεί στις περισσότερες ανθρώπινες ασθένειες η ιατρική έρευνα και γνώση να έχει προχωρήσει ραγδαία τον τελευταίο αιώνα, στη νόσο του Αλτσχάιμερ ωστόσο, εν πολλοίς εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται χοντρικά οι ίδιες διαγνωστικές μέθοδοι με εκείνη του γιατρού που ανακάλυψε και έδωσε το όνομά τους στη μυστηριώδη πάθηση, 123 ολόκληρα χρόνια πριν. Αυτό είναι η ασφαλέστερη απόδειξη της σημασίας της ανακάλυψης τους Αλόις Αλτσχάιμερ, που είχε κι άλλα σημαντικά επιτεύγματα στο χώρο της ψυχιατρικής, που έμειναν στη σκιά του magnum opus του.
Ήρθε στον κόσμο στις 14 Ιούνη του 1864 στο Μαρκτμπράιτ της Βαυαρίας κι ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος. Σπούδασε ιατρική στο Βίρτσμπουργκ και το Τίμπιγκεν και ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1888 με άριστα.
Την ίδια χρονιά πήρε τη θέση βοηθού γιατρού στο πλευρό του ψυχιάτρου Χάινριχ Χόφμαν, γνωστότερου σήμερα στο γερμανόφωνο κόσμο ως συγγραφέας παιδικών παραμυθιών στο
«Δημοτικό Άσυλο Ψυχοπαθών και Επιπληπτικών» στη Φρανκφούρτη. Ως μέλος του επιτελείου του Χόφμαν, ο Αλτσχάιμερ εφάρμοσε μια νέα μέθοδο θεραπείας για ψυχικά ασθενείς, πρωτοποριακή για την εποχή, καθώς απέφευγε τους ζουρλομανδύας και το δέσιμο των ασθενών, όπως και εν γένει τα καταπιεστικά μέσα, όπως η αναγκαστική σίτιση. Οι πιο ανήσυχοι ασθενείς έμπαιναν σε ζεστά λουτρά διαρκείας, των οποίων η θερμοκρασία ελέγχονταν από το προσωπικά, ενώ σε άλλους επιτρεπόταν να κινούνται ελεύθερα στο πάρκο του νοσοκομείου ή ακόμα και να κάνουν κοντινές εκδρομές.
Το 1894 ταξίδεψε με ένα συνάδελφό του στην Αλγερία, για να παρακολουθήσει έναν έμπορο διαμαντιών που έπασχε από μαλάκυνση εγκεφάλου και τελικά πέθανε. Ερωτευμένος με τη χήρα του εμπόρου, την Καικιλία Γκάιζενχάιμερ, την έπεισε να τον ακολουθήσει στη Φρανκφούρτη και να την παντρευτεί. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, η Καικιλία όμως πέθανε μόλις λίγα χρόνια μετά, το 1901. Ο Αλτσχάιμερ για να ξεπεράσει το πένθος του ρίχτηκε στην έρευνα και λίγους μήνες μετά συνάντησε την ασθενή που έμελε να τον κάνει διάσημο στην ιατρική κοινότητα και όχι μόνο.
Επρόκειτο για την Αυγούστα Ντέτερ, μια μεσήλικη γυναίκα, την οποία έφερε ο σύζυγός της στο ίδρυμα της Φρανκφούρτης, επειδή μέσα σε ένα χρόνο η συμπεριφορά της είχε αλλάξει πολύ και γινόταν όλο και πιο αλλοπρόσαλλη. Η Αυγούστα είχε αναίτιες εκρήξεις ζήλειας, αδυνατούσε να κάνει απλές δουλειές στο νοικοκυριό, έκρυβε πράγματα, ένιωθε πως την καταδιώκουν και παρενοχλούσε τους γείτονες. Ο πρώτος διάλογος του Αλτσχάιμερ με τη Ντέτερ ανευρέθηκε το 1996 στην ψυχιατρική κλινική της Φρανκφούρτης και καταδεικνύει τη σύγχυση της γυναίκας:
-Πώς λέγεστε;
-Αυγούστα
-Επίθετο;
– Αυγούστα
-Πώς λέγεται ο σύζυγός σας; (Η Αυγούστα διστάζει, τελικά απαντά)
-Νομίζω..Αυγούστα.
-Ο άντρας σας;
-Α, έτσι
-Πόσων ετών είστε;
-51
-Πού μένετε;
-Αχ, μα έχετε έρθει ήδη σε μας.
-Είστε παντρεμένη;
-Αχ, είμαι τόσο μπερδεμένη
-Εδώ πού είστε;
-Εδώ και παντού, εδώ και τώρα, δεν πρέπει να με ξεσυνερίζεστε
-Πού είστε εδώ;
-Εκεί θα μείνουμε
-Πού είναι το κρεβάτι σας;
-Πού πρέπει να είναι;
Η Αυγούστα Ντέτερ έγινε πραγματικό πάθος για τον Αλτσχάιμερ, που την παρακολουθούσε επισταμένα τις επόμενες εβδομάδες, διαπιστώνοντας τις συνεχείς μεταπτώσεις στη διάθεσή της και την αδυναμία της να καταλάβει πού βρίσκεται. Ποτέ δεν αφηνόταν ασυνόδευτη, αφού είχε την τάση να πιάνει τους υπόλοιπους ασθενείς από το πρόσωπο, οι οποίοι τη χτυπούσαν από αντίδραση.
Ο Αλτσχάιμερ είχε συναντήσει και παλιότερα ασθενείς με παρόμοια συμπτώματα, αλλά δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία, καθώς επρόκειτο για ηλικιωμένους άνω των 70. Η Ντέτερ ωστόσο ήταν μόλις 51, ενώ μια από τις συχνές τις απαντήσεις ήταν «Έχω χάσει τον εαυτό μου, που λένε», κάτι που έδειχνε πως είχε συναίσθηση της κατάστασής της. Ο Αλτσχάιμερ ονόμασε τη νόσο «Ασθένεια της λήθης» και έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει τη μεταφορά της σε άλλη κλινική, ώστε να μπορέσει να την εξετάσει ξανά μετά θάνατον.
Πράγματι, στις 9 Απρίλη έλαβε στο Μόναχο το τηλεφώνημα που τον ενημέρωνε για το θάνατο της Ντέτερ.Εξετάζοντας τον εγκέφαλο της θανούσας, ο Αλτσχάιμερ διαπίστωσε σημαντικές εγκεφαλικές αλλοιώσεις. Το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς παρουσίασε σε συνέδριο ψυχιάτρων και νευρολόγων την ασθένεια που αργότερα έλαβε το όνομά του.
Ο επιστήμονας συνέχισε τις έρευνές του και σε άλλους ασθενείς, προσφέροντας νέα δεδομένα για την πιστοποίηση της ασθένειας. Τελευταίος του σταθμός ήταν το Μπρέσλαου, όπου το 1912 έλαβε καθηγητική έδρα στο πανεπιστήμιο κι έγινε διευθυντής της «Βασιλικής Ψυχιατρικής και Νευρολογικής Κλινικής». Από το 1915 άρχισε να παρουσιάζει έντονα προβλήματα υγείας, πιθανόν λόγω μόλυνσης στη διάρκεια ταξιδιού του με το τραίνο, τα οποία τελικά οδήγησαν στο θάνατό του σε στενό οικογενειακό κύκλο, στις 19 Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς.