Αριάδνη Αλαβάνου – Φτάνει πια η χειραγώγηση

Σήμερα, πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, ακριβώς επειδή η πολιτική είναι ως επί το πλείστον προαποφασισμένη, χρειάζεται να σπάσει η μάταιη διελκυστίνδα ανάμεσα στους δύο αυτούς κομματικούς σχηματισμούς και στα παρακλάδια τους. Είναι αναγκαίο ένα μεγάλο βήμα πολιτικής χειραφέτησης και προσωπικής αξιοπρέπειας: Φτάνει πια η χειραγώγηση.

Αναδημοσιεύουμε τη σημερινή παρέμβαση της Αριάδνης Αλαβάνου από το Ριζοσπάστη, τόσο για το περιεχόμενο αυτό καθεαυτό, όσο και για το γεγονός πως προέρχεται από ένα πρόσωπο με πολύχρονη παρουσία στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που ήδη από τις την προεκλογική περίοδο των περασμένων αυτοδιοικητικών εκλογών κι ευρωεκλογών επέλεξε τη συμπόρευση με το ΚΚΕ, ανήκοντας σε μια πλειάδα ανθρώπων που είχαν απομακρυνθεί από το κόμμα και το επαναπροσεγγίζουν μετά από χρόνια ή δεκαετίες εν προκειμένω, παρά τις λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές διαφοροποιήσεις που εξακολουθούν να έχουν:
Καθώς ο χρόνος μέχρι τη διεξαγωγή των κοινοβουλευτικών εκλογών μετρά αντίστροφα και γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί η αίσθηση μιας «μεγάλης σύγκρουσης ανάμεσα στην πρόοδο και την επιστροφή στη σκληρή λιτότητα και τα μνημόνια», χρειάζεται να μη διαφεύγουν από την προσοχή, μέσα στον εκλογικό ορυμαγδό, ορισμένα κομβικά ζητήματα:

Πρώτον: Η πολιτική και των δύο ανταγωνιζόμενων για την κυβέρνηση κομμάτων, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, καθορίζεται από τις δεσμεύσεις της δανειακής σύμβασης που έχουν συνυπογράψει (μαζί με τα ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, ΑΝΕΛ, Ποτάμι) με το τρίτο μνημόνιο του 2015, δεσμεύσεις που συνεχίζονται μέσω της συμφωνίας υποτιθέμενης εξόδου από τα μνημόνια το 2018, με την οποία η χώρα αναλαμβάνει να υλοποιήσει απαιτήσεις των δανειστών ως προς τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις τράπεζες, το Ασφαλιστικό, την αγορά εργασίας, την Υγεία κ.ά. με ενισχυμένη εποπτεία μέχρι το 2060. Καθορίζεται, επίσης, από τις υποχρεωτικές για τα κράτη – μέλη κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, από την προτεραιότητα που δίνουν τα κόμματα αυτά στην εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών κερδοφορίας για τους επενδυτές και τις μεγάλες εταιρείες, με συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών, του εργατικού εισοδήματος και ευελιξία στην Ασφάλιση και την απασχόληση. Και, βεβαίως, καθορίζεται από τη συναίνεσή τους στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Οσον αφορά τον λαό, η πολιτική τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ είναι «Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Η διαφορά βρίσκεται στα γραμμάρια του λαδιού που θα αλείψουν τον κατακαμένο Γιάννη – λίγο πάνω λίγο κάτω. Ολα τα άλλα περί ευημερίας, δίκαιης ή βιώσιμης ανάπτυξης, νέων θέσεων εργασίας με καλούς μισθούς κ.ο.κ. είναι προεκλογική δημαγωγία, ως επί το πλείστον.

Το επιβεβαιώνει, εξάλλου, το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2019 – 2022, που κατάρτισε και υπέβαλε στην Κομισιόν, τον Απρίλη, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βάσει των κανονισμών της ΕΕ («Ευρωπαϊκό Εξάμηνο»), στο οποίο προδιαγράφεται η οικονομική πολιτική της επόμενης τετραετίας. Προβλέπονται: Πρωτογενή πλεονάσματα, ύψους 3,5% του ΑΕΠ, μέχρι το 2022, τα οποία θα αφαιρεθούν από τις δημόσιες επενδύσεις και την κατανάλωση, με αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση – υπέρβαση του πλεονάσματος («πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο» το λένε στην κωδική τους γλώσσα οι του ΣΥΡΙΖΑ) ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων για την επόμενη τετραετία (2,7% του ΑΕΠ), που θα αποσπαστεί από την εργαζόμενη κοινωνία, μιας και αυτή πληρώνει το μέγιστο μέρος των φόρων και θα αναδιανεμηθεί υποτίθεται μέσω μιας απροσδιόριστης κοινωνικής πολιτικής, εφόσον προβλέπεται και μείωση των δαπανών για την Παιδεία και την Υγεία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό το πρόγραμμα, το οποίο εγκρίθηκε από την Κομισιόν, συνεπάγεται λιτότητα και φόρους, προσποιούνται όμως τους ανήξερους, είναι ο σκελετός που κρύβουν στο ντουλάπι. Εύλογα: Και τα δύο κόμματα, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, είναι οργανικά μέρη του συστήματος λιτότητας και συρρίκνωσης των κοινωνικών/εργασιακών δικαιωμάτων που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ενωση. Και επιφυλάσσουν μια, κατά περίπτωση, επιδοματική πολιτική για τμήματα του λαού. Και αυτοί ακόμη οι ελάχιστοι πόροι, που λένε ότι προορίζονται για τα εργαζόμενα στρώματα, είτε είναι υπό αίρεση στο πλαίσιο της ΕΕ είτε καταργούνται με όποια δυσμενή οικονομική εξέλιξη, υποχρεώνοντας τους εργαζόμενους να πληρώνουν κάθε καπιταλιστική αναποδιά.

Δεύτερον: Το γεγονός ότι όποια κυβέρνηση εκλεγεί στις 7 του Ιούλη θα εφαρμόσει κυρίως μια πολιτική προαποφασισμένη με τη βούλα της ΕΕ αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής συγκυρίας. Εξαιτίας αυτού ακριβώς του γεγονότος, ο χώρος διαφοροποίησης κομμάτων που υιοθετούν αυτήν την πολιτική συρρικνώνεται. Η μεταξύ τους διαπάλη περιορίζεται σε δευτερεύοντα θέματα και το κύριο αντικείμενό της είναι η χειραγώγηση της γνώσης που σχηματίζει ο λαός για τον εαυτό του και τον κόσμο.

Συνεπώς, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη κρισιμότητα η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των εργαζομένων, της πίστης στη δύναμή τους, της άρνησής τους να υποκύπτουν σε πολιτικούς εκβιασμούς. Είναι, επίσης, πολύ σημαντικό οι αριστεροί και προοδευτικοί άνθρωποι να απομυθοποιήσουν πολιτικά σχήματα (όπως π.χ. το «δεξιά – αντιδεξιά» όπως κι αν μεταλλάσσεται) που είχαν κάποιο νόημα στο παρελθόν, αλλά οι εξελίξεις τούς έχουν αφαιρέσει κάθε πραγματικό περιεχόμενο.

Οπως απέδειξε, τα τελευταία σαράντα χρόνια, ιδίως η ευρωπαϊκή εμπειρία, σχετικά με τις ποικίλες εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας και της κατ’ επίφασιν Αριστεράς, στην αντιδραστική πλευρά του πολιτικού φάσματος, στα κόμματα του κεφαλαίου, στη Δεξιά, ενσωματώνονται λειτουργικά, ακόμη και τα αντικαθιστούν στον ρόλο τους, πολιτικές δυνάμεις που, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους ή της αυτοαντίληψής τους, εφαρμόζουν μια πολιτική που ενισχύει την εγχώρια και διεθνή ολιγαρχία του πλούτου, αφαιρώντας υλικούς πόρους και δικαιώματα από την εργαζόμενη πλειονότητα. Το ποιος, λοιπόν, είναι αντίπαλος της Δεξιάς κρίνεται από την πράξη, με κοινωνικούς όρους, από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η ΝΔ, που φέρει εκ γενετής και ιστορικά το στίγμα της κοινωνικής βαρβαρότητας εις βάρος της εργατικής τάξης και του λαού, παρόλο που θέλει να δημιουργήσει την εντύπωση μετριοπαθούς κόμματος και να συσκοτίσει την ευθύνη της για την κοινωνική συντριβή που έφερε με τα μνημόνια, αποπνέει από κάθε πόρο της την πολιτική της κοινωνικής ανισότητας, της απόλυτης κυριαρχίας των κεφαλαιούχων και της κοινωνικής απαξίωσης των εργαζομένων.

Βασική αντίληψή της παραμένει η κοινωνική πειθάρχηση με εργαλείο τα θέματα «τάξης και ασφάλειας», «τρομοκρατίας», το Μεταναστευτικό. Μπορεί όμως να παριστάνει τη δικαιωμένη, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποίησε την πολιτική των μνημονίων, αποδείχτηκε πειθήνιος στους δανειστές, πρόθυμος να αποποιηθεί τις διακηρύξεις του και να εφαρμόσει σκληρή λιτότητα, να διασώσει τους τραπεζίτες, να συρρικνώσει εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, ενώ συμπεριφέρθηκε με το γάντι στα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και προσχώρησε χωρίς δισταγμό στον παραδοσιακό ατλαντισμό του κατεστημένου.

Προπαγανδίζει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ότι η ΝΔ θα κατεδαφίσει τα όποια ψήγματα κοινωνικής πολιτικής άφησε ανέγγιχτα και ότι η ανάπτυξη που επαγγέλλεται σημαίνει περαιτέρω συρρίκνωση μισθών. Πολύ πιθανό.

Ομως, τίποτα δεν εγγυάται, επίσης, ότι δεν θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που θα ροκανίσει κοινωνικά δικαιώματα, όπως έκανε στα χρόνια της διακυβέρνησής του, ενώ η ανάπτυξη που επαγγέλλεται εξ αντικειμένου δεν θα είναι δίκαιη. Αντιθέτως, οι δεσμεύσεις του και η προσήλωσή του στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση υποδεικνύουν ότι, αν εκλεγεί, σε γενικές γραμμές θα συνεχίσει την πολιτική της προηγούμενης τετραετίας.

Τρίτον: Αξίζει, λοιπόν, να αναρωτηθεί κανείς αν έχει βαρύνουσα σημασία σήμερα, από τη σκοπιά των εργαζομένων, να γίνεται η διάκριση ανάμεσα στο ότι η ΝΔ είναι εκ φύσεως δυνάστης του λαού και στο ότι κόμματα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ συμπεριφέρονται ως δυνάστες, υιοθετώντας τις πολιτικές του κεφαλαίου και της ΕΕ. Και αξίζει να αναρωτηθούν πολλοί άνθρωποι που αισθάνονται αριστεροί, αν με την ψήφο τους θα ξαναδώσουν σ’ αυτό το κόμμα το δικαίωμα να καταχράται τα οράματά τους.

Σήμερα, πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, ακριβώς επειδή η πολιτική είναι ως επί το πλείστον προαποφασισμένη, χρειάζεται να σπάσει η μάταιη διελκυστίνδα ανάμεσα στους δύο αυτούς κομματικούς σχηματισμούς και στα παρακλάδια τους. Είναι αναγκαίο ένα μεγάλο βήμα πολιτικής χειραφέτησης και προσωπικής αξιοπρέπειας: Φτάνει πια η χειραγώγηση.

Τα επιχειρήματα και η δύναμη αντίκρουσης των πολιτικών εκβιασμών υπάρχουν. Υπάρχει επίσης η εμπειρία που ενισχύει τη θέση ότι στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, για τους «από κάτω», που έχουν υποφέρει τα πάνδεινα την περασμένη δεκαετία και οι ελπίδες τους για κάποια ανακούφιση τσακίστηκαν από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία ποια θα είναι η κυβέρνηση που θα προκύψει.

Σημασία έχει να αναδείξουν με την ψήφο τους μια πιο δυνατή λαϊκή αντιπολίτευση, το πραγματικό αντίπαλο δέος στην πολιτική της λιτότητας και της ανέχειας, τη δύναμη εκείνη που θα κρατάει όρθιο τον εργαζόμενο, ικανό να αντιστέκεται καθημερινά στην εκμετάλλευση, να διεκδικεί το δίκιο του από καλύτερες θέσεις, όποιος κι αν κυβερνά.

Και αυτήν τη δύναμη την πολλαπλασιάζει, κατά τεκμήριο, το ΚΚΕ.

 

Αριάδνη ΑΛΑΒΑΝΟΥ
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: