Φράνκο Τζεφιρέλι – Ένας βαμμένος αντικομμουνιστής από τον Ιησού στο Μπερλουσκόνι
Ο ίδιος φοβόταν στα νιάτα του πως θα τον σκότωναν οι κομμουνιστές, στην πραγματικότητα όμως τον βοήθησαν να κάνει τα πρώτα του βήματα στο χώρο του θεάματος.
Μαζί με την περιφορά του Επιταφίου, τις λαμπάδες της Ανάστασης και το σούβλισμα του οβελία, ένα από τα παραδοσιακά έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας τις τελευταίες δεκαετίες είναι και η προβολή του «Ιησούς από τη Ναζαρέτ» από το κανάλι του Αμαρουσίου. Κι αποτελεί πραγματική αλλοίωση του πολιτισμού μας ότι, εδώ και μερικά χρόνια, μεταδίδεται συνεπτηγμένα μεταξύ Μ. Τετάρτης και Μ. Σαββάτου, αντί καθ’ όλη τη διάρκεια της Εβδομάδας των Παθών.
Ο σκηνοθέτης της μίνι σειράς, Φράνκο Τζεφιρέλι, ήταν ήδη γνωστός για τις πληθωρικές σκηνοθεσίες έργων όπερας και σαιξπηρικών αριστουργημάτων, τίποτε όμως δε συγκρινόταν με την παγκόσμια φήμη που απέκτησε τότε, συνεχίζοντας το έργο του, κανένα από τα οποία δεν μπόρεσε να αγγίξει το διεθνές κοινό, θρησκευόμενο ή μη, όσο η κινηματογράφηση ευαγγελικών διηγήσεων με βασικό πρωταγωνιστή τα γαλανά μάτια του άθρησκου – ως τα γυρίσματα τουλάχιστον – Βρετανού ηθοποιού Ρόμπερτ Πάουελ.
Γεννημένος στη Φλωρεντία στις 12 Φλεβάρη του 1923, ο ίδιος περιέγραφε τα πρώτα του χρόνια ως εξής: «Γεννήθηκα ως μπασταρδάκι. Τόσο ο πατέρας, όσο και η μάνα μου, ήδη είχαν δική τους οικογένεια, όταν γνωρίστηκαν. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν επτά ετών. Με αγαπούσε πολύ, η αγάπη της με διαπερνούσε όλη μου τη ζωή».
Το 2016 αποκαλύφθηκε πως ο Τζεφιρέλι ήταν κατά κάποιον τρόπο απόγονος του Λεονάρντο ντα Βίντσι, αφού ένας από τους προγόνους του το 1794 παντρεύτηκε την Αλεσάντρα Ντα Βίντσι, απόγονο της αδελφής της μεγάλης ιδιοφυΐας της Αναγέννησης.
Μετά το θάνατο της μητέρας του, πέρασε κάποιο διάστημα σε ορφανοτροφείο, μέχρι που την κηδεμονία του ανέλαβε μια αδερφή του πατέρα του, ο οποίος ωστόσο τον αναγνώρισε μόλις σε ηλικία 19 ετών. Το επίθετο Τζεφιρέλι είναι αποτέλεσμα λάθος καταγραφής του ονόματος που είχε επιλέξει η μητέρα του (Τζεφιρέτι, όνομα χαρακτήρα σε όπερα του Μότσαρτ) στη συμβολαιογραφική πράξη αναγνώρισης πατρότητας.
Φοίτησε σε μοναστικό σχολείο κι ένας από τους καθηγητές του ήταν ο μετέπειτα χριστιανοδημοκράτης δήμαρχος της Φλωρεντίας, Τζόρτζιο Λα Πίρα. Εκείνος ήταν, μαζί με το ευρύτερο περιβάλλον, που του εμφύσησαν έντονα συντηρητικές ιδέες κι έναν αντικομμουνισμό που θα τον ακολουθούσε σε όλη τη του ζωή: «Εκείνος ήταν που μου εξήγησε πως η έκτρωση είναι έγκλημα και πως οι ολοκληρωτισμοί, ο φασισμός, ο ναζισμός κι ο κομμουνισμός, είναι όλα το ίδιο, αλλά ο κομμουνισμός είναι πιο επικίνδυνος». Η στάση του αυτή ενισχύθηκε στα χρόνια που συμμετείχε σε καθολική οργάνωση κατά της γερμανικής κατοχής μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, καθώς ισχυρίστηκε πως «παραλίγο να τον σκοτώσουν» οι κομμουνιστές» και πως τους είχε δει να κάνουν «φριχτά πράγματα», όπως να «εκτελούν έναν ιερέα μόνο και μόνο επειδή είχε ευλογήσει τα πτώματα φασιστών». Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και στη συνέχεια αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.
Παρά τις πεποιθήσεις του, βρέθηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στο πλευρό του μεγάλου κομμουνιστή σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι ως μέλος του θιάσου του το 1946, ενώ υπήρξε βοηθός του «Κόκκινου Βαρώνου» και στις εμβληματικές ταινίες «Η γη τρέμει» και «Senso». Πριν κατακτήσει αυτόνομα τη μεγάλη οθόνη, ο Τζεφιρέλι συνεργάστηκε επίσης με άλλα ιερά τέρατα του ιταλικού νεορεαλισμού, όπως ο Βιττόριο ντε Σίκα και ο Ρομπέρτο Ροσελίνι.
Από τη δεκαετία του ’50 έγινε γνωστός ως σκηνοθέτης του λυρικού θεάτρου, συνεργαζόμενες με τις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου, όπως η Σκάλα του Μιλάνου, η κρατική όπερα της Βιέννης, η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, η Αρένα της Βερόνας και η Κομεντί Φρανσέζ. Στενή φίλη του υπήρξε η μεγάλη Μαρία Κάλλας, με την οποία συνεργάστηκε πολλές φορές. Αρκετές από τις παραγωγές του διατηρήθηκαν στο χρόνο και ανεβαίνουν ως σήμερα. Η πολυτέλειά και η «βαριά» αισθητική τους παραπέμπουν σε διακοσμήσεις καθολικών εκκλησιών και τελετών. Παρά τη μεγάλη τους απήχηση στο κοινό, μεταξύ των κριτικών οι παραγωγές αυτές αντιμετωπίστηκαν με επιφύλαξη. Παρόλαυτα, το 1984 κατόρθωσε να κερδίσει βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας για μία από τις πολυάριθμες κινηματογραφήσεις λυρικών έργων που σκηνοθέτησε και συγκεκριμένα για την «Τραβιάτα» του Βέρντι.
Η αμφίθυμη σχέση του με τους κριτικούς αφορούσε και τα έργα του σε μικρή και μεγάλη οθόνη, κάτι που ο ίδιος απέδιδε σε προκατάληψη και “ιδεολογική ηγεμονία” της αριστεράς στους κόλπους του σιναφιού. Η πρώτη δική το ταινία ήταν το 1957 το Camping, μια νεανική κωμωδία. Τη διεθνή προσοχή τραβάει για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’60 χάρη στις κινηματογραφικές μεταφορές δύο διάσημων έργων του Σαίξπηρ: «Η Στρίγγλα που έγινε αρνάκι» με τους Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Ρίτσαρντ Μπάρτον το 1967 και ένα χρόνο μετά «Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα» με τους Λέναρτν Γουάτινγκ και Ολίβια Χάσεϊ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Για την ταινία αυτή, που από κάποιους θεωρείται η πιο πετυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του συγκεκριμένου έργου ο Τζεφιρέλι έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ σκηνοθεσίας και δύο βραβεία σκηνοθεσίας στη γενέτειρά του.
Βασισμένος στις επιτυχίες του αυτές, ο Τζεφιρέλι προχώρησε το 1975 στα γυρίσματα της μίνι σειράς που ταυτίστηκε με το όνομά του. Κόστους 180 εκ. δολαρίων, η ιταλοβρετανική παραγωγή ήταν η ακριβότερη θρησκευτικής θεματολογίας στην ιστορία. Γυρισμένη στο Μαρόκο και με ένα επιτελείο που περιλάμβανε βαριά χαρτιά της παγκόσμιας υποκριτικής, όπως ο Λόρενς Ολίβιε, ο Άντονι Κουίν, ο Πίτερ Ουστίνοφ και η Κλαούντια Καρντινάλε, προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 27 Μαρτίου 1977.
O Τζεφιρέλι ήταν προσωπική επιλογή του τότε πάπα Παύλου Στ’ για τη σκηνοθεσία, όντας βαθιά θρήσκος και στην προσωπική του ζωή, ενώ το 1978 κινηματογράφησε την ενθρόνιση του διαδόχου του στον παπικό θρόνο. Μετά τη δημοσίευση της αυτοβιογραφίας του πριν μερικά χρόνια, προκάλεσε σάλο όταν αρνήθηκε πεισματικά να εντάξει την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία με ιερέα στη χορεία των σκανδάλων κακοποίησης που ταλανίζουν μέχρι σήμερα την καθολική εκκλησία, επιμένοντας πως «δεν υπήρχε βία». Ο ίδιος αργότερα κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση τις δεκαετίες του ’70 και ’90, χωρίς ο ίδιος ποτέ να απαντήσει δημόσια. Αν και ανοιχτά ομοφυλόφιλος, ο ίδιος απεχθανόταν να αποκαλείται «γκέι» και σε γενικές γραμμές συμμεριζόταν τις εκκλησιαστικές απόψεις για την ομοφυλοφιλία, την οποία θεωρούσε «σαρκική αμαρτία ανεξάρτητα αν διαπράττεται με άντρα ή γυναίκα».
Ο Τζεφιρέλι είχε και πολιτική δραστηριότητα, υποστηρίζοντας, σε αντίθεση με την πλειονότητα των συναδέλφων του, το Σίλβιο Μπερλουσκόνι και το κόμμα του «Φόρτσα Ιτάλια», με το οποίο μάλιστα εξελέγη δυο φορές γερουσιαστής μεταξύ 1994 και 2001. Ο σκηνοθέτης εκτιμούσε ιδιαίτερα τον πρώην Ιταλό πρωθυπουργό, χαρακτηρίζοντάς τον “εξαιρετικό φίλο και σε ανθρώπινο επίπεδο δεν υπάρχει δεύτερος”.
Τελευταίες ταινίες μεγάλου μήκους ήταν τα ημιαυτοβιογραφικά “Τσάι με το Μουσολίνι” (1999) και “Callas Forever” (2002). Το 2004 χρίστηκε ιππότης από τη βρετανική κυβέρνηση, ενώ το 2009 γύρισε το κύκνειο άσμα του, μια ταινία μικρού μήκους αφιερωμένη στη Ρώμη. Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, χαρακτήριζε “τρομαχτική” την ιδέα του θανάτου, καθώς ένιωθε ακόμα γεμάτος ιδέες και ιστορίες. Μετά από δύσκολη ασθένεια, ο Φράνκο Τζεφιρέλι έφυγε στο σπίτι του στη Ρώμη στις 15 Ιούνη 2019, σε ηλικία 96 ετών.