Τάκης Αδάμος: Η μεγαλοσύνη του Άγγελου Σικελιανού
Η μεγαλοσύνη του Σικελιανού σαν υπεύθυνου πνευματικού ηγέτη και πατριώτη, εκδηλώθηκε σ’ όλες τις διαστάσεις της στα χρόνια της χιτλεροφασιστικής κατοχής. Ζώντας ανάμεσα στο λαό, ενστερνίζεται τα λαϊκά ιδανικά, παίρνει μέρος στον αγώνα για τη λευτεριά. Οργανώνεται με τους πρώτους διανοούμενους στο ΕΑΜ.
Σαν σήμερα, στις 19 του Ιούνη 1951, έφυγε από ζωή ο μεγάλος μας ποιητής Άγγελος Σικελιανός.
Ο Σικελιανός έφυγε πικραμένος και παραγκωνισμένος από την επίσημη μετεμφυλιακή Ελλάδα, συκοφαντημένος και σαν επίτιμος πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, επειδή είχε το σθένος να συμπορευτεί με το ΕΑΜ, και μάλιστα σαν επικεφαλής του ΕΑΜ Διανοουμένων -Καλλιτεχνών (για αυτή τη δράση του στη συνέχεια υπονομεύτηκε τρεις φορές στην υποψηφιότητά του για το βραβείο Νόμπελ). Να μην απαρνηθεί, μετά την απελευθέρωση, τα ιδανικά της Εθνικής Αντίστασης. Να μη «συνδράμει» τις προσπάθειες της αγγλοκρατίας και της άρχουσας τάξης για κατασυκοφάντηση του ΕΑΜ. Να μη «συμφωνήσει» για τις διώξεις των εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα από άρθρο του λογοτέχνη – κριτικού Τάκη Αδάμου, που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 21 του Ιούνη 1981.
Η μεγαλοσύνη του Άγγελου Σικελιανού
«(…) Όσο ζούσε ο Σικελιανός το μεταπελευθερωτικό κράτος της δεξιάς, που επιβλήθηκε με τις ξένες μπαγιονέτες, τον πολέμησε άγρια. Δεν του συγχώρεσε ποτέ το ότι παράτησε τις πνευματικές περιπλανήσεις του σε χώρους εξωζωικούς και τις κοσμικές «παραξενιές» του και προσγειώθηκε στη ζωντανή ελληνική πραγματικότητα. Δεν του συγχώρεσε ότι πήγε κοντά στο λαό, στις φοβερές ώρες που ζούσε η πατρίδα. Στάθηκε δίπλα του. Αγωνίστηκε μαζί του. Και τραγούδησε το αγωνιστικό μεγαλείο του και τις θυσίες του για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία. Δεν του συγχώρεσε την ένταξή του στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ, όταν η ολιγαρχία λούφαζε – στην καλύτερη περίπτωση – για να σώσει το σαρκίο της ή συνεργαζόταν με τους καταχτητές και θησαύριζε με το αίμα και τη δυστυχία του λαού:
«Ψεύτικοι θεοί πολλοί σαπίζουνε την πλάση,
μα αυτός ο θεός που ’ναι ο λαός, θα μείνει πάντα
στη σαπισμένη γη να φέρνει την υγειά της…»Είναι το απόσπασμα της εμπειρίας του Σικελιανού από τη βαθύτερη γνωριμιά και την αγωνιστική του εμπειρία με το λαό.
(…) Ο Άγγελος Σικελιανός ήταν μια από τις πιο μεγάλες προσωπικότητες που δέσποζε σαράντα χρόνια στον πνευματικό χώρο της πατρίδας μας. Αλλά, ούτε το θαυμάσιο και πληθωρικό ταλέντο του, ούτε το τεράστιο σε όγκο και πρωτοτυπία έργο του θα έφταναν στην ολοκλήρωσή τους και θα καταξιώνονταν στη συνείδηση του λαού, χωρίς τον προοδευτικό προσανατολισμό του ποιητή στο τελευταίο χρονικό διάστημα της ζωής του (1940-1951).
Είναι αλήθεια πως η απέραντη αγάπη του για την πατρίδα και το αίσθημα της ευθύνης σαν πνευματικού ανθρώπου, δημιούργησαν στο Σικελιανό πολύ νωρίτερα ανησυχίες και ερωτήματα. Αλλά την απάντηση έψαχνε να τη βρει σε λαθεμένες κατευθύνσεις. Και πλανήθηκε χρόνια και χρόνια σε χώρους εξωζωικούς, κυνηγώντας όνειρα ανέφιχτα και χίμαιρες. Ώσπου ήρθαν τα χρόνια της φασιστικής επιδρομής και της σκλαβιάς να τον προσγειώσουν, οριστικά και αμετακίνητα στο έδαφος της ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας.
Στις σκληρές εκείνες συνθήκες, καθώς μπήκανε στο αμείλικτο καμίνι της εθνικής δοκιμασίας πρόσωπα και πράγματα, ο Σικελιανός είδε ξαφνικά όλες τις ηθικές αξίες και της διακηρύξεις της κυρίαρχης τάξης να ξεφτίζουν ανεπανόρθωτα. Χαμηλώσανε, τότε, μονομιάς τα φανταχτερά αναστήματα που του φράζανε τον ορίζοντα κι αντίκρυσε για πρώτη φορά, γεμάτος θαυμασμό και δέος, το γιγάντιο ανάστημα του λαού, καθώς ορθώθηκε να διαφεντέψει την τιμή και τη λευτεριά της πατρίδας. Και ξεκαθάρισε και τη δική του αποστολή σαν ποιητή και σαν υπεύθυνου πνευματικού ανθρώπου:
«…Μες στο πνεύμα της οικονομίας της γενικής αντίστασης, που πρόσφερε ακατάβλητα ο λαός μας στον ασίγαστο αγώνα του για την ελληνική, μαζί και την πανανθρώπινη ελευθερία, ένας τελευταίος φρουρός κι εγώ στην ιδιαίτερη σκοπιά μου, επαράμεινα πιστός με τις δυνάμεις μου, στο λαϊκό λειτούργημά μου σαν ποιητής».
Το άλμα του Άγγελου Σικελιανού από τον κόσμο της ουτοπίας στη ζωντανή πραγματικότητα είχε συντελεστεί. Κι από την ώρα αυτή, μοναδικός σκοπός και περιεχόμενο της δημιουργίας του, που ανανεώνεται και φτάνει στο αποκορύφωμά της, είναι ο άνθρωπος και ο αγώνας του για την κοινωνική πρόοδο και την ευτυχία.
Η μεγαλοσύνη του Σικελιανού σαν υπεύθυνου πνευματικού ηγέτη και πατριώτη, εκδηλώθηκε σ’ όλες τις διαστάσεις της στα χρόνια της χιτλεροφασιστικής κατοχής. Ζώντας ανάμεσα στο λαό. Υποφέροντας τα ίδια βάσανα. Αντιμετωπίζοντας στον ίδιο βαθμό την κτηνωδία των καταχτητών, ο Σικελιανός αισθάνεται βαθιά τους πόθους και τις ελπίδες του λαού, ενστερνίζεται τα λαϊκά ιδανικά, παίρνει μέρος στον αγώνα για τη λευτεριά. Οργανώνεται με τους πρώτους διανοούμενους στο ΕΑΜ. Από την αρχή ακόμα της κατοχής αντικρύζει σωστά το νόημα και το χαρακτήρα του αγώνα σαν λαϊκού – εθνικοαπελευθερωτικού.
Στον αγώνα αυτόν στρατεύει την ποίησή του. Το τραγούδι του γίνεται εγερτήριο σάλπισμα, παιάνας πολεμικός, αντιλαλεί βροντόλαλο κι αναρριπίζει την ψυχή του έθνους. Ο Σικελιανός θα χαρεί και θα χαιρετίσει τη λευτεριά της πατρίδας με το καινούργιο, το πλατύ, το εθνικολαϊκό της περιεχόμενο. Κι όταν η λευτεριά αυτή ακρωτηριάζεται από τις ρουκέτες και τα τανκς του «σύμμαχου» Σκόμπυ, όταν ο φασισμός βρυκολακιάζει και στήνει στον τοίχο τη ζωντανή δόξα της Ελλάδας – τους σταυραετούς της Εθνικής Αντίστασης – ο Σικελιανός, που νοιώθει αξεχώριστα δεμένος με το λαό, στον αγώνα του για την πραγματική λευτεριά και τη δημοκρατική αναγέννηση της πατρίδας, θα καλέσει με το «Πνευματικό Εμβατήριό» του τους «συντρόφους όλους» να κάμουνε το χρέος τους:
«Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο…Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος ν᾿ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα!»Η δημιουργία του Σικελιανού αποκορυφώνεται με την τραγωδία του «Ο θάνατος του Διγενή», που πηγή έμπνευσής της είναι η Εθνική μας Αντίσταση. Γράφτηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και είναι ένας ύμνος στον ελεύθερο κι ανυπόταχτο λαό, ενσαρκώνει κι εκφράζει την πίστη και την αφοσίωση του ποιητή στις δυνάμεις τπου παλέβουν και οραματίζονται μια καινούργια ζωή:
«Την παλιά κατάρα
θα την ξορκίσουμε εμείς, κι όπως με χέρι
ανήλεο στους γκρεμούς στριμώξαμε τους απελάτες
ν’ αναπαφτεί η φτωχολογιά που ζούσε γύρα,
θ’ ανασβολώσουμε τη γη από τα βοτάνια
που τη φαρμάκωνα, θα σπάσουμε τα μπόδια
των ποταμών τα ρέματα π’ αναστόμωναν
και θα τα ζέψουμε, στον έναν σκοπό που βγαίνει
καθάριος απ’ τις πηγές της Πλάσης.
Και θα τα μπάσουμε όλα μες στα χέρσα, ν’ αναστήσουν
κλαριά μεγάλα, ν’ ανεβεί τ’ Αμπέλι του ήλιου
κι από παντού, πουλιά κι ανθοί και λαοί να ξεκινήσουν
καινούργιου Δέντρου Ζωής τον ίσκιο να χαρούνε…».(…) Το Φλεβάρη του 1943, ο Σικελιανός αψηφώντας τους καταχτητές βροντοφώναξε, πάνω από τον ανοιχτό τάφο του Παλαμά το φλογερό του προσκλητήριο στον αγώνα για τη λευτεριά. Οχτώ χρόνια αργότερα – στις 20 Ιούνη του 1951 – στο δικό του τάφο δεν επιτράπηκε σε κανέναν ν’ απαγγείλει. Το μισαλλόδοξο κράτος της ολιγαρχίας απαγόρεψε μια τέτοια «επικίνδυνη» εκδήλωση. Ο λαός όμως έψαλε και στον τάφο του Σικελιανού – όπως στην κατοχή, στον τάφο του Παλαμά – τον εθνικό μας ύμνο. Διαδήλωσε και τούτη τη φορά την αντίθεσή του προς την ξενοδουλεία και την υποτέλεια. Διατράνωσε την αγάπη του προς τον Σικελιανό και το έργο του.
Δυο αντιφατικά αισθήματα και εκδηλώσεις. Από τη μια η αγάπη του λαού. Από την άλλη το μίσος της αντιδραστικής ολιγαρχίας. Έτσι τοποθετημένα και τα δυο είναι αρκετά να κρίνουν και να δικαιώσουν τη ζωή και το έργο του Σικελιανού. Και να δείξουν πως ο ποιητής πορεύτηκε το δρόμο του σωστά. Εκπλήρωσε με τιμή το χρέος του σαν πνευματικός ηγέτης και άνθρωπος. Γι’ αυτό η μνήμη του μένει πάντα ολοζώντανη στην ψυχή του λαού. (…)
Τάκης Αδάμος
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback