«Θες μια ιστορία, ε;»

Γράφω, όπως γράφουμε λίγο-πολύ όλοι μας. Φωτογραφίζω, όπως το κάνουμε λίγο-πολύ όλοι μας. Όλοι μας έχουμε ένα αφήγημα να μοιραστούμε, έτσι απλά.
Ιωάννα Ζορμπά

«Θες μια ιστορία, ε;»

Ήταν η χρονιά, που είχα στερέψει από ιδέες και χρήματα. Κάποτε είχα δημιουργήσει ένα χαρακτήρα, που ήταν φτωχός – φυσικά – συγγραφέας και για να ζήσει έκανε δουλειές του ποδαριού, και ακούγοντας τους ανθρώπους γύρω του έγραφε ιστορίες με αφορμή τις διηγήσεις τους. Είπα να κάνω το ίδιο. Βρήκα δουλειά μέσω ενός φίλου στο μοναδικό μεγάλο ξενοδοχείο της Κομοτηνής, που διέθετε και αίθουσα συνεδριάσεων και τελετών. Δούλευα στο μπαρ του και άκουγα τις ιστορίες των πελατών, ευελπιστώντας να μου έρθει η έμπνευση και πίνοντας κρυφά free ποτάκια.

Ευτυχώς που υπάρχει και το πανεπιστήμιο και γινόταν πότε-πότε κάποιο συνέδριο και βλέπαμε κόσμο. Σε ένα από αυτά τα συνέδρια ήταν που την πρόσεξα. Καλοστεκούμενη κυρία, καστανή με γαλανά μάτια, στα πενήντα με περιθώριο για συν-πλην. Είχε λεπτό, αλλά και αξιοπρόσεκτο, παράστημα με πολύ προσεγμένο στιλ. Υπήρχε κάτι το απροσδιόριστο πάνω της. Υπήρχε κάτι δυνατό. Παρατηρούσε διεισδυτικά τους γύρω της, χωρίς υπεροψία, μα ούτε και με περιέργεια. Ήταν σαν να τους απολάμβανε. Ήταν λες και ήταν ενενήντα χρονών και πλέον απολάμβανε την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία. Το μόνο περίεργο – αν όχι παράταιρο – στοιχείο πάνω της ήταν μια κόκκινη μπαντάνα, που είχε πάντα δεμένη στο αριστερό της χέρι. Σκέφτηκα ότι θα είχε ωραίες ιστορίες να μου πει, αλλά δεν έπινε αλκοόλ και δεν μπορούσα να την προσεγγίσω κάποιο βράδυ στο μπαρ.

Η γενική πλήξη μου έδωσε μια δόση θάρρους και το τελευταίο βράδυ, που θα έμενε το group της, την πλησίασα μετά το γεύμα τους και την προσκάλεσα για μια μπύρα χωρίς αλκοόλ στο μπαρ. Εκείνη με κοίταξε στα μάτια. Μου χαμογέλασε, χωρίς να δείχνει κάποια απορία ή ενόχληση, και με ευχαρίστησε επικυρώνοντας την αποδοχή της πρότασής μου. Όταν ήρθε και κάθισε στο μπαρ, δεν ήξερα τι να της πω. Μου φάνηκε πιο γοητευτική από κοντά. Οι ρυτίδες τής πήγαιναν και όταν χαμογελούσε σχηματιζόταν δύο λακκάκια, κάνοντάς την γοητευτικά νεανική. Η φωνή της είχε κάτι μεστό και εγώ ένιωθα μαθητούδι μπροστά της. Φοβήθηκα ότι θα φανεί απωθητική η αμηχανία μου. Την πρόσφερα την μπύρα χωρίς αλκοόλ – όπως της υποσχέθηκα – και μετά από κάποια δευτερόλεπτα σιωπής, που ίσως να πληρούσαν και ολόκληρο λεπτό, με έβγαλε από εκείνη την άβολη κατάσταση, αναλαμβάνοντας τον κυρίαρχο ρόλο στη σχέση μας. Συνήθως, εγώ – ως εξομολογητής – είχα την πολυτέλεια να αποτελώ το δυνατό μέρος της σχέσης «μπάρμαν – πελάτη», αλλά όχι σε αυτήν την περίπτωση.

Ξεκίνησε με μια ουσιαστικά ρητορική ερώτηση: «Θες μια ιστορία, ε;». Εγώ είχα καρφωμένα τα μάτια μου στην κόκκινη μπαντάνα του αριστερού της χεριού. Είχα παραδοθεί στην κρίση και στη διάθεσή της. Πώς γινόταν να μπορεί να κοιτά μέσα στον άλλον τόσο βαθιά; Ένιωθα ότι δεν χρειαζόταν να πω τίποτα, αλλά και ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Αν έφευγε έτσι, δε θα μπορούσα ούτε κιχ να βγάλω. Δεν ένιωθα άσχημα. Ένιωθα ότι δεν είχα ξανανιώσει κάτι παρόμοιο.

Του άντρα μου, του Jeff, είναι.

Μου είπε και σήκωσε τον αριστερό της καρπό.

Του τη ζήτησα – για να τον θυμάμαι –, όταν πρωτογνωριστήκαμε σε ένα Jazz μπαράκι στην Πράγα, όπου και έπαιζε το σαξόφωνό του. Ήταν το αγαπημένο του μαντήλι. Τότε έκανε σναφ[1] και έπρεπε να καθαρίζει συχνά τη μύτη του. Τον ερωτεύτηκα πριν καν τον δω. Γύρισα, χωρίς να το ελέγχω, αναζητώντας την πηγή της μυρουδιάς του ταμπάκο του και τον αναζήτησα στο χώρο. Ετοιμαζόταν να παίξει. Από τότε δεν έπαψα να τον κοιτάζω με λατρεία και θαυμασμό, όταν παίζει και ας πέρασαν εικοσιπέντε και βάλε χρόνια.

Σήκωσα τα μάτια μου. Πλέον την κοιτούσα στο πρόσωπο. Μου χαμογέλασε – με ένα σχεδόν ζεστά μητρικό χαμόγελο – και απλά συνέχισε.

Έχω ξανάρθει εδώ πριν από καμιά δεκαριά χρόνια. Ζούσα ήδη πιο πριν στο εξωτερικό, όπως και εξακολουθώ. Είχα ανάγκη να ξαναέρθω και αποδείχτηκε και ότι ήταν μια από τις σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Το καλύτερο ταξίδι που έκανα. Στην Κομοτηνή είχα περάσει τα φοιτητικά μου. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη, καθώς περιπλανιόμουν στα μουσουλμανικά σοκάκια, όπως το συνήθιζα τότε ως ερασιτέχνης φωτογράφος.  Περπατούσα με τα δάκρυα να κυλούν αβίαστα στα μάγουλά μου. Το έχω πάρει απόφαση ̇η χειρότερη αδυναμία μου είναι ότι είμαι ευαίσθητη, ακόμη για τα πιο απλά πράγματα. Τότε ήταν που με πλησίασε εκείνος. Ήταν εκείνος, ο Κώστας. 

Μετά από σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια. Μια αναπάντεχη, απόλυτα καρμική, συνάντηση. Όχι, δεν ήταν, γιατί ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Ήταν γιατί με έσπρωξε να καθορίσω τον εαυτό μου ως άνθρωπο σε μια κρίσιμη ηλικία. Δε με αναγνώρισε. Προσφέροντάς μου ένα χαρτομάντηλο, άρχισε να με φλερτάρει. Τον άφησα να μου κάνει το τραπέζι σε ένα μαγειρειό εκεί κοντά ̇ «να συνέλθω», όπως είπε. Παρήγγειλα μελιτζάνες παπουτσάκια με κιμά. Συγκινήθηκα ξανά. Είναι το αγαπημένο μου φαγητό και μου λείπει τόσο πολύ. Δε μου θυμίζει μόνο την Ελλάδα, αλλά και τα παιδικά μου χρόνια – τα ξέγνοιαστα εκείνα χρόνια. Είχε παραμείνει το ίδιο γοητευτικά θρασύς και διάχυτος, τόσο όσο για να μικραίνει τις αποστάσεις. Δεν τον σταμάτησε η βέρα στο χέρι μου – και δεν ήταν, γιατί αυτή είναι στο αριστερό. Πάντα έτσι ήταν. Άπλωνε το χέρι του, χωρίς να σέβεται τίποτα και κανέναν. Πλέον ως εμπορικός αντιπρόσωπος γυρνούσε όλη την Ελλάδα και διάνθιζε τις εμπειρίες του με εφήμερο σεξ, όπως μου επιβεβαίωναν οι κομπασμοί του μέσα από τις ταξιδιωτικές του ιστορίες.  

Τότε, στην εφηβεία μας, τον είχα ερωτευτεί, αλλά ούτε να διανοηθώ να του μιλήσω. Εκείνος, γνωστός για τις κατακτήσεις του στις γυναικείες καρδιές και τις καταπατήσεις του στα παρθενικά τους σώματα. Εγώ ήδη εκτεθειμένος από την αντιπαθητική συμμαθήτριά μας, τη Δώρα, που έκανε πως τα ήξερε όλα. Με είχε ξεφωνίσει σε ολόκληρο το σχολείο, αποκαλύπτοντας ότι όταν ήμουν οχτώ χρονών πουλούσα γιρλάντες από λουλούδια ντυμένος κορίτσι. Κανείς δε με πίστεψε, όταν τους είπα ότι  ντύθηκα έτσι, γιατί πιο εύκολα ο κόσμος αγοράζει στο δρόμο από κορίτσια. Τα πρώτα μου χρήματα τα κέρδισα με επιτυχία και μάλιστα με τις ευλογίες των δικών μου, που μάλλον το διασκέδαζαν πιο πολύ από μένα. Ήταν πραγματικά ο αληθινός λόγος. Επιβεβαιώθηκε ότι είχα περισσότερες εισπράξεις ως κορίτσι και διαπίστωσα ότι μου άρεσα έτσι.

Ήμουν από πολύ μικρή ηλικία πολύ όμορφο αγόρι και στην εφηβεία έφερνα περισσότερο σε κορίτσι, αφού ούτε χνούδι δεν είχα βγάλει στο πρόσωπο. Είχα καταλάβει από νωρίς ότι μου άρεσε το ίδιο φύλο, αλλά ήταν αποκάλυψη για μένα να διαπιστώνω ότι είμαι εγώ σε λάθος φύλο.

Μέσα `80 και στον κινηματογράφο έπαιξε την καινούργια ταινία του Κούνδουρου «Το Μπορντέλο». Με τον Κώστα δεν κάναμε παρέα. Ωστόσο, μια μέρα μου πρότεινε να πάμε να τη δούμε – «για τις πουτάνες» και μου έκλεισε το μάτι. Προσπάθησα να μην έχω ελπίδες για μας, αλλά ο έρωτας είναι τόσο μεθυστικός. Μου είπε ότι θα βρισκόμασταν μέσα στην αίθουσα. Έφτασε πρώτος και κάθισε πίσω-πίσω. Η ταινία ξεκίνησε και τα φώτα έσβησαν. Δεν μπόρεσα να τη δω ολόκληρη, γιατί κάποια στιγμή ένιωσα το χέρι του πάνω μου τόσο χυδαία και τόσο βίαια, που τον χαστούκισα, σαν επιπόλαιη και αφελής παρθένα. Τρέχοντας έξω, τον άκουσα να φωνάζει «αφού το θες, ρε πούστη!».  

Τότε ήταν που πήρα την απόφαση να μη ζήσω μέσα στην κακοτοπιά και στη μιζέρια. Μίλησα με τους δικούς μου. Δεν έπεσαν από τα σύννεφα. Περίμεναν πότε θα τους μιλήσω εγώ σχετικά. Άλλαξα σχολείο. Δεν κρύφτηκα ποτέ ξανά. Αυτό δεν έκανε τη ζωή μου πιο εύκολη, αλλά πλέον ήμουν και είμαι ελεύθερος άνθρωπος.

Τον κοιτούσα μετά από τόσα χρόνια χωρίς κανένα φόβο ή ντροπή στα μάτια και εκείνος εξακολουθούσε να μη με αναγνωρίζει. Εξακολουθούσε να μου την πέφτει και μάλιστα όσο περνούσε η ώρα περισσότερο και λιγότερο εκλεπτυσμένα. Κάπου ήθελα να τον ευχαριστήσω, που με την καφρίλα του μου έδωσε εκείνο το πρώτο χαστούκι για να «βγω από την ντουλάπα». Κάπου ήθελα να τον κάνω να νιώσει έστω και λίγο άσχημα.   

Τον ρώτησα «Δε θα συστηθούμε σωστά, μετά από τόσες ώρες; Ειδικά τώρα πια που έχεις κάνει σαφές το ερωτικό σου ενδιαφέρον για μένα;» Με κοίταξε απορημένος στην αρχή, αλλά μετά ανέκτησε το υπεροπτικό του υφάκι. «Ωραία, λοιπόν! Κώστας Μυρτώνης» μου είπε και μου έδωσε το χέρι του. «Μυρσίνη -γιατί μ’ αρέσει – Ζορμπαλά» και του έσφιξα το δικό του. Έμεινε αποσβολωμένος, χάνοντας τη φόρα που είχε πάρει. Με ξανακοίταξε, σαν να έψαχνε κάτι, και στο τέλος το μόνο που βρήκε να μου πει ήταν «Γιατί θα μπορούσε να σε λένε κι αλλιώς;» Του απάντησα με μια ήρεμη και κάπως ανάλαφρη σοβαρότητα ότι με είχαν βαφτίσει Παναγιώτη, μα πάντα μου άρεσε το όνομα Μυρσίνη. Επίσης, του είπα ότι αν ήμουν ετερόφυλος θα ήθελα η γυναίκα μου ή η κόρη μου να ονομάζεται έτσι, αλλά αφού προχώρησα σε αλλαγή φύλου, μου έκανα δώρο το όνομα. 

Συνέχισα να τον κοιτάζω μέσα στα μάτια. Εκείνος με κοιτούσε ανήσυχα και προσπαθούσε κάτι να θυμηθεί. Ίσως το επίθετο να του έλεγε κάτι από το παρελθόν. Η σιωπή δε με ενόχλησε· τα μάτια μας είχανε το δικό τους διάλογο. Μόνο σε κάποια στιγμή, καλώντας για το λογαριασμό, άρχισα να του λέω πότε πήρα την απόφαση για την αλλαγή φύλου. Ο Κώστας ακόμη φαινόταν να μην μπορεί να βρει τον εαυτό του. Ο λογαριασμός ήρθε. Είπα στο σερβιτόρο να τον παραδώσει στον κύριο που με συνόδευε. Ο Κώστας πλήρωσε μηχανικά και κάπως αμήχανα. Όταν απομακρύνθηκε ο σερβιτόρος, του ολοκλήρωσα την ιστορία.

Μόλις είχα διοριστεί στον Έβρο – κάπου στην Ορεστιάδα. Είχα βγει με συνάδελφους για ένα ποτό. Έγινα λιώμα και αρρώστησα πραγματικά, παρόλο που δεν ήπια πολύ. Πρέπει να μου είχαν ρίξει για πλάκα στάχτη στο ποτό μου – ίσως από το μαγαζί, ίσως κάποιος από το τραπέζι μας ̇ έτσι για να γελάσουν με τον gay γυμναστή. Τότε ήταν και που πήρα τη δεύτερη σημαντική απόφαση ̇ να φύγω από την Ελλάδα, να ζήσω με τον έρωτα της ζωής μου – και μετέπειτα σύζυγο μου – και φυσικά να προχωρήσω σε αλλαγή φύλου. Ο Κώστας είχε χάσει το χρώμα του. Τότε, πρέπει να με αναγνώρισε. Σηκώθηκα. Του χαμογέλασα με κάποια συμπόνια – θα ήθελα τουλάχιστον έτσι να πιστεύω – και έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Οι λογαριασμοί είχαν πληρωθεί. Δε χρειαζόταν κάτι περισσότερο. Για μένα είχε κλείσει ένας σημαντικός κύκλος.  

Όση ώρα μου μιλούσε, δεν είχε αγγίξει την μπύρα της. Της σέρβιρα ένα ποτήρι νερό. Το ήπιε αργά και απολαυστικά, χωρίς να σταματά να με κοιτά – όπως άλλωστε έκανε σ’ όλη τη διάρκεια της διήγησής της. Μου χαμογέλασε λίγο πονηρά και μου είπε: «Χωρίς ποτό και τσιγάρο, οι ιστορίες δεν μπορεί να είναι παρά σύντομες». «Καπνίζατε ποτέ;» τη ρώτησα. «Και έπινα» μου απάντησε, καθώς σηκώθηκε από το σκαμπό. Πριν βγει από την αίθουσα, γύρισε τόσο όσο για να μου αφήσει ένα τελευταίο χαμόγελο. Την ευχαριστώ γι’ αυτό.

 

[1] Καπνός σε σκόνη, που λαμβάνεται από τη μύτη (δεν καπνίζεται).

Σημείωση: τα ονόματα που χρησιμοποιούνται δεν αναφέρονται σε πραγματικά πρόσωπα.

Ιωάννα Ζορμπά

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: