Στις γαλέρες της Αδριατικής – Όταν τα αφεντικά “παρακαλάνε” για προσωπικό στον τουρισμό
Όψεις της τουριστικής βιομηχανίας στα Βαλκάνια ή αλλιώς εκμετάλλευση σε ολόκληρη την Αδριατική
Ένα κείμενο σε μετάφραση από το Our Balkans, που σκιαγραφεί ανάγλυφα την πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενοι στο χώρο του τουρισμού στην Κροατία. Οι περιγραφές δυστυχώς μόνο ξένες δε θα φανούν στον Έλληνα αναγνώστη, πολλώ δε μάλλον αν τυγχάνει να έχει εργασιακή εμπειρία στον κλάδο:
Τις τελευταίες μέρες στα μέσα ενημέρωσης ακούμε απελπισμένους θρήνους της εκπροσώπου των επιχειρηματιών εστίασης Μαρίνα Μέντακ για την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού για τη φετινή τουριστική περίοδο. Στην κραυγή του πανικού της, η Μέντακ δεν αναφέρει τα πραγματικά αίτια της σημερινής κατάστασης, αλλά σε μια επιστολή που μας στάλθηκε και απευθύνεται προς τους εργαζόμενους οι πολίτες μπορούν να μάθουν για τα πολλά χρόνια συνθηκών σκληρής, επισφαλούς εργασίας στις ακτές της Αδριατικής:
“Γιατί οι “άνθρωποί μας” δεν θέλουν να κάνουν άλλη μία σεζόν στην “ακτή” μας; Έχω κάνει τουλάχιστον δώδεκα καλοκαιρινές σεζόν από την εποχή του Λυκείου ως τώρα. Μπορεί και περισσότερο, καθώς έχω ήδη ξεχάσει κάποιες απ’ τις προηγούμενες δουλειές μου.
Έχω κάνει τα-πάντα-όλα – πουλούσα παγωτά, ήμουν ρεσεψιονίστ, μοίραζα φυλλάδια, καθάριζα διαμερίσματα, πωλούσα αξεσουάρ … Τις περισσότερες φορές δούλευα “μαύρα”. Εργάστηκα παντού, από το Poreč μέχρι τη Makarska Riviera. Τα αφεντικά ήταν διαφορετικά, ένα πράγμα ήταν ίδιο – ήταν αυτονόητο ότι δεν υπήρχε ρεπό, και οι μισθοί ήταν γενικά στην κλίμακα των 4-5 χιλιάδων kuna (μεταξύ 530 και 670 ευρώ). Τα φιλοδωρήματα δεν υπήρχαν τις περισσότερες φορές, επειδή δεν έκανα τέτοιου τύπου δουλειές. Τα καταλύματα καλύπτονταν, η διατροφή συνήθως όχι. Τα προαναφερθέντα καταλύματα διέφεραν, από τα καλοκαίρι που ήμουν μόνη στο δωμάτιο, στις φορές που υπήρχαν πέντε κορίτσια σε ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια. Οι ώρες εργασίας δεν ήταν ποτέ οκτώ, πιο συχνά δούλευα μεταξύ 10 και 12 ωρών. Κανείς δεν πληρώνει υπερωρίες επειδή θεωρείται ότι οι ώρες εργασίας δεν είναι οκτώ ώρες. Οι ώρες εργασίας είναι, όπως έλεγε ένας από τους προϊσταμένους μου, “όσο λειτουργεί”.
Μερικά αφεντικά ήταν σωστά, ο μισθός καταβαλλόταν στην ώρα του, μερικοί ήταν τόσο χειριστικοί που έπρεπε να τους τραβάς από το μανίκι τους κάθε βράδυ, όταν έμπαινε ένας νέος μήνας και να προσεύχεσαι ότι θα σε πληρώσουν αυτά που σου χρωστούσαν, λέγοντάς τους ότι έχεις ξεμείνει από χαρτζιλίκι, και κάτι πρέπει να τρως, ενώ όσοι απασχολούσαν εφήβους “μαύρα” υπολόγιζαν στην αμφιβολία και τον φόβο εκείνου που οδηγείται κάθε μήνα σε θέση προσευχής ώστε να κερδίσει τα προς το ζην. Τα εν λόγω καταλύματα παρουσιάζονταν συχνά ως «δώρο» γιατί «το κόστος επιβάρυνε το αφεντικό» κι ο εργαζόμενος δεν χρειαζόταν να ξοδέψει και μπορούσε να βάζει όλο το μισθό του στην τσέπη (αν και δεν μπορούσαμε, γιατί κάτι έπρεπε να τρώμε και να πίνουμε, κάτι να ξοδεύουμε για την υγιεινή του χώρου και τη δική μας, κάτι από δω κάτι από κει αλλά και κάποιοι είχαμε λογαριασμούς να πληρώνουμε πίσω στα σπίτια μας).
Αλλά κι η ίδια η διαμονή, συνήθως κοντά στον τόπο εργασίας, την ίδια στιγμή αποτελεί εγγύηση για την αιώνια διαθεσιμότητα των εργαζομένων, η οποία φέρνει επιπλέον ώρες εργασίας για τους εργαζόμενους και επιπλέον έσοδα στους εργοδότες, επομένως η πληρωμή της διαμονής αποτελεί μια ελάχιστη επένδυση εκ μέρους των τελευταίων. Ξέρω ποια είναι η καθημερινή κίνηση για παράδειγμα σε έναν τυπικό πάγκο για παγωτά τους καυτούς καλοκαιρινούς μήνες και ξέρω και τι αριθμούς συμπληρώνουμε όταν είναι να έρθουν οι Αρχές. “Πιο πολύ μου κοστίζει”, εξηγούν τα αφεντικά, αλλά από καλοκαίρι σε καλοκαίρι συνεχίζουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους. Ώστε, δεν τους είναι και τόσο “ασύμφορο”.
Τώρα, όταν οι περισσότεροι «εγχώριοι εργαζόμενοι» συνειδητοποιούν ότι μπορούν πίσω από τα σύνορα με την Αυστρία και τη Γερμανία να έχουν μια εναλλακτική της σεζόν τους (δηλαδή θέσεις εργασίας τις οποίες οι εκεί “ντόπιοι” αποστρέφονται), τα αφεντικά εντοπίζουν ακόμα ένα πρόβλημα και για τις εισφορές και για τους εργαζόμενους που είναι επιλεκτικοί, αλλά στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν όλο και λιγότεροι τόποι μετακίνησης για τα σύνορα της εκμετάλλευσης τα οποία μετατοπίζονται για να προσελκύσουν όσους συμφωνούν να εργαστούν υπό “οποιεσδήποτε” συνθήκες. Υπάρχουν, φυσικά, στις περισσότερες ανατολικές χώρες, αλλά δεν μπορεί μια τέτοια κούρσα να συνεχιστεί ούτε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτε για πάντα. Μάθετε το σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και θα έχουμε επίσης υπηρεσίες καλύτερης ποιότητας και εργαζόμενους. Γιατί να ενδιαφερθεί κάποιος για την “κατάρρευση” της επιχείρησής σας όταν διαρκώς διαλύετε τις βάσεις τόσο των ανθρωπίνων όσο και των εργασιακών σχέσεων.”