Γιώργος Μαργαρίτης – “Ο πατριωτισμός έχει κι είχε πάντοτε ταξικό πρόσημο”
Στην ιστορία τα λαϊκά, τα απελευθερωτικά, τα δημοκρατικά κινήματα ήταν πάντοτε συνυφασμένα με την έννοια της πατρίδας. Οι λαοί πάντοτε είχαν πατρίδα και πάντοτε την προάσπιζαν. Οι κυρίαρχοι, είτε φεουδάρχες, είτε αστοί, είτε δουλοκτήτες, δεν είχαν ποτέ ανάγκη την έννοια αυτή και πολύ συχνά την απαρνήθηκαν και τη θυσίασαν στο βωμό των ταξικών τους συμφερόντων.
Ο Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, αφού μιλούν για εκείνον το πλούσιο επιστημονικό του έργο και η εκτεταμένη του αρθογραφία σε σειρά εντύπων και περιοδικών για θέματα ιστορικά, αλλά και σύγχρονα, με την “Κατιούσα” να έχει επίσης την τιμή να φιλοξενεί κείμενά του κατά καιρούς. Με αφορμή την υποψηφιότητά του στην Α’ Θεσσαλονίκης με το ΚΚΕ, που σηματοδοτεί έναν ακόμα κρίκο στην πολύχρονη συμπόρευση τους με το κόμμα, μας μίλησε σχετικά με το γιατί έχουν σημασία οι εκλογές σήμερα, πώς αξιολογεί τη θέση της Τουρκίας και τον κίνδυνο ανάφλεξης στην περιοχή μας, αν σημαίνουν κάτι για τους κομμουνιστές οι έννοιες της “πατρίδας” και των “κυριαρχικών δικαιωμάτων” στην εποχή που διανύουμε, τι αφήνει πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ στα ΑΕΙ και πολλά ακόμα ενδιαφέροντα ζητήματα:
-Θεωρητικά, η Τουρκία είναι στριμωγμένη και αναζητά στρατηγικούς συμμάχους στη διεθνή διελκυστίνδα συμφερόντων. Θα ήταν δόκιμο ή όχι να αναζητήσουμε σήμερα ιστορικές αναλογίες με την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας και την καταστροφή που ακολούθησε;
Η σημερινή Τουρκία είναι μια περιφερειακή δύναμη. Έχει δημογραφικό και οικονομικό βάρος, παραγωγικές δυνατότητες με ανοικτές αναπτυξιακές προοπτικές, τεχνολογικές δεξιότητες και στρατηγική θέση σε περιοχή όπου συναντώνται και –ενίοτε- συγκρούονται τα συμφέροντα ισχυρότερων δυνάμεων. Αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά διαμορφώνουν την πολιτική της. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάτι το συγκυριακό που ταυτίζεται με την διακυβέρνηση Ερντογάν ή όποια άλλη.
Ως περιφερειακή δύναμη, η Τουρκία δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πειθήνιο μέλος μιας συμμαχίας η οποία προωθεί συμφέροντα ισχυρότερων δυνάμεων: του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην προκειμένη περίπτωση. Πολύ περισσότερο, όταν τα συμφέροντα αυτά έρχονται σε αντίθεση με εκείνα της δικής της άρχουσας τάξης. Για το λόγο αυτό συμπεριφέρεται με «αυθάδεια» στους συμμάχους και εταίρους της, ενώ αναζητεί στηρίγματα και σε άλλες δυνάμεις, ακόμα και αυτές εναντίον των οποίων στρέφεται η συμμαχία. Από εξωτερική σκοπιά η συμπεριφορά αυτή φαίνεται ασταθής, στην πραγματικότητα όμως υπηρετεί με συνέπεια τον στόχο του απογαλακτισμού της χώρας από «συμμαχικές υποχρεώσεις» και την προώθηση μια πολιτικής στην υπηρεσία του εγχώριου ιμπεριαλισμού, του τουρκικού κεφαλαίου δηλαδή.
Στην παρούσα συγκυρία η Τουρκία δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να αποτελέσει μέρος της «ενδοχώρας» του Ισραήλ –θέση την οποία πρόθυμα αποδέχθηκαν οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου χωρίς, κατά τη γνώμη μου, να ζυγίσουν προσεκτικά τις συνέπειες- ενώ θα ήθελε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων της ανατολικής Μεσογείου (ζωτική ανάγκη για την ενεργειακή της απεξάρτηση), όπως και, για άλλους λόγους, στο Αιγαίο.
Αυτή η κατάσταση όπως εξελίσσεται, ίσως παρουσιάζει κάποια αναλογία με τα όσα έγιναν στα 1919 – 1922. Τότε φυσικά τα δεδομένα ήταν ολότελα διαφορετικά, καθώς το πρόβλημα ήταν ο προσδιορισμός των επικρατειών Ελλάδας και Τουρκίας, στη σκιά των συμφερόντων των δυνάμεων που διεκδικούσαν τμήματα της οθωμανικής κληρονομιάς. Αυτό που πλησιάζει λίγο τις σημερινές καταστάσεις είναι ίσως το ότι οι τότε κυβερνήτες της Ελλάδας, βενιζελικοί ή μοναρχικοί, χάραζαν την πολιτική τους με βάση κυρίως την εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων –βρετανικών τότε- και όχι την μοίρα του ελληνικού λαού. Ο τελευταίος πλήρωσε για τα πετρέλαια της Μοσούλης βαρύ το τίμημα του 1922.
-Πόσο πιθανό είναι ένα θερμό πολεμικό επεισόδιο και μια γενικευμένη σύρραξη στην ευρύτερη περιοχή;
Η γενικευμένη σύρραξη δεν φαίνεται τόσο πιθανή στις παρούσες συνθήκες εξαιτίας κυρίως των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών ισορροπιών στις δύο χώρες. Ένας γενικευμένος πόλεμος προϋποθέτει επιστράτευση, δηλαδή εξοπλισμό και οργάνωση πολιτών. Ο εξοπλισμός του λαού ήταν πάντα επίφοβος για τις άρχουσες τάξεις. Η αστική τάξη έχει σημαντική ιστορική εμπειρία σε αυτό το πεδίο, ειδικά σε κοινωνίες –όπως η ελληνική και η τουρκική- που βρίσκονται μέσα στη δίνη κοινωνικής κρίσης, αδιεξόδων και αντιθέσεων. Να σημειώσουμε ότι μόλις πρόσφατα –και ενόψει ίσως στρατιωτικών εμπλοκών- η Τουρκία μείωσε τη στρατιωτική θητεία στους έξι μήνες και αύξησε τον αριθμό των επαγγελματικών στελεχών στις ένοπλες δυνάμεις της σε 180.000 άνδρες.
Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό ένα λιγότερο ή περισσότερο ελεγχόμενο «θερμό επεισόδιο» ως αφορμή για την έναρξη διαπραγματεύσεων. Διαπραγματεύσεων φυσικά κάτω από την αιγίδα –«διαιτησία» πείτε το αν θέλετε- των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ειδικά για τις ΗΠΑ οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, έχουν στρατηγική ανάγκη την Τουρκία στην κατεύθυνση της περικύκλωσης της Ρωσίας, ένα «θερμό επεισόδιο» θα μπορούσε να θεωρηθεί διπλωματική ευκαιρία. Στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθούσαν θα ήταν αυτές που θα υπαγόρευαν τους όρους του «συμβιβασμού». Φυσικά όχι προς τα συμφέροντα της Ελλάδας –όπως τα φερέφωνα των αμερικανικών συμφερόντων στην χώρα μας επίμονα διακηρύσσουν.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, τα κόμματα «εξουσίας» και τα συμπληρώματά τους, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποκρύψουν τα όσα συμβαίνουν και να διασκεδάσουν τους διαφαινόμενους κινδύνους. Καλλιεργούν σε όλους τους τόνους τον «εφησυχασμό». Η πολιτική που έχουν πεισματικά επιλέξει, η κατάθεση όλων των εθνικών ζητημάτων στην καλή διάθεση των «συμμάχων» και των «εταίρων», αποκαλύπτεται σήμερα ως κενή και αδιέξοδη. Θα επιμείνουν όμως σε αυτή μέχρι τελικής πτώσης, καθώς ετούτη η σχέση που δεν προστατεύει την πατρίδα, προστατεύσει την ταξική τους κυριαρχία στην χώρα. Ο ελληνικός καπιταλισμός αυτήν την πολιτική μπορεί και θέλει να υπηρετήσει.
Το λαϊκό κίνημα δεν έχει κανένα λόγο να ασπαστεί ετούτες τις επιλογές της υποταγής και, αντίθετα, θα πρέπει να προετοιμάζεται για την ημέρα όπου τα αδιέξοδα θα δώσουν τραγωδίες και καταστροφές. Οφείλει να πολεμά τον εφησυχασμό και να καταδείχνει τις ευθύνες του αστικού πολιτικού κόσμου σε αυτό το πεδίο.
-Στο σημερινό ιμπεριαλιστικό στάδιο, ενδιαφέρουν τους κομμουνιστές έννοιες όπως “πατρίδα” και “κυριαρχικά δικαιώματα”;
Φυσικά και τους ενδιαφέρουν. Η πατρίδα είναι ο μεγάλος χώρος μέσα στον οποίο μπορούν οι λαϊκές μάζες, οι εργαζόμενοι, να λειτουργήσουν πολιτικά και να διεκδικήσουν όσα τους ανήκουν. Είναι το βασικό πλαίσιο για την δημοκρατική λειτουργία. Τυχόν παραίτηση από την έννοια της πατρίδας μεταφέρει την πολιτική διεκδίκηση των λαϊκών στρωμάτων σε ένα αόριστο σύμπαν ιδεαλιστικών προδιαγραφών, όπου απουσιάζουν τα εργαλεία και οι προϋποθέσεις για επιτυχία. Για να το πω απλά, η εργατική τάξη, ο λαός μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία στην χώρα του. Θα ήταν αφάνταστα πιο δύσκολο, σχεδόν αδύνατο και ολότελα αφηρημένο να διεκδικήσει μια οικουμενική ανατροπή, κάτι ως «Δευτέρα παρουσία». Για το πρώτο υπάρχει γήπεδο αγώνα, για το δεύτερο όχι.
Στην ιστορία τα λαϊκά, τα απελευθερωτικά, τα δημοκρατικά κινήματα ήταν πάντοτε συνυφασμένα με την έννοια της πατρίδας. Οι λαοί πάντοτε είχαν πατρίδα και πάντοτε την προάσπιζαν. Οι κυρίαρχοι, είτε φεουδάρχες, είτε αστοί, είτε δουλοκτήτες, δεν είχαν ποτέ ανάγκη την έννοια αυτή και πολύ συχνά την απαρνήθηκαν και τη θυσίασαν στο βωμό των ταξικών τους συμφερόντων.
Η πατρίδα –από τον καιρό της «επανάστασης των οπλιτών» στην κλασική αρχαιότητα- συνδεόταν, πατούσε πάνω στην επικράτεια. Η τελευταία ορίζει τα «κυριαρχικά δικαιώματα», τον χώρο μέσα στον οποίο η πατρίδα αποκτά νόημα. Για δικαιώματα του κάθε λαού μιλούμε, για τον δικό του χώρο.
Το κεφάλαιο σήμερα –όπως οι φεουδάρχες ή οι δουλοκτήτες του χθες- μπορεί να «παζαρέψει» πατρίδα και επικράτεια, να συμβιβαστεί, να εκχωρήσει. Αρκεί να εξασφαλίζει τα κέρδη του, την κοινωνική του κυριαρχία. Οι λαοί, ο κάθε λαός δεν μπορεί. Ο πατριωτισμός έχει, πάντοτε είχε, ταξικό πρόσημο.
Φυσικά η πατρίδα του κάθε λαού τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η πατρίδα του διπλανού, του γείτονα. Πέρα από αυτό το όριο αρχίζει ο εθνικισμός – η διάθεση υποδούλωσης και εκμετάλλευσης ξένων τόπων και ανθρώπων. Κάτι τέτοιο δεν ενδιαφέρει τους λαούς. Ενδιαφέρει μόνο τους κυρίαρχους και τον ιμπεριαλισμό που οι ατελείωτοι μεταξύ τους ανταγωνισμοί παράγουν.
-Έχει ζημιωθεί το ΚΚΕ και η επαναστατική υπόθεση από το γεγονός πως για κάποιους η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με την Αριστερά; Ότι νιώθει πως τη “δοκίμασε” και αυτή, αλλά χρεοκόπησε;
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να λεηλατήσει το όνομα και την παράδοση της αριστεράς, επειδή η ιστορική συγκυρία προσφερόταν για κάτι τέτοιο. Μετά τις ανατροπές του 1989-1991 ο καπιταλισμός πέρασε σε μια γενική αντεπίθεση, σκοπεύοντας να εξαφανίσει από το ιστορικό προσκήνιο όλη την επαναστατική παράδοση και ειδικά εκείνη της εργατικής τάξης. Μέρος αυτής της αντεπίθεσης είναι η ψευδεπίγραφη χρήση όρων, εννοιών της αριστεράς και η στρέβλωση των αξιών του επαναστατικού χώρου. Ακόμα και ο Τσε Γκεβάρα, βλέπετε, μπορεί να πουληθεί ως καταναλωτικό προϊόν στο νέο αυτό κόσμο. Θα είχε πρόβλημα ο ΣΥΡΙΖΑ να πουλήσει «αριστερές αξίες»;
Στο χώρο των διανοουμένων, στο Πανεπιστήμιο το «επαναστατικό» συνδέεται πλέον με απίθανες μπουρδολογίες και ασημαντολογίες στο ευρύ πλαίσιο του «μεταμοντερνισμού». Οι ψευδοεπιστήμες –ενίοτε όπως τις περιέγραψε η ΟΥΝΕΣΚΟ στις μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο θέσεις της- ανθίζουν και η βασισμένη στον άκρατο υποκειμενισμό μεταφυσική κυριαρχεί.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η τέχνη της εξαπάτησης έχει αναδειχθεί σε απόλυτη «επιστήμη του ανθρώπου». Γνωστός ιστορικός του κύκλου ΣΥΡΙΖΑ (και ΠΑΣΟΚ και πολλά άλλα) το έκφρασε ξεκάθαρα αναφερόμενος στην επιστήμη της ιστορίας: «Δεν μας ενδιαφέρει τι έγινε. Μας ενδιαφέρει τι νομίζουν οι άνθρωποι του σήμερα ότι έγινε στο χθες…». Η «μνήμη» δηλαδή στη θέση της ιστορικής έρευνας. Και φυσικά την μνήμη –έννοια υποκειμενική- τη διαμορφώνει κανείς κατά την όποια βούληση των «τεχνικών της επικοινωνίας».
Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα μπουρδολόγησε «αριστερά» ο ΣΥΡΙΖΑ. Και ο μεν τελευταίος την αποστολή του –στην υπηρεσία του συστήματος- την ολοκλήρωσε. Θα φύγει από το προσκήνιο, θα μεταπλαστεί, θα αλλάξει όνομα, θα επανέλθει αλλιώς. Το γενικό κλίμα όμως και αυτοί οι μηχανισμοί ιδεολογικού και επιστημονικού εξανδραποδισμού της κοινωνίας και του πολιτισμού θα μείνουν εδώ, έτοιμοι και διαθέσιμοι πάντα στο να ντύσουν με «αριστερά» ενδύματα το κάθε τι αντιδραστικό και χυδαίο.
Η ιδεολογική διαμάχη θα είναι το κύριο πεδίο αναμέτρησης τα χρόνια που έρχονται. Εάν χαθεί ο αγώνας σε αυτόν τον χώρο, τότε οι τερατογενέσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ θα εξακολουθήσουν να σκυλεύουν και να ευτελίζουν την τεράστια αγωνιστική κληρονομιά της αριστεράς. Και η προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης, της επαναστατικής μετάπλασης του κόσμου θα συνεχίσει να θολώνει στο πέρασμα του χρόνου.
– Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, πώς αποτιμάτε τα πεπραγμένα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην ανώτατη εκπαίδευση;
Σε αυτά τα τέσσερα-πέντε χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οι διαμορφωμένες τάσεις και οι πολιτικοί στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανώτατη εκπαίδευση, προωθήθηκαν με την μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Δεν ήταν μόνο η οικονομική ασφυξία που έπληξε τα ΑΕΙ, δεν ήταν μόνο η συνεπακόλουθη γενίκευση των διδάκτρων. Όλη η πανεπιστημιακή δομή μεταβλήθηκε.
Η διδασκαλία και η έρευνα –όση απέμεινε- εναποτέθηκαν στην ευθύνη «συμβασιούχων» κάθε τύπου και μορφής, δημιουργώντας ένα απίστευτο πλέγμα εργασιακών σχέσεων και αντικρουόμενων συμφερόντων. Η όποια ουσιαστική αξιολόγηση και κρίση ναυάγησε μέσα σε αυτόν τον ωκεανό ιδιοτήτων των διδασκόντων. Η έννοια του πρόσκαιρου και της «μερικής απασχόλησης» καταργεί την όποια διάθεση αυτών των διδασκόντων να οργανώσουν την διδασκαλία ή την δική τους ακαδημαϊκή συγκρότηση. Η πολυδιάσπαση των σπουδών μέσα από «προγράμματα» κάθε μορφής και είδους, προετοίμασε την υπονόμευση της αξίας των πτυχίων. Η εισαγωγή διετών, τριετών ή «ευέλικτων» κύκλων σπουδών, συνυφασμένων ολοένα και περισσότερο με δίδακτρα, και η ολοένα και πιο εμφανής «επιχειρηματική» διάσταση ολοκλήρωσε το σκηνικό. Στην ουσία η δημόσια εκπαίδευση υιοθέτησε τα κριτήρια των ιδιωτικών Κολεγίων. Προοδευτικά μεταβάλλεται σε επιχείρηση που πουλά γνώση ως «προϊόν» σε σπουδαστές-«καταναλωτές» που θα έχουν να το αγοράσουν.
Οι κομπασμοί της απερχόμενης κυβέρνηση ότι προστάτευσε τον «δημόσιο χαρακτήρα» του Πανεπιστημίου και υπερασπίστηκε το άρθρο 16 του Συντάγματος, μάλλον ως κακόγουστο αστείο μπορούν να ακουστούν πλέον. Ο δρόμος είναι στρωμένος για την επόμενη κυβέρνηση να ολοκληρώσει το σκηνικό εισάγοντας και την αυστηρή αστυνόμευση ως δική της «συνεισφορά» στην κατεδάφιση του ακαδημαϊκού χώρου.
Η γενικευμένη αναρχία στην ίδρυση Τμημάτων, διαδικασίες ενοποίησης με ΤΕΙ και τα συναφή μόνο με το χάος των ιδιωτικών κολεγίων μπορεί να συγκριθεί.
Το περίφημο άρθρο 16, για τη διατήρηση του οποίου κομπάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι πλέον ένα αδειανό περίβλημα χωρίς περιεχόμενο, νόημα και ουσία.
Ας προσθέσουμε τέλος το τερατούργημα του ΕΛΙΔΕΚ ως ενιαίου φορέα κρίσης, επιλογής και αξιολόγησης των ερευνητικών προγραμμάτων. Αδιαφανείς διαδικασίες στο αόριστο όνομα της «διεθνούς πρακτικής», σαφέστατες πολιτικές και ιδεολογικές προτιμήσεις των «αδιάβλητων αλγορίθμων» στην περίπτωση εκλεκτών και ημετέρων και σπατάλη δεκάδων εκατομμυρίων για κομματικούς σκοπούς. Υποθέτουμε ότι αυτή η υπόθεση θα ακουστεί πολύ στη συνέχεια.
-Ακούμε συχνά ότι μια πιθανή Δεξιά κυβέρνηση θα πάρει σκληρά αντιλαϊκά μέτρα, σε αντίθεση με την τωρινή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Εσείς πώς το σχολιάζετε αυτό και τι περιμένετε για την επόμενη ημέρα των εκλογών;
Πρόκειται για ένα επικοινωνιακό παιχνίδι χωρίς ιδιαίτερη ουσία. Ο απερχόμενος κατηγορεί τον επερχόμενο ότι θα είναι χειρότερος από αυτόν. Οπωσδήποτε υπάρχουν κάποιες διαφορές μεταξύ των κομμάτων εξουσίας. Και η ΝΔ όμως και το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ έχουν από κοινού αποδεχθεί τα μνημόνια –ειδικά το τρίτο που «νομιμοποίησε» και επαύξησε και τα δύο προηγούμενα, έχουν τις ίδιες θέσεις για τις στρατηγικές επιλογές της χώρας και τα «εθνικά θέματα» και προσδοκούν ανασύνταξη του ελληνικού καπιταλισμού και «ανάπτυξη» με τον ίδιο τρόπο: συμπίεση του κόστους της εργασίας, ανταγωνιστικότητα και «προσέλκυση επενδυτών». Στο μείγμα προτεραιοτήτων ίσως διαφέρουν.
Με βάση την εμπειρία που όλοι αποκτήσαμε την τελευταία δεκαετία ιδιαίτερα την επαύριο των εκλογών οι προεκλογικές υποσχέσεις θα πνιγούν πολύ σύντομα μέσα σε μετεκλογικές «διαπιστώσεις». Ανακάλυψη «καμμένης γης», σκάνδαλα των προηγούμενων και τα συναφή που θα οδηγήσουν σε νέα μέτρα ενάντια στον κόσμο της εργασίας. Θα ήταν παράδοξο να μην εκμεταλλευθεί η Νέα Δημοκρατία το στρωμένο τραπέζι μέτρων και πλαισίων που της έχει ήδη ετοιμάσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Υπάρχει και το άλλοθι της εποπτείας των θεσμών…
Η επόμενη ημέρα θα είναι –σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις- ίδια και χειρότερη με τις προηγούμενες. Χειρότερη με την έννοια ότι η ψήφος «απαλλαγής» από το ΣΥΡΙΖΑ με την οποία προικοδοτήθηκε η ΝΔ θα της δώσει το κύρος και την κοινοβουλευτική ευχέρεια να επιταχύνει την επιβολή μέτρων, κανόνων και πολιτικών στην ίδια πάντα κατεύθυνση.
Θα πρόκειται για την τελευταία προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην υπόθεση του ελληνικού καπιταλισμού.
-Μια κλασική φράση λέει πως “αν μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο οι εκλογές, θα ήταν παράνομες”. Γιατί λοιπόν κάποιος να πάει να ψηφίσει και τι μήνυμα θα μπορούσε να δώσει η κάλπη;
Υπάρχουν ξέρετε πολλά πράγματα που δεν αλλάζουν τον κόσμο και όμως έχουν τη σημασία τους. Μια απεργία δεν αλλάζει τον κόσμο, ούτε μια διαδήλωση, ούτε κάποιος αγώνας μικρός ή μεγάλος. Αυτά τα μικρά όμως –και αναποτελεσματικά αν θέλετε- είναι η φωνή των εργαζόμενων, είναι η διαμαρτυρία τους, είναι η διακήρυξη της αντιπαλότητας με την αδικία και την εκμετάλλευση, με το καθεστώς της καθημερινής ζωής τους. Αν έλειπαν όλα αυτά ,τότε οι αγώνες τους, οι διαμαρτυρίες τους απλά δεν θα υπήρχαν. Θα ήταν μια ενδόμυχη πίκρα, μια αίσθηση απελπισίας που μόνο την υποταγή –προσαρμογή πείτε το αν θέλετε- θα μπορούσε να φέρει. Η φωνή είναι λόγος και ο λόγος δημιουργεί σχέσεις. Ενώνει δηλαδή τους ανθρώπους, για να μην το λέμε φιλοσοφικά. Τους φέρνει κοντά, τους κάνει να επικοινωνούν και να συνδέουν το ατομικό τους πρόβλημα με το γενικότερο, εκείνο των άλλων εργαζόμενων, τους καθιστά συλλογικό σώμα. Αυτό το συλλογικό σώμα, προϋπόθεση οργάνωσης είναι το πρώτο βήμα για την πολιτική διεκδίκηση. Αν δεν γίνει αυτό, τότε τα υπόλοιπα είναι μοναχικές αναζητήσεις –από εκείνες που δεν αφορούν την πολιτική.
Ας δούμε τις εκλογές ως κάτι παραπλήσιο. Πραγματικά αυτές οι διαδικασίες της αστικής «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας», απευθείας προερχόμενες από τα «Κολέγια των Προυχόντων» της προεπαναστατικής Γαλλίας, δεν έχουν φτιαχτεί για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των εργαζόμενων και του λαού. Οι «προύχοντες» του σήμερα μας καλούν σε τακτά χρονικά διαστήματα να διαλέξουμε έναν από αυτούς για να νομιμοποιήσουν τις πολιτικές της τάξης τους, να εδραιώσουν την ταξική τους κυριαρχία. Σε όσους δεν αρέσει ετούτη η προσεκτικά προετοιμασμένη «επιλογή», οι διαδικασίες αυτές μπορούν και πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως μορφή αγώνα, ως μορφή πάλης. Μια ισχυρή φωνή ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν συμβιβάζονται με ετούτο το πολύ γνωστό παιχνίδι, που δεν μετέχουν στο σύστημα αυτό. Η ψήφος στο ΚΚΕ έχει αυτή τη σημασία.
Σημαίνει πρώτο ότι δεν παραιτούμαστε. Αυτό θα σήμαινε η αποχή και η ιδιώτευση. Σημαίνει ότι, παρά τις προθέσεις των άλλων, οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα θεωρούν δικαίωμά τους τη συμμετοχή στην πολιτική. Δεν παραιτούνται.
Σημαίνει δεύτερο ότι η πολιτική αυτή συμμετοχή –η ψήφος- δεν θα γίνει με τους όρους που υπαγορεύουν οι κυρίαρχοι, οι σημερινοί «προύχοντες» της αστικής τάξης. Δεν υποχρεώνεται ο λαός να διαλέξει τους δικούς τους «εκπροσώπους». Αντίθετα κραυγάζει την πρόθεσή του για κοινωνική απελευθέρωση, για ανατροπή ετούτου του απατηλού σκηνικού –του παραφουσκωμένου με βαρύγδουπες «αξίες» και λόγια παχιά, όσο και κενά. Γι’ αυτό έχει σημασία και η συμμετοχή στις εκλογές και η ψήφος στους κομμουνιστές, στο ΚΚΕ.
Δεν είναι καιροί για αποχές, παραιτήσεις και ιδιώτευση. Είναι και αυτά μια μορφή υποταγής. Υποταγής σε έναν κόσμο άδικο που δεν αξίζει στους αγώνες του λαού μας, στην ιστορία μας και τον πολιτισμό μας.