Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Ο επαναστάτης γενάρχης της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής πεζογραφίας στη χώρα μας
Ναι, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης δεν ήταν μόνο, όπως έγραψε ο Τάκης Αδάμος, “γενάρχης της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής πεζογραφίας στη χώρα μας”. Ήταν επαναστάτης…Στα έργα του ανέδειξε τους νόμους που ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων, τα αίτια που προξενούν την κοινωνική ανισότητα και την αναπόφευκτη ταξική πάλη και Επανάσταση.
Πριν από 96 χρόνια, την 1η του Ιούλη 1923, έφυγε από τη ζωή ο Κερκυραίος λογοτέχνης Κωνσταντίνος Θεοτόκης, που θεωρείται πρόδρομος της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας. Με αφορμή αυτή την επέτειο, ο δημοσιογράφος Χρήστος Κορφιάτης έγραψε ένα ενδιαφέρον άρθρο στην ιστοσελίδα corfupress, το οποίο αναδημοσιεύτηκε στο πόρταλ 902.γρ απ’ όπου το μεταφέρουμε:
Κωνσταντίνος Θεοτόκης
Ο επαναστάτης λογοτέχνης που έγραψε για να απελευθερώσει τους σκλάβους από τα δεσμά τους«”Σηκώθη τ’ άγιο δίκιο της να λάβει / Όλη η αργατιά με φρόνημα γενναίο / Ισονομίας κηρύχνει νόμο νέο…”».
Ποιας κοσμοθεωρίας λογοτέχνης μπορούσε να γράψει αυτούς τους υπέροχους στίχους και ολόκληρο το άτιτλο σονέτο του, ύμνο στους αγώνες της ελληνικής και παγκόσμιας εργατικής τάξης, ενώ ξέσπαγε και επικρατούσε η μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, το 1917;
Απλώς δημοκράτης;
Ή έστω έντονα προοδευτικός;
Μήπως γενικά και αόριστα ευαίσθητος στα νέα μηνύματα και αριστερός σοσιαλδημοκράτης;
Δεν υμνεί γενικά και αόριστα τον λαό, το επαναστατικό ξύπνημα, τη λευτεριά, το ξεπέρασμα της καθυστέρησης. Συλλαμβάνει αμέσως το νόημα και επικεντρώνεται σε αυτό. Επιλέγει. Αναδεικνύει και χωρίς να χάσει καιρό όλος χαρά υμνεί την ουσία της κοινωνίας που ανατέλλει: Τη νίκη της εργατικής τάξης και το δικό της νόμο, τη “γέννηση της νέας λευτεριάς”, την ανατολή του επιστημονικού σοσιαλισμού στον αιώνα του.
Αυτό, ενώ άλλοι προοδευτικοί ομότεχνοί του στέκονται σε πιο γενικές έννοιες ή στον ξεσηκωμό γενικά του λαού και της Επανάστασης στη Ρωσία και ο ίδιος δεν έχει απαλλαγεί από ψευδαισθήσεις ότι η πολιτική ορισμένων αστικών δυνάμεων ενδέχεται να είναι χρήσιμη για τον λαό ώσπου οι εργαζόμενοι να θελήσουν και να μπορέσουν να στοιχηθούν στο επαναστατικό κίνημα, καθώς έβλεπε τις τεράστιες δυσκολίες του εργατικού – επαναστατικού κινήματος στην Κέρκυρά του και γενικότερα στη χώρα μας.
Αναφερόμαστε, φυσικά, στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, που σαν σήμερα πριν από 96 χρόνια, την 1η Ιούλη 1923, έφυγε από τη ζωή.
Τι είδους λογοτέχνης, αν όχι πραγματικός επαναστάτης όπως αυτός, θ’ απαρνιόταν την αριστοκρατική καταγωγή του και θ’ αφιέρωνε τις δυνάμεις του, οικονομικούς πόρους του, τις γνώσεις του για να φωτίσει την εργατική τάξη της Κέρκυρας, για να την οργανώσει, για να γίνει σε ηλικία 39 ετών το 1911 πρωτεργάτης της ίδρυσης του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας που επτά χρόνια αργότερα, το 1918, θα αποτελούσε ιδρυτικό μέλος του ΣΕΚΕ, δηλαδή του Κόμματος που το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας;
Στον συλλογικό τόμο “Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας” ο Κερκυραίος εκπαιδευτικός Κώστας Θύμης, που μελέτησε την ιστορία του Ομίλου, βεβαιώνει ότι ο λογοτέχνης αυτός ήταν και ο χρηματοδότης και ο καθοδηγητής της πρωτοποριακής εφημερίδας «Σοσιαλιστική Δημοκρατία». Εκείνης της γεμάτης εργατικό παλμό εφημερίδας που το 1912, όταν άλλα έντυπα της εποχής με σοσιαλιστικό προσανατολισμό αναπαρήγαγαν τις ιδέες του ουτοπικού και του μπασταρδεμένου σοσιαλισμού ή μάσαγαν τα λόγια τους, είχε στην προμετωπίδα της το σύνθημα: “Εργάτες όλου του κόσμου ενωθήτε”.
Και πώς θα μπορούσε αυτός ο άρχοντας της πιο ισχυρής φεουδαρχικής – αρχοντικής οικογένειας της Κέρκυρας, αν δεν αφιερωνόταν στον λαό και δεν είχε αρετές που οι κομμουνιστές κυρίως ενσάρκωναν πια στην εποχή του, να γράψει την “Τιμή και το Χρήμα”, στην πιο εργατική και αγροτική ντοπιολαλιά μάλιστα; Στα εργατικά προάστια και στα χωριά της κερκυραϊκής υπαίθρου μάζωνε κι αφομοίωνε λέξη τη λέξη τη γλώσσα του “μικρού λαού”, όπως έκανε κάποτε στην ίδια γη ο λογοτεχνικός φάρος του Διονύσιος Σολωμός. Πιο σύγχρονος ετούτος, αλλά στερνός μαθητής του Σολωμού στα μέρη που εκείνος έγραψε τα πιο ώριμα έργα του, συνεχιστής της πιο προοδευτικής λογοτεχνικής παράδοσης της Επτανησιακής Σχολής και του Δημοτικισμού, με γνώση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου πήρε την ψυχή των ένδοξων “Ελεύθερων Πολιορκημένων” και την ανέβασε στο επίπεδο των “Σκλάβων στα δεσμά τους”, υπερβαίνοντας τον ιδεαλισμό, αποκαλύπτοντας την ταξική ουσία των ανθρώπινων σχέσεων και υμνώντας την κοινωνική επανάσταση, την “εξαίσια βία” της, το άνοιγμα του νέου δρόμου κοινωνικής οργάνωσης στη Ρωσία.
“Σκοπός του ήταν η κοινωνική αλλαγή, ο σοσιαλιστικός ανασχηματισμός της κοινωνίας”, όπως έγραψε στην τετράτομη “Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας” του ο κορυφαίος Κερκυραίος φιλόλογος της γενιάς του κομμουνιστής Περικλής Καλοδίκης, ο οποίος έγραψε στο Βουκουρέστι μετά τον Εμφύλιο τα βιβλία με τα οποία μορφώθηκαν τα Ελληνόπουλα σε όλες σχεδόν τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. “Προδιαγράφει”, συμπλήρωσε για τα έργα του, “τον αναπόφευκτο χαμό” του παλιού κοινωνικού καθεστώτος. “Είναι η καταδίκη του συστήματος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας (…), η ψυχή του και όλο του το έργο είναι ποτισμένα απ’ έναν απέραντο σοσιαλιστικό ουμανισμό (…), οραματίζεται μια καινούρια κοινωνία, ένα κοινωνικό καθεστώς ευτυχίας, χαράς και ελευθερίας για όλη την ανθρωπότητα”.
Ο Κερκυραίος λογοτέχνης ολοκλήρωσε και κυκλοφόρησε τους “Σκλάβους στα Δεσμά τους” το 1922, λίγους μήνες πριν η αρρώστια του την 1η Ιούλη του 1923 τον πάρει πρόωρα από τη ζωή σε ηλικία 51 ετών και κηδευτεί την ώρα έκτη πρωινή της επομένης στην Κέρκυρα περιφρονημένος από την κυρίαρχη τάξη, την οποία απαρνήθηκε και στιγμάτισε.
Κι ενώ ήταν ο ίδιος που μερικά χρόνια νωρίτερα είχε ταχθεί με το ανταντόφιλο κίνημα του Ελευθέριου Βενιζέλου και είχε επιλέξει αστικό στρατόπεδο στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στους “Σκλάβους στα Δεσμά τους” κηρύσσει και πάλι δυνατά το “Ευαγγέλιο της καινούργιας αγάπης” ενός κόσμου “λευτερωμένου από την τυραννία του πλούτου”, μνημονεύει τον Καρλ Μαρξ και το “όνειρο της λευτεριάς”, εύχεται μια “τρικυμία δημιουργικής καταστροφής” εκ μέρους των καταπιεσμένων. Στηλιτεύει τον “άδοξο δρόμο της υποταγής”, χειροκροτεί τον “κόσμο που εγεννούσε η ανάγκη των πραγμάτων”, “το σηκωμό και την επανάσταση”, τη “νέα πίστη”, την “ανώτερη ανθρωπότητα” που αλλού ήδη επιχειρούσαν. Θεωρεί αναπόφευκτη την “εποχή αδελφοσύνης” και τη νίκη της Επανάστασης που “θα καθαρίσει τον τόπο”. Όσο κι αν ο ίδιος δεν μπόρεσε να μείνει απολύτως συνεπής, όσο κι αν ήταν κι αυτός σκλάβος στα δικά του προσωπικά δεσμά επειδή δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να γίνει ηγέτης λες και η σάρκα του αδυνατούσε ν’ ακολουθήσει πάντα το πνεύμα του και την καρδιά του, όπως έγραψε για έναν ήρωά του, ξεκαθαρίζει ότι θα ‘ρθει η ώρα “να γνωρίσει ο λαός τη δύναμή του”, ότι “δεν υπάρχει δρόμος άλλος… ” από την Επανάσταση. Σαλπίζει “νικητήριο λευτεριάς”, φέρνοντας στο προσκήνιο “τη ζωή όλης της εργατιάς” των πόλεων και της υπαίθρου.
“Οι σοσιαλιστικές ιδέες μού ξεσκέπασαν έναν καινούριο κόσμο που δεν τον εφανταζόμουν”, είχε πει στον ομοϊδεάτη ποιητή – φίλο του Νίκο Λευτεριώτη. Τον περιέγραψε αυτόν τον κόσμο, προτείνοντάς τον. Δεν αποδεχόταν ούτε τη δημοκρατική μάσκα του καπιταλιστικού συστήματος, δεν απεχθανόταν απλώς και μόνο τη βάρβαρη πλευρά του καθεστώτος. “Μισούσε βαθιά το αστικό καθεστώς”, σύμφωνα με τον επίσης αγωνιστή – φίλο του Αριστοτέλη Σίδερι.
Σε αντίθεση με την τάξη του, ήταν φλογερός πατριώτης με λόγια και έργα και συνάμα εθνολόγος και διεθνιστής. Πήγε εθελοντής και πολέμησε στην επανάσταση της Κρήτης το 1896. Οργάνωσε ο ίδιος εθελοντικό σώμα και πήγε και πολέμησε για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1897.
Δεν μελέτησε απλώς και δεν μετέφρασε απλώς ξένη γραμματεία, έγραψε ο ίδιος ιστορία της ινδικής λογοτεχνίας. Πίστευε σε μιαν “ανθρωποσύνη χωρίς σύνορα”. Μετέφρασε αριστουργήματα του Σαίξπηρ, του Γκαίτε, του Ράσελ, του Βιργίλιου. Κι ενώ κατείχε εννέα γλώσσες, πέθανε πάμπτωχος στο σπίτι του φίλου του ζωγράφου Άγγελου Γιαλλινά στην αγαπημένη του Κέρκυρα, αρνούμενος και τιμές και χρήμα.
“Δεν εσκέφτηκα ποτέ να βάλω την τύχη μου στην υπηρεσία καμιάς εστεμμένης κεφαλής και προ πάντων του αυτοκράτορα της Γερμανίας”, απάντησε σε πρόταση του Κάιζερ, αρνούμενος στην Κέρκυρα πρόταση συνεργασίας το 1911 κι αργότερα. Το 1920 επέστρεψε στον Ελ. Βενιζέλο παράσημο που του έστειλε η κυβέρνηση για τις “εθνικές υπηρεσίες” του στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τη δεύτερη κιόλας μέρα του διορισμού του από το βενιζελικό στρατόπεδο σε θέση διευθυντή λογοκρισίας είχε υποβάλει την παραίτησή του, ενώ πάλευε να επιβιώσει.
“Δεν γνώρισα άλλον να συγκινείται ως τα δάκρυα μπρος στην κάθε γενναία εκδήλωση, στο κάθε ηθικό μεγαλείο, μπρος στην κάθε αρετή, στον κάθε ηρωισμό”, έγραψε γι’ αυτόν η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που τον είχε γνωρίσει καλά. “Πίστευε απόλυτα πως για να φτιαχτεί ένας νέος ηθικός κόσμος, απαλλαγμένος ολότελα από τις αμαρτίες του παλιού, χρειαζόταν ν’ αλλάξει από τα θεμέλια το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς (…) Όσο κανένας άλλος ήξερε ποιο είναι το χρέος μπρος στη ζωή και πόσο άθλιοι είμαστε όταν δεν το εχτελούμε (…) Στάθηκε ένας επαναστατημένος, ένας ριζοσπάστης”.
Η ίδια έγραψε επίσης για τον Κερκυραίο λογοτέχνη ότι είχε μετανιώσει για τη λιποταξία του, εννοώντας προφανώς την επιλογή του να ταχθεί με ένα από τα δυο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, δηλαδή το αντιγερμανικό, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. “Λιποταξία” λοιπόν… Ας το ξανασκεφτούμε: Πόσοι και ποιοι άνθρωποι έχουν τόση γενναιότητα ώστε να αναγνωρίζουν και να στιγματίζουν τόσο τα λάθη τους αυτού του είδους και, εν τέλει, λίγο πριν τους πάρει ο θάνατος, να αφήνουν εν είδει έμπρακτης παρακαταθήκης έργα όπως οι ασυναγώνιστοι “Σκλάβοι στα δεσμά τους”; Θα μπορούσε, θα τα έπραττε τούτα, αν μέσα του, από τότε που διάβασε το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”, δεν ένιωθε επαναστάτης σοσιαλιστής;
Ναι, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης δεν ήταν μόνο, όπως έγραψε ο Τάκης Αδάμος, “γενάρχης της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής πεζογραφίας στη χώρα μας”. Ήταν επαναστάτης. Με λάθη, με αναστολές, με ταλαντεύσεις, με αμφιβολίες, με λειψή πίστη, έστω, στις δυνατότητες της άμεσης νίκης. Στα έργα του ανέδειξε τους νόμους που ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων, τα αίτια που προξενούν την κοινωνική ανισότητα και την αναπόφευκτη ταξική πάλη και Επανάσταση.
Ισχυριζόμαστε, επιπλέον, ότι η Ελλάδα δεν έβγαλε στον καιρό του καλύτερον επαναστάτη σοσιαλιστή λογοτέχνη από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη ή για να τον πούμε κι όπως πιο ζεστά τον λένε ακόμα και τώρα πολλοί απλοί άνθρωποι στην Κέρκυρα γιατί τον νιώθουν δικό τους, από τον Ντίνο Θεοτόκη. Αν αναλογιστούμε ακόμη τη συμμετοχή του το 1915 στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη σοσιαλιστικών οργανώσεων που προετοίμασε το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ, καθώς και το πόσο και πώς συνέβαλαν γαλουχημένοι από τον ίδιο συμπατριώτες – φίλοι του στην πορεία του εργατικού – επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας εκείνα τα χρόνια, του οφείλουμε ίσως κάτι τις ακόμα και για την ίδρυση του Κάπα Κάπα Έψιλον!».
Χρήστος Κορφιάτης