Καρλ Λιούις – Τα ρεκόρ πολλοί αγάπησαν, αλλά τον ρέκορντμαν κανείς…
Η άνοδος και η πτώση ενός “καθαρού” πρωταθλητή του εργαστηρίου…
Ψηφίστηκε αθλητής του αιώνα, θεωρήθηκε κατά μία έννοια διάδοχος του θρυλικού Τζέσε Όουενς, έκλεισε την καριέρα του μες σε αποθέωση από το δικό του κοινό, αλλά το ισοζύγιο στο τέλος ήταν αμφιλεγόμενο. Είτε γιατί κατάφερε να γίνει αντιπαθής σε πολλούς συναθλητές του με τη συμπεριφορά του, είτε κυρίως γιατί κανείς δεν πίστεψε το προφίλ του “τίμιου και καθαρού” αθλητή που πουλούσε, σε μια εποχή που τα αναβολικά έκαναν θραύση. Ή ακόμα και για τους λάθος λόγους, όπως τις φήμες για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις.
Ο Φέντερικ Κάρλτον Λιούις, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε την πρώτη μέρα του Ιουλίου του 1961 στην πολιτεία της Αλαμπάμα, αλλά μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϊ, σε μια ευκατάστατη οικογένεια, όπου το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά και ακολούθησε την καριέρα των γονιών του, που είχαν ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Ξεχώρισε από νωρίς για τα προσόντα του, κάνοντας εντυπωσιακές επιδόσεις-ρεκόρ από τα παιδικά του χρόνια κι έγινε μήλο της έριδας για διάφορα κολέγια, που ήθελαν να επενδύσουν στο ταλέντο του.
Προτιμούσε το αγώνισμα του μήκους, αλλά ήταν πολύ καλός σπρίντερ -παρά τις συνήθως μέτριες εκκινήσεις του- με αποκορύφωμα τη μέρα που κατάφερε να κερδίσει τους τελικούς του κολεγιακού πρωταθλήματος στο μήκος και τα 100 μ, μολονότι διεξάγονταν σχεδόν ταυτόχρονα. Τα χαρίσματά του ήταν τέτοια που απασχόλησαν μάλιστα ομάδες από άλλους χώρους, με το Λιούις να γίνεται ντραφτ στο ράγκμπυ και να αρνείται την πρόταση των Σικάγο Μπουλς -χάνοντας την ευκαιρία να γίνει συμπαίκτης του Μάικλ Τζόρνταν.
Είχε μεσολαβήσει η απόλυτη καταξίωση στους Ολυμπιακούς. Έχασε την ευκαιρία να κάνει ντεμπούτο στη Μόσχα, λόγω του μποϊκοτάζ των ΗΠΑ, κυριάρχησε όμως τέσσερα χρόνια μετά στο Λος Άντζελες, όπου πήρε τέσσερα χρυσά μετάλλια, ισοφαρίζοντας την επίδοση του Τζέσε Όουενς, που είχε ταπεινώσει τους Ναζί στο Βερολίνο, το 36′ -αλλά είχε τη χειρότερη αντιμετώπιση στη δική του πατρίδα. Δεν κατάφερε να αξιοποιήσει εμπορικά όμως τη μεγάλη του επιτυχία, λόγω της φημολογίας για το σεξουαλικό του προσανατολισμό, που του στέρησε πολλά συμβόλαια με χορηγούς. Εντάξει να είναι μαύρος, όχι όμως και ομοφυλόφιλος…
Πήρε συνολικά δέκα ολυμπιακά μετάλλια -εκ των οποίων τα εννιά χρυσά- και ισάριθμα μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα -εκ των οποίων τα οκτώ χρυσά. Ίσως το πιο συγκινητικό για αυτόν να ήταν στην Ατλάντα το 96′, στο άλμα εις μήκος, ως κύκνειο άσμα στη μεγάλη καριέρα του -αν και τελικά δε συμπεριλήφθηκε στην ομάδα της σκυταλοδρομίας, παρά τις πιέσεις που άσκησε. Αλλά στους περισσότερους έχει μείνει χαραγμένος ο τελικός του 88′ στη Σεούλ, που είχε χαρακτηριστεί ως “η κούρσα του αιώνα”, με έξι δρομείς να πέφτουν κάτω από τα 10 δευτερόλεπτα, και τον Μπεν Τζόνσον να πετυχαίνει ένα εξωπραγματικό -για την προ-Μπολτ εποχή- παγκόσμιο ρεκόρ, που το χάρηκε μόλις δύο μέρες, πριν βρεθεί θετικός στη χρήση αναβολικών ουσιών και ακυρωθεί.
Συνολικά έξι από τους οκτώ αθλητές εκείνου του τελικού βρέθηκαν αργότερα μπλεγμένοι σε αντίστοιχες υποθέσεις -δείχνοντας το μέγεθος της βρωμιάς και της υποκρισίας στον επαγγελματικό αθλητισμό. Το δεύτερο θα το έδειχνε σε όλη του τη διάσταση ο Λιούις, που πήρε τελικά το χρυσό, μετά την ακύρωση του μεγάλου ανταγωνιστή του. Στην αυτοβιογραφία του περιέγραφε το “κίτρινο χρώμα στα μάτια του Τζόνσον” που ήταν ένδειξη για τη χρήση στεροειδών. Πολλά χρόνια αργότερα όμως, θα κατέρρεε ο δικός του μύθος με τις αποκαλύψεις ενός μέλους του τμήματος αντι-ντόπινγκ της Ολυμπιακής Επιτροπής των ΗΠΑ (Γουέιντ Έξαμ) που αποδείκνυε πως ο Λιούις είχε βρεθεί θετικός 3 φορές μες στη χρονιά (1988) αλλά λειτούργησε ο νόμος της συγκάλυψης.
Κανείς δεν έπεσε από τα σύννεφα, κανείς δεν παραξενεύτηκε για την ασυλία του Λιούις, παρόλα αυτά η κατάρρευση του μύθου και ενός εύθραυστου ειδώλου ήταν εκκωφαντική. Και η αλαζονική στάση του Λιούις, ακόμα κι απέναντι σε πολλούς ανταγωνιστές του, τον άφησαν μόνο, χωρίς συμπάθειες και πολλούς υποστηρικτές. Ίσως αυτό να εξηγεί και την αποτυχημένη απόπειρά του να εμπλακεί στην πολιτική με τους Δημοκρατικούς.
Τα ρεκόρ πολλοί αγάπησαν, τον ρέκορντμαν κανείς…