Ήταν Δευτέρα, 15 του Ιούλη 1974…
Το αμερικανόπνευστο πραξικόπημα στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή που ακολούθησε, δεν ήταν κεραυνοί εν αιθρία. Αποτελούσαν ένα ενιαίο σχέδιο των Αμερικανών, με κύριο στόχο να προωθήσουν το σχέδιο διχοτόμησης και ΝΑΤΟποίησης της Κύπρου. Μια λύση που προετοιμαζόταν χρόνια και που τελικά υλοποιήθηκε γιατί καμία άλλη δε βόλευε στη δεδομένη στιγμή τα αμερικανονατοϊκά συμφέροντα…
Η τραγωδία της Κύπρου το Καλοκαίρι του 1974 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ηταν μια λύση που προετοιμαζόταν χρόνια και που τελικά υλοποιήθηκε γιατί καμία άλλη δε βόλευε στη δεδομένη στιγμή τα αμερικανονατοϊκά, άμεσα και μακροπρόθεσμα, συμφέροντα. Αλλωστε, οι εξελίξεις που συμβαίνουν στη Μεσόγειο εκείνη την περίοδο και ειδικότερα η στροφή της Αιγύπτου προς τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, δίνουν τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να προχωρήσουν σε μια διευθέτηση του Κυπριακού, που δεν μπορούσε να είναι άλλη από τη διχοτόμηση διά των όπλων.
Ήταν Δευτέρα, 15 του Ιούλη 1974, στις 8.15 με 8.30 το πρωί, όταν άρχισαν να βγαίνουν άρματα μάχης από το στρατόπεδο της Κοκκινοτριμιθιάς, τα οποία πήγαν στο Προεδρικό Μέγαρο, στο κτίριο Τηλεπικοινωνιών και το κτίριο της Αρχιεπισκοπής. Αυτή τη μέρα, η έξοδος των αρμάτων μάχης δεν ήταν άσκηση ρουτίνας, αφού επρόκειτο για πραξικόπημα. Αυτό βεβαίως επιβεβαιώθηκε, όταν τα άρματα έφτασαν στο Προεδρικό Μέγαρο και άρχισαν να το χτυπούν.
Η στρατιωτικοφασιστική δικτατορία της Ελλάδας, πιο συγκεκριμένα το καθεστώς Ιωαννίδη είχε αποφασίσει, τουλάχιστον, από τις αρχές του 1974 το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου. Η απόφαση πάρθηκε σε σύσκεψη που έγινε, με πρωτοβουλία του Δ. Ιωαννίδη, στο σπίτι του «πρωθυπουργού» Ανδρουτσόπουλου και με τη συμμετοχή του «Προέδρου Δημοκρατίας» του καθεστώτος Φ. Γκιζίκη, καθώς και του αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγού Μπονάνου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το πραξικόπημα πέτυχε και γρήγορα σχηματίστηκε κυβέρνηση – μαριονέτα υπό τον Ν. Σαμψών, ενώ ο Μακάριος, που είχε καταφέρει να διασωθεί, μετέβη στο εξωτερικό αρχίζοντας αγώνα για την αποκατάσταση της νομιμότητας στη χώρα του αντιμετωπίζοντας σ’ αυτή του την προσπάθεια, από την πρώτη στιγμή, την υπονομευτική δράση της Αγγλίας και των ΗΠΑ.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, με ανακοίνωσή του στις 15 του Ιούλη 1974, κατήγγειλε ότι «η αμερικανοκίνητη φασιστική χούντα της Ελλάδας, εκτελεστής ιμπεριαλιστικής συνωμοσίας, πραγματοποίησε ωμή ένοπλη επέμβαση στην Κύπρο». Επίσης, σε ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 29 Ιούλη 1974, αναφέρεται ότι «ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και οι σύμμαχοί του προσπαθούν να μετατρέψουν την Κύπρο σε πολεμικό ορμητήριό τους».
Το πραξικόπημα στην Κύπρο όσο και ο ΑΤΤΙΛΑΣ, που ακολούθησε, αποτελούσαν ένα ενιαίο σχέδιο των Αμερικανών, με κύριο στόχο να προωθήσουν το σχέδιο διχοτόμησης και ΝΑΤΟποίησης της Κύπρου.
Σχετικά με την άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ στο πραξικόπημα της Κύπρου, αυτή γίνεται φανερή από την τακτική τους, μετά τη διάπραξή του. Ο Λόρενς Στερν γράφει:
«Ο Αντερσον, (σ.σ. ο εκπρόσωπος Τύπου του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ), ήταν ένας φιλικός και επί μακρό ταλαιπωρούμενος γραφειοκράτης, η δουλιά του οποίου ήταν, παρά τις πάρα πολύ επίμονες παρενοχλήσεις των ανακριτών – δημοσιογράφων, να εκφράζει πιστά το γράμμα και το πνεύμα αυτών που ο Κίσινγκερ ήθελε να ειπωθούν, χωρίς να αποκλίνει ούτε ίντσα από τις κατευθυντήριες γραμμές του υπουργού (…). Τη μέρα του πραξικοπήματος, ο Αντερσον βρέθηκε μπροστά σε μια αίθουσα πλημμυρισμένη από δημοσιογράφους. Περιορίστηκε να δηλώσει απλά και ήρεμα ότι “η πολιτική μας παραμένει η ίδια, υποστηρίζουμε την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου και τις συνταγματικές της διατάξεις και καλούμε τα άλλα κράτη να ακολουθήσουν μια παρόμοια πολιτική”. Αμέσως μετά, ο Αντερσον απάντησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανέλαβαν οποιεσδήποτε “διαπραγματεύσεις, μυστικές συνομιλίες, τηλεφωνικές συνδιαλέξεις”, για να αποτρέψουν το πραξικόπημα». Και, ταυτόχρονα, ο εκπρόσωπος του Κίσινγκερ δεν καταφέρθηκε κατά της Ελλάδας για την ανάμειξή της στο πραξικόπημα, ούτε καταδίκασε την ανακοινωθείσα δολοφονία του Μακαρίου (Λόρενς Στερν: «Λάθος Αλογο», εκδόσεις ΤΑΜΑΣΟΣ, Λευκωσία 1978).
Ο αντιναύαρχος Π. Αραπάκης, στο βιβλίο του, «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ», Αθήνα 2000 αναφέρει:
«Οι σχεδιασμοί των ξένων κέντρων απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση των συμμαχικών συμφερόντων, σε βάρος, στην περίπτωση αυτή, της Ελλάδας και της Κύπρου και υπέρ της Τουρκίας. Η εξόντωση του Μακαρίου απέβλεπε, πέρα από την αποτροπή του κινδύνου “κουβανοποίησης” της Κύπρου και της πρόληψης τριτοκοσμικών ενεργειών του, που θα μπορούσαν να αποβούν σε βάρος του Ισραήλ και των Δυτικών συμμάχων, στη διαμόρφωση συνθηκών ικανών να δικαιολογήσουν τη δημιουργία τουρκικής βάσης στη βόρεια Κύπρο, σύμφωνα με συμμαχική επιδίωξη». Κατά τον Αραπάκη, υπήρχε «μεγάλο σχέδιο της διχοτόμησης για την Κύπρο».
Η Αγγλία αρνήθηκε να επέμβει ως εγγυήτρια δύναμη στην Κύπρο για την αποκατάσταση της νόμιμης κυβέρνησης κι έτσι άφησε ελεύθερο το έδαφος στην Τουρκία, ώστε να επιβάλλει την κατοχή της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχτηκαν στο έδαφός τους τον Μακάριο ως αρχιεπίσκοπο της Κύπρου κι όχι ως πρόεδρο, πράγμα που σήμαινε έμμεση αναγνώριση του πραξικοπήματος. Η Ελλάδα είχε δώσει την αφορμή για όσα επακολούθησαν και η Τουρκία έχοντας εξασφαλίσει την ανοχή των δύο μεγάλων δυνάμεων του δυτικού κόσμου δε δίστασε να προχωρήσει στην εισβολή. Ετσι από τις 5.35 π.μ. της 20ής Ιουλίου 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις πατούσαν το πόδι τους στο νησί και με τον Αττίλα Β’ που εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα, στο διάστημα 14-16 Αυγούστου, έθεσαν υπό την κατοχή τους και διατηρούν ως σήμερα το 36,3% του κυπριακού εδάφους.
Οι ΗΠΑ επιδίωκαν το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Χωρίς το πρώτο, δε θα ερχόταν η δεύτερη. Και χωρίς τον Αττίλα, δε θα ερχόταν η διχοτόμηση. Τα αποτελέσματα είναι σήμερα παραπάνω από ορατά.
Πηγή: δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη