Συζητώντας για το Εικοσιένα στον «ίσκιο» του Μάρκου Μπότσαρη…
Μια ξεχωριστή στιγμή στο 28ο Αντιιμπεριαλιστικό Διήμερο της ΚΝΕ, στο Καρπενήσι
Με αφορμή το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, οπλαρχηγού και στρατηγού της επανάστασης του 1821, σαν σήμερα, στις 9 του Αυγούστου 1823.
Σε κεντρικό σημείο του πάρκου που φιλοξένησε την κατασκήνωση του Διημέρου, δεσπόζει μνημείο αφιερωμένο στον Σουλιώτη οπλαρχηγό του 1821 Μάρκο Μπότσαρη. Ο ίδιος ηγήθηκε της μάχης που δόθηκε τον Αύγουστο του 1923, στη θέση Κεφαλόβρυσο, κοντά στο Καρπενήσι και έπεσε εκεί χτυπημένος από τούρκικο βόλι στο μάτι. Η μάχη του Κεφαλόβρυσου έληξε με τον θάνατο του Μπότσαρη και αφού πρώτα οι συμπολεμιστές του κατάφεραν με ασφάλεια να απομακρύνουν το άψυχο σώμα του αρχηγού τους. Ηταν από τις μάχες που προκάλεσαν βαριές απώλειες στους Τούρκους, σε αντίθεση με τις ελληνικές απώλειες που ήταν ελάχιστες.
Αυτό το κομμάτι της Ιστορίας, η Ελληνική Επανάσταση, μπήκε στο περιεχόμενο των εκδηλώσεων του Διημέρου, μέσα από ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον workshop (εργαστήριο) για φοιτητές Τμημάτων Ιστορικών και Κοινωνικών Σπουδών, με ομιλητή τον Αναστάση Γκίκα, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Στο επίκεντρο της συζήτησης τέθηκε το θέμα του χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821 και των κινητήριων δυνάμεών της. Οι φοιτητές έκαναν ερωτήσεις σχετικές με τα όσα διδάσκονται στις σχολές τους για την Επανάσταση.
«Ηταν η Επανάσταση του ’21 μια από τις πολλές κατά σειρά εξεγέρσεις των Ελλήνων κατά των Τούρκων; Οχι. Και εκεί είναι η ειδοποιός διαφορά», είπε χαρακτηριστικά ο Αν. Γκίκας, προσθέτοντας ότι υπήρχαν και άλλα ξεσπάσματα, αλλά «σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούσαν επανάσταση: Δηλαδή μια συνειδητή, οργανωμένη και με πρόγραμμα για την επόμενη μέρα ένοπλη εξέγερση, κοινωνικού ή εθνικοαπελευθερωτικού καν χαρακτήρα».
Και αφού παρέθεσε λόγια από ένα υπόμνημα του Μέτερνιχ, τόνισε ότι η Επανάσταση του ’21 «ήταν ακριβώς έκφραση του νέου που ερχόταν για να ανατρέψει το παλιό. Και γι’ αυτό και θεωρούνταν επικίνδυνη, όχι απλά και μόνο για την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (που θεωρούνταν δευτερεύουσα), αλλά πρώτα και κύρια για την εξουσία της παλιάς τάξης πραγμάτων, που ακόμη έτριζε από τους κλυδωνισμούς της μεγάλης Γαλλικής αστικής Επανάστασης».
Η επανάσταση είναι η ανώτατη εκδήλωση της βασικής αντίθεσης που ενυπάρχει σε κάθε εκμεταλλευτική κοινωνία
Θυμίζοντας ότι η ιστορία των κοινωνιών και της εξέλιξής τους είναι ιστορία ταξικών αγώνων, όπως έχουν δείξει ο Μαρξ και ο Ενγκελς, και ότι «η επανάσταση είναι η ανώτατη, η κορυφαία εκείνη εκδήλωση της βασικής αντίθεσης που ενυπάρχει σε όλες τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες», στη συνέχεια αναφέρθηκε αναλυτικά στην αστική τάξη, που ήταν η κινητήρια δύναμη της Επανάστασης, σημειώνοντας: «Στην πορεία του 17ου και 18ου αιώνα η ελληνόφωνη αστική τάξη, με αιχμή το εμπόριο και τη ναυτιλία, ανέπτυξε ιδιαίτερη δυναμική συσσωρεύοντας σημαντικό πλούτο και δύναμη» και αναφέρθηκε στους παράγοντες που συνέτειναν σε αυτό. «Οσο όμως η ελληνόφωνη αστική τάξη αναπτυσσόταν, τόσο πιο έντονοι – έως και ασφυκτικοί – γίνονταν οι περιορισμοί που αντικειμενικά έθεταν σε αυτή οι φεουδαρχικές δομές του κυρίαρχου κράτους, δηλαδή του οθωμανικού», πρόσθεσε και συνέχισε: «Επειδή η αντίθεση αυτή αναπτύχθηκε στο πλαίσιο μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, όπου η ίδια δεν ήταν εθνικά κυρίαρχη, η εν λόγω σύγκρουση έλαβε και εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά».
Εξετάζοντας το πώς φτάσαμε στο σημείο της επαναστατικής ρήξης, σημείωσε μεταξύ άλλων: «Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, η νεαρή ελληνόφωνη αστική τάξη, πέραν της οικονομικής δύναμης, οπλίστηκε επιπλέον με ιδεολογία και πολιτικό πρόγραμμα, που άντλησε από τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Ο ελληνικός Διαφωτισμός, όπως και ο ευρωπαϊκός, πρόβαλλε αστικές – φιλελεύθερες ιδέες (τότε προοδευτικές για την εποχή τους), όπως της ατομικής ελευθερίας, της ισότητας έναντι του νόμου, των “πολιτών” έναντι των υπηκόων, του ορθολογισμού έναντι της μεταφυσικής της Εκκλησίας κ.ο.κ. Οι ριζοσπαστικές αυτές ιδέες της κοινωνικής απελευθέρωσης, του αγώνα κατά του απολυταρχισμού για την αποτίναξη κάθε μορφής τυραννίας, διαπλέχθηκαν, οσμώθηκαν και εντέλει γίνανε εν πολλοίς ένα με το αίτημα για εθνική απελευθέρωση».
Ο Αν. Γκίκας αναφέρθηκε επίσης στην οργάνωση της Επανάστασης από την αστική τάξη, που ήταν στον πυρήνα της Φιλικής Εταιρίας, η οποία πρόβαλε, προώθησε και επέμεινε στην οργανωμένη επαναστατική πάλη, σε αντίθεση με άλλες αντιλήψεις της εποχής. «Η Φιλική Εταιρία προσανατόλισε τα λαϊκά στρώματα στο να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους, να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις και στη δική τους δράση, προκειμένου να προχωρήσει το έργο της εθνικής απελευθέρωσης», τόνισε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι «ήταν εκείνη, η οποία, έχοντας κάνει την απαραίτητη προπαρασκευή, την κατάλληλη στιγμή κινητοποιήθηκε, με σχέδιο, πυροδοτώντας την ταυτόχρονη εξέγερση από τον Μοριά έως τη Μολδοβλαχία».
Δεν ήταν ενιαία η στάση των κοινωνικών δυνάμεων
Επίσης, τόνισε και ανέλυσε ότι η στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής – ακόμα και τμημάτων της αστικής τάξης – δεν ήταν ενιαία, με κάποιες να αμφιταλαντεύονται και κάποιες να κρατούν ακόμη και στάση ανοιχτά εχθρική προς την Επανάσταση, στάση που εδραζόταν σε συγκεκριμένους υλικούς παράγοντες. Στο πλαίσιο αυτό, μίλησε αναλυτικά για τον ρόλο της Εκκλησίας, τον αφορισμό της Επανάστασης από το Πατριαρχείο, αλλά και σημαντικό μέρος μετείχε ενεργά στην Επανάσταση. Αναφέρθηκε στις αντίστοιχες διαφοροποιήσεις που υπήρχαν στους Φαναριώτες, πολλοί από τους οποίους μετείχαν σε υψηλά πόστα στην οθωμανική διοίκηση, αλλά και στους κοτζαμπάσηδες, το κατώτερο τμήμα της οθωμανικής διοικητικής ιεραρχίας, που είχαν και προνόμια συνυφασμένα με το υπάρχον οθωμανικό καθεστώς, αλλά είχαν και υλικό συμφέρον από την ανατροπή του.
«Αυτοί βέβαια που επάνδρωσαν τον κύριο όγκο των μάχιμων δυνάμεων της επανάστασης, δεν ήταν άλλοι από τη φτωχή αγροτιά, την κλεφτουριά, τους ναυτικούς, τους τεχνίτες κ.ά. προερχόμενους από τα λαϊκά – αλλά και μικροαστικά – στρώματα της πόλης και της υπαίθρου», σημείωσε.
Από τον Ριζοσπάστη