Τον σκότωσε γιατί δεν έβρισκε να παρκάρει – Προκαλεί ο Ρουπακιάς στην απολογία του
“Αν έχω κάνει καποια πράξη απαξίας; Εδώ έχω κλείσει δυο σπίτια, του παιδιού και το δικό μου”, δήλωσε “σκληρά μετανιωμένος ο φασίστας φονιάς. Μια “απλή ανθρωποκτονία” ήταν εξάλλου, πώς κάνετε έτσι;
Ξεκίνησε σήμερα η πολυαναμενόμενη απολογία του καθ’ ομολογίαν δολοφόνου του Παύλου Φύσσα, παρουσία αρκετού κόσμου, ανάμεσά τους και ο πατέρας του δολοφονημένου αντιφασίστα μουσικού, Τάκης Φύσσας. Ο Γιώργος Ρουπακιάς εμφανίστηκε αμετανόητος για την πράξη του, δε βρήκε μια κουβέντα μεταμέλειας ή συγγνώμης, αναγνωρίζοντας ως μόνο “λάθος” του ότι τράβηξε το μαχαίρι. Ούτε λίγο ούτε πολύ προσπάθησε να παρουσιαστεί ουσιαστικά ως αμυνόμενος απέναντι στον Παύλο Φύσσα, ο οποίος, όπως ισχυρίστηκε, του επιτέθηκε με γροθιές, παραδεχόμενος πάντως πως το θύμα του ήταν εντελώς άοπλο. Για το γεγονός ότι ο ιατροδικαστής δεν πιστοποίησε κανένα απολύτως τραύμα ή ένδειξη επίθεσης πάνω του, ο Ρουπακιάς ουσιαστικά άφησε να εννοηθεί πως πρόκειται για κάποια σκευωρία σε βάρος του, επειδή τάχα κατά την εξέταση ο ιατροδικαστής είχε διαπιστώσει τέτοια σημάδια.
Ισχυρίστηκε πως δε γνώριζε το Φύσσα κι ότι δεν υπήρχε καμία στοχοποίηση του μουσικού από τη ΧΑ. Επί λέξει παρουσίασε το έγκλημά του μια “απλή ανθρωποκτονία”, η οποία φουσκώθηκε γιατί ήταν πολιτικό το θέμα. Επί της ουσίας, ο ίδιος κι ο συνήγορός του εμμέσως πλην σαφώς παρουσίασαν το έγκλημα ως αποτέλεσμα … έλλειψης πάρκιγνκ. Κι αυτό γιατί ο Ρουπακιάς μαζί με άλλους χρυσαυγίτες απλά σκόπευαν να πάνε στην καφετέρια “Κοράλλι”, για να “απεγκλωβίσουν” ένα δικό τους, αλλά μη βρίσκοντας να παρκάρει μπήκε ανάποδα στην Τσαλδάρη, όπου τάχα του επιτέθηκε ο Φύσσας. Μάλιστα στην ερώτηση γιατί απλά δεν έφυγε απάντησε ότι “είχε κίνηση” και δεν μπορούσε να συνεχίσει αντίθετα. Ισχυρίστηκε πως δεν ήθελε ούτε καν να τραυματίσει το θύμα του, παρότι μετά το χτύπημα στο μηρό τον μαχαίρωσε και στην καρδιά, “πάνω στην τρέλα του”. Όσο για το μαχαίρι, υποστήριξε πως ήταν για να κόβει τα φελιζόλ από τις κούτες με τα ψάρια που μετέφερε, βοηθώντας την αδερφή του στα δυο ιχθυοπωλεία που εκείνη διαθέτει. Αρνήθηκε πως είπε στους αστυνομικούς το διαβόητο “είμαι δικός σας”, ενώ σε κάποια στιγμή αναρωτήθηκε με περίσσιο θράσος “γιατί να κάνει κάτι που θα κατέστρεφε τη ζωή του”, με πλήρη αδιαφορία για τη ζωή που αφαίρεσε και τις ζωές των αγαπημένων του ανθρώπων που κατέστρεψε. Επιπλέον, με αδιανόητο κυνισμό, στο ερώτημα αν έκανε κάποια πράξη απαξίας, απάντησε εξισώνοντας χυδαία το φονικό με τη δική του τύχη: “Αν έχω κάνει κάποια πράξη απαξίας; Εδώ έχω κλείσει δυο σπίτια, του παιδιού και το δικό μου.”
Αξιοπρόσεκτο είναι πως ο Ρουπακιάς ανασκεύασε την αρχική του κατάθεση, όπου κατονόμαζε μια σειρά ατόμων, αποδίδοντάς το γεγονός σε “σύγχυση” και “συναισθηματική φόρτιση της στιγμής”. Ακόμα, επιχείρησε να δημιουργήσει εντυπώσεις, λέγοντας πως ανήκε από τα 13 ως τα 17 στην ΚΝΕ, αλλά “μετά αποχώρησα και εκτός που δε με ενδιέφερε κιόλας είχε διαλυθεί. Είχε γίνει Αριστερό Ρεύμα, Συνασπισμός, και τέτοια…”, μιλώντας δηλαδή σαν άνθρωπος που δεν έχει περάσει ούτε απέξω, και προκαλώντας μουρμουρητά στο ακροατήριο. Εύλογα ρωτήθηκε για το τι έγινε στο μεγάλο μεσοδιάστημα, όπου ο δολοφόνος απάντησε εξαιρετικά αόριστα ότι “δεν είχε ανακατευτεί” κι ότι δεν κοιτούσε “αν ένα κόμμα είναι δεξιό ή αριστερό”. Υποστήριξε πως τη ΧΑ την προσέγγισε μετά τις εκλογές του 2012, “επειδή του άρεσαν αυτά που λέγανε”, αλλά ότι δεν είχε ούτε τα 20 ευρώ για την εγγραφή του, με αποτέλεσμα να μη γραφτεί ποτέ, παρότι ομολόγησε τη συμμετοχή του σε διάφορες δράσεις κι εκδηλώσεις του κόμματος, υποστηρίζοντας πως αντέδρασε στη θέα “όπλων με μπίλιες” σε κατασκήνωση της οργάνωσης. Τέλος, επιχείρησε να υποτιμήσει τη νοημοσύνη των ακροατών, επαναλαμβάνοντας το γνωστό τροπάρι περί “αρχαιοελληνικού χαιρετισμού”, που απλά έτυχε να τον κάνει και ο Χίτλερ και πως αποκλείεται 600.000 “να γίναμε ναζί”.
Η ανταπόκριση από το GoldenDawnWatch συνεχιζόταν ως την ώρα που γραφόταν αυτές οι γραμμές, κι η Κατιούσα θα επανέλθει με νέο, ολοκληρωμένο κείμενο αργότερα.